Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
abilities
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητες, ικανοτήτων, ικανότητές, τις ικανότητες, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
ability
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
above
/əˈbʌv/ = PREPOSITION: πάνω από;
ADVERB: άνω, άνωθεν, υπεράνω, από πάνω, ως άνωθεν, εκεί πάνω, ανώτερος σε βαθμό;
USER: πάνω από, άνω, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω
GT
GD
C
H
L
M
O
abroad
/əˈbrɔːd/ = ADVERB: στο εξωτερικό, απέξω, μακράν, έξω από το σπίτι, εκτενώς, ευρεώς, σε πλάνη, σε ταξίδι, στο ύπαιθρο, στην αλλοδάπη;
NOUN: εξωτερικό;
USER: στο εξωτερικό, εξωτερικό, εξωτερικού, το εξωτερικό, αλλοδαπή
GT
GD
C
H
L
M
O
absorbed
/əbˈzɔːbd/ = VERB: απορροφώ, αφομοιώνω;
USER: απορροφάται, απορροφηθεί, απορροφήθηκε, απορροφώνται, απορρόφησε
GT
GD
C
H
L
M
O
abuse
/əˈbjuːz/ = NOUN: κατάχρηση, ύβρις;
VERB: καταχρώμαι, υβρίζω;
USER: κατάχρηση, abuse, κατάχρησης, προσβλητική συμπεριφορά, κακοποίησης
GT
GD
C
H
L
M
O
accept
/əkˈsept/ = VERB: αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι;
USER: αποδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δέχεται, δέχονται, δέχονται
GT
GD
C
H
L
M
O
acceptable
/əkˈsept.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δεκτός, ευπρόσδεκτος;
USER: αποδεκτό, αποδεκτά, αποδεκτές, αποδεκτή, αποδεκτός
GT
GD
C
H
L
M
O
acceptance
/əkˈsep.təns/ = NOUN: αποδοχή, παραδοχή;
USER: αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, παραλαβής
GT
GD
C
H
L
M
O
accepted
/əkˈsep.tɪd/ = ADJECTIVE: δεκτός;
USER: δεκτός, αποδεκτή, δεκτή, δεκτές, αποδεκτές
GT
GD
C
H
L
M
O
accepting
/əkˈsept/ = VERB: αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι;
USER: αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, αποδέχεται, αποδοχή των
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
accordance
/əˈkɔː.dəns/ = NOUN: συμφωνία;
USER: συμφωνία, σύμφωνα, βάσει, φωνα, κατά
GT
GD
C
H
L
M
O
accountable
/əˈkaʊn.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, ευξήγητος;
USER: υπεύθυνος, λογοδοτεί, υπόλογοι, υπεύθυνη, υπόλογη
GT
GD
C
H
L
M
O
accounting
/əˈkaʊn.tɪŋ/ = NOUN: λογιστική;
ADJECTIVE: λογιστικός;
USER: λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικές, αντιπροσωπεύοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
accounts
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
accuracy
/ˈæk.jʊ.rə.si/ = NOUN: ακρίβεια;
USER: ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβείας
GT
GD
C
H
L
M
O
accurate
/ˈæk.jʊ.rət/ = ADJECTIVE: ακριβής;
USER: ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές
GT
GD
C
H
L
M
O
accurately
/ˈæk.jʊ.rət/ = USER: ακρίβεια, με ακρίβεια, επακριβώς, ακριβή, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
achieve
/əˈtʃiːv/ /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει
GT
GD
C
H
L
M
O
achieved
/əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτυγχάνονται, επιτευχθούν, επιτεύχθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
acknowledge
/əkˈnɒl.ɪdʒ/ = VERB: αναγνωρίζω, ομολογώ;
USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίσουμε, γνωρίσω
GT
GD
C
H
L
M
O
acknowledgement
/əkˈnɒl.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: αναγνώριση, ομολογία;
USER: αναγνώριση, απόδειξη, βεβαίωση, αποδεικτικό, βεβαίωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
acknowledgment
/əkˈnɒl.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: αναγνώριση, ομολογία;
USER: αναγνώριση, απόδειξη, βεβαίωση, αποδεικτικό, βεβαίωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
acquired
/əˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: επίκτητος;
USER: αποκτήθηκαν, απέκτησε, αποκτήσει, αποκτηθεί, αποκτήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
acquires
/əˈkwī(ə)r/ = VERB: αποκτώ;
USER: αποκτά, εξαγοράζει, αποκτά με, αποκτά την, εξαγοράζει την
GT
GD
C
H
L
M
O
acquisition
/ˌæk.wɪˈzɪʃ.ən/ = NOUN: απόκτηση, απόκτημα;
USER: απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
act
/ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο;
VERB: ενεργώ, δρω;
USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
acting
/ˈæk.tɪŋ/ = NOUN: δράση, ενέργεια, ηθοποιία, υπόκριση;
ADJECTIVE: αναπληρωματικός, πράττων;
USER: δράση, ενεργεί, αποφασίζοντας, ενεργούν, ενεργώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
action
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή
GT
GD
C
H
L
M
O
actions
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
active
/ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων;
USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού
GT
GD
C
H
L
M
O
activities
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες;
USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
activity
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα;
USER: δραστηριότητα, δραστικότητα, δραστηριότητας, δραστηριοτήτων, δράση
GT
GD
C
H
L
M
O
actual
/ˈæk.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
USER: πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
addition
/əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση;
USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από
GT
GD
C
H
L
M
O
additional
/əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος;
USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα
GT
GD
C
H
L
M
O
additionally
/əˈdɪʃ.ən.əl/ = USER: επιπλέον, επιπροσθέτως, Επιπρόσθετα, συμπληρωματικά, επί πλέον
GT
GD
C
H
L
M
O
address
/əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση;
VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
addresses
/əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση;
VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: διευθύνσεις, διευθύνσεων, τις διευθύνσεις, διεύθυνση, στην διεύθυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
addressing
/əˈdres/ = VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: αντιμετώπιση, αντιμετώπιση των, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζοντας, αντιμετώπιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
adds
/æd/ = USER: προσθέτει, προστίθεται
GT
GD
C
H
L
M
O
adhere
/ədˈhɪər/ = VERB: εμμένω, προσκολλιέμαι;
USER: τηρούν, να τηρούν, συμμορφώνονται, τηρήσουν, τηρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
adopted
/əˈdɒp.tɪd/ = ADJECTIVE: θετός;
USER: θεσπίζονται, εγκρίθηκε, ενέκρινε, υιοθέτησε, εξέδωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
adopting
/əˈdɒpt/ = VERB: υιοθετώ, ενστερίζομαι;
USER: έκδοση, θέσπιση, έγκριση, την έγκριση, υιοθέτηση
GT
GD
C
H
L
M
O
advance
/ədˈvɑːns/ = NOUN: προκαταβολή, πρόοδος, προέλαση, προπόρευση;
VERB: προχωρώ, προάγω, προοδεύω, προκαταβάλλω;
ADJECTIVE: προκαταβολικός;
USER: προκαταβολή, πρόοδος, προωθήσει, εκ των προτέρων, προχωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
advances
/ədˈvɑːns/ = NOUN: προκαταβολή, πρόοδος, προέλαση, προπόρευση;
VERB: προχωρώ, προάγω, προοδεύω, προκαταβάλλω;
USER: προκαταβολές, προκαταβολών, χορηγήσεις, προόδους, εξελίξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
adverse
/ˈæd.vɜːs/ = ADJECTIVE: δυσμενής, αντίθετος, ενάντιος;
USER: δυσμενής, δυσμενείς, ανεπιθύμητες, αρνητικές, ανεπιθύμητων
GT
GD
C
H
L
M
O
affairs
/əˈfeər/ = NOUN: υπόθεση, συμβάν, εορτή;
USER: υποθέσεις, υποθέσεων, θέματα, Θεμάτων, Πολιτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
affect
/əˈfekt/ = VERB: επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι;
USER: επηρεάζουν, επηρεάσουν, επηρεάζει, επηρεάσει, να επηρεάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
affecting
/əˈfek.tɪŋ/ = ADJECTIVE: συγκινητικός;
USER: επηρεάζουν, που επηρεάζουν, που επηρεάζουν την, επηρεάζει, επηρεάζουν την
GT
GD
C
H
L
M
O
affiliate
/əˈfɪl.i.eɪt/ = VERB: υιοθετώ, εισδέχομαι μέλη, σχετίζω;
USER: θυγατρικών, θυγατρική, Affiliate, θυγατρικής, εταιρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
affiliated
/əˈfɪl.i.eɪt/ = VERB: υιοθετώ, εισδέχομαι μέλη, σχετίζω;
USER: συνδεδεμένες, συνδέονται, συνδέονται κατά, συνδεδεμένη, συνδέεται
GT
GD
C
H
L
M
O
afraid
/əˈfreɪd/ = ADJECTIVE: φοβισμένος;
USER: φοβισμένος, φοβούνται, φοβάται, φοβάστε, φοβόμαστε
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
afterwards
/ˈɑːf.tə.wədz/ = ADVERB: κατόπιν, έπειτα;
USER: κατόπιν, έπειτα, μετά, στη συνέχεια, συνέχεια
GT
GD
C
H
L
M
O
against
/əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία;
USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια
GT
GD
C
H
L
M
O
age
/eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή;
VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω;
USER: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
GT
GD
C
H
L
M
O
agencies
/ˈeɪ.dʒən.si/ = NOUN: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, παράγων, μέσο;
USER: υπηρεσίες, οργανισμούς, οργανισμών, οργανισμοί, γραφεία
GT
GD
C
H
L
M
O
agency
/ˈeɪ.dʒən.si/ = NOUN: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, παράγων, μέσο;
USER: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
agents
/ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας;
USER: παράγοντες, πράκτορες, παραγόντων, μέσα, πρακτόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
ago
/əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον;
USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ
GT
GD
C
H
L
M
O
air
/eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς;
ADJECTIVE: αεροπορικός;
VERB: αερίζω;
USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
aircraft
/ˈeə.krɑːft/ = NOUN: αεροσκάφος, αερόπλοια;
USER: αεροσκάφος, αεροσκαφών, αεροσκάφη, αεροσκάφους, τα αεροσκάφη
GT
GD
C
H
L
M
O
alcohol
/ˈæl.kə.hɒl/ = NOUN: αλκοόλ;
USER: αλκοόλ, αλκοόλης, αλκοόλη, οινοπνεύματος, οινόπνευμα, οινόπνευμα
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allowable
/əˈlaʊ.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: επιτρεπόμενος, επιτρεπτός;
USER: επιτρεπόμενος, επιτρεπτός, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, επιτρεπόμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
along
/əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός;
USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
alternative
/ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο;
ADJECTIVE: εναλλακτικός, εναλλάκτεος;
USER: εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
alternatively
/ôlˈtərnətivlē/ = USER: εναλλακτικά, εναλλακτικώς, επικουρικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
although
/ɔːlˈðəʊ/ = ADVERB: αν και, παρόλο, παρά;
CONJUNCTION: μολονότι;
USER: παρόλο, αν και, μολονότι, παρά, αν, αν
GT
GD
C
H
L
M
O
always
/ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς;
USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
ambiguity
/ˌambiˈgyo͞o-itē/ = USER: ασάφεια, αμφισημία, ασάφειας, αμφισημίας, ασάφειες
GT
GD
C
H
L
M
O
among
/əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ;
USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους
GT
GD
C
H
L
M
O
amount
/əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό;
VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι;
USER: ποσό, ποσότητα, ποσού, ύψος, ποσό που, ποσό που
GT
GD
C
H
L
M
O
amputations
= NOUN: ακρωτηριασμός, αποκοπή;
USER: ακρωτηριασμούς, ακρωτηριασμοί, ακρωτηριασμών, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού,
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analysis
/əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση;
USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
anniversary
/ˌanəˈvərsərē/ = NOUN: επέτειος;
USER: επέτειος, επέτειο, επετείου, χρόνια, χρόνων
GT
GD
C
H
L
M
O
announced
/əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω;
USER: ανακοίνωσε, ανήγγειλε, ανακοίνωσε την, ανακοινώθηκε, ανακοίνωσαν
GT
GD
C
H
L
M
O
annual
/ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος;
USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
anonymous
/əˈnɒn.ɪ.məs/ = ADJECTIVE: ανώνυμος;
USER: ανώνυμος, ανώνυμο, ανώνυμα, ανώνυμη, ανώνυμες
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
answer
/ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση;
VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απάντηση, απαντώ, απαντήσει, απαντήσετε, answer, answer
GT
GD
C
H
L
M
O
answered
/ˈɑːn.sər/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απάντησαν, απαντηθεί, απάντησε, απαντά, απαντηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
anti
/ˈæn.ti/ = PREFIX: αντι-;
USER: αντι, anti, κατά, καταπολέμησης, καταπολέμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
anticipated
/ænˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: προσδοκώ, προβλέπω, προλαμβάνω;
USER: αναμένεται, προβλέπεται, προβλεφθεί, αναμενόταν, αναμένονται
GT
GD
C
H
L
M
O
antitrust
/ˌæn.tiˈtrʌst/ = USER: αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, αντιμονοπωλιακής, αντιμονοπωλιακή, αντιμονοπωλιακών, συμπράξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anything
/ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι;
USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
anywhere
/ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε;
USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
appear
/əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι;
USER: φαίνεται, εμφανίζονται, εμφανίζεται, εμφανιστούν, εμφανιστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
appearance
/əˈpɪə.rəns/ = NOUN: εμφάνιση, παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: εμφάνιση, εμφάνισή, εμφάνισης, όψη, την εμφάνιση
GT
GD
C
H
L
M
O
applicability
= USER: εφαρμογής, εφαρμοσιμότητα, εφαρμογή, δυνατότητα εφαρμογής, δυνατότητας εφαρμογής
GT
GD
C
H
L
M
O
applicable
/əˈplɪk.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: εφαρμόσιμος;
USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ισχύει, ισχύουν, εφαρμοστέο
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
applications
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
applies
/əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι;
USER: εφαρμόζεται, ισχύει, εφαρμογή, εφαρμόζει, ισχύει και, ισχύει και
GT
GD
C
H
L
M
O
apply
/əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι;
USER: ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
appoint
/əˈpɔɪnt/ = VERB: διορίζω;
USER: διορίζει, διορίσει, διορίζουν, διορίσουν, ορίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
appointing
/əˈpɔɪnt/ = VERB: διορίζω;
USER: για το διορισμό, διορισμό, το διορισμό, διορισμού, τον διορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
appointment
/əˈpɔɪnt.mənt/ = NOUN: ραντεβού, διορισμός, συνέντευξη;
USER: ραντεβού, διορισμός, διορισμό, διορισμού, το διορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
approach
/əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση;
VERB: πλησιάζω;
USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
approached
/əˈprəʊtʃ/ = VERB: πλησιάζω;
USER: πλησίασε, προσεγγιστεί, προσεγγίζεται, προσεγγίσει, προσέγγισε
GT
GD
C
H
L
M
O
appropriate
/əˈprəʊ.pri.ət/ = ADJECTIVE: κατάλληλος;
VERB: προορίζω, σφετερίζομαι;
USER: κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
GT
GD
C
H
L
M
O
appropriately
/əˈprəʊ.pri.ət/ = USER: κατάλληλα, καταλλήλως, δεόντως, κατάλληλη, κατάλληλο
GT
GD
C
H
L
M
O
approval
/əˈpruː.vəl/ = NOUN: έγκριση, επιδοκιμασία;
USER: έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
GT
GD
C
H
L
M
O
approved
/əˈpruːvd/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω;
USER: εγκεκριμένο, εγκρίθηκε, εγκριθεί, εγκρίνει, ενέκρινε
GT
GD
C
H
L
M
O
arab
/ˈær.əb/ = NOUN: Άραβας, Αράπης, αραβικός ίππος;
ADJECTIVE: άστεγος;
USER: Άραβας, Αραβικά, arab, Αραβικής, αραβικές
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
aren
/ɑːnt/ = USER: aren, έτσι δεν, έτσι δεν είναι, ενθουσιάζεστε, ενθουσιάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
articles
/ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα;
USER: άρθρα, Τα άρθρα, είδη, αντικείμενα, άρθρων
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
aside
/əˈsaɪd/ = ADVERB: κατά μέρος, χώρια;
USER: κατά μέρος, καλλιέργειας, μέρος, άκρη, αναιρέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
ask
/ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ;
USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από
GT
GD
C
H
L
M
O
asked
/ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς;
USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από
GT
GD
C
H
L
M
O
asking
/ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ;
USER: ζητώντας, ζητά, ζητώντας από, ρωτώντας, ζητούν, ζητούν
GT
GD
C
H
L
M
O
asks
/ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ;
USER: ρωτά, ζητά, ζητεί από, ρωτάει, ζητεί, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
assessment
/əˈses.mənt/ = NOUN: εκτίμηση, διατίμηση;
USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξιολόγησης, εκτίμησης, την αξιολόγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
asset
/ˈæs.et/ = NOUN: κεφάλαιο, προσόν;
USER: προσόν, κεφάλαιο, περιουσιακό στοιχείο, ενεργητικού, περιουσιακού στοιχείου
GT
GD
C
H
L
M
O
assets
/ˈaset/ = NOUN: ακίνητη περιουσία, ενεργητικόν;
USER: ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, περιουσιακών στοιχείων, στοιχεία ενεργητικού, περιουσιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
assignment
/əˈsaɪn.mənt/ = NOUN: εκχώρηση, εντολή, ανάθεση εργασίας, ανατέθεν έργο;
USER: εκχώρηση, ανάθεση, εκχώρησης, ανάθεσης, αποστολή
GT
GD
C
H
L
M
O
assistance
/əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια;
USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
associated
/əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι;
USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
associates
/əˈsəʊ.si.eɪt/ = NOUN: σύντροφος;
USER: συνεργάτες, συγγενείς, συγγενών, συνεργατών, συνδεδεμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
association
/əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος;
USER: σχέση, σύνδεσμος, Σύνδεσης, ένωση, Association, Association
GT
GD
C
H
L
M
O
assumption
/əˈsʌmp.ʃən/ = NOUN: υπόθεση, ανάληψη, αξίωση, κοίμησις, κοίμηση της θεοτόκου;
USER: υπόθεση, ανάληψη, παραδοχή, υποτεθεί, προϋπόθεση
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
attended
/əˈtend/ = VERB: φοιτώ, παραβρίσκομαι, προσέχω, ακολουθώ, υπηρετώ, διακούω;
USER: παρακολούθησαν, παρακολούθησε, συμμετείχαν, παρέστη, συμμετείχε
GT
GD
C
H
L
M
O
attention
/əˈten.ʃən/ = NOUN: σημασία, περίθαλψη;
USER: προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη
GT
GD
C
H
L
M
O
attentions
/əˈtenCHən/ = NOUN: φιλοφρονήσεις;
USER: φιλοφρονήσεις, προσοχή, την προσοχή, προσοχές, προσοχής
GT
GD
C
H
L
M
O
attorneys
/əˈtɜː.ni/ = NOUN: δικηγόρος, πληρεξούσιος;
USER: δικηγόροι, δικηγόρους, δικηγόρων, πληρεξούσιους, εντολοδόχοι
GT
GD
C
H
L
M
O
attract
/əˈtrækt/ = VERB: προσελκύω, έλκω, προσελκείω;
USER: προσέλκυση, προσελκύσουν, προσελκύουν, προσελκύσει, την προσέλκυση
GT
GD
C
H
L
M
O
attractive
/əˈtræk.tɪv/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, ωραίος;
USER: ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
audit
/ˈɔː.dɪt/ = NOUN: έλεγχος, έλεγχος λογαριασμών, εξετάζω λογαριασμούς;
USER: έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
auditing
/ˈɔː.dɪt/ = USER: λογιστικού ελέγχου, ελέγχου, ελεγκτικά, έλεγχο, τον έλεγχο
GT
GD
C
H
L
M
O
authorities
/ɔːˈθɒr.ɪ.ti/ = NOUN: εξουσία, κύρος, αυθεντία;
USER: αρχές, αρχών, αρχές της, αρχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
authority
/ɔːˈθɒr.ɪ.ti/ = NOUN: εξουσία, κύρος, αυθεντία;
USER: εξουσία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές
GT
GD
C
H
L
M
O
available
/əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος;
USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
avoid
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
avoided
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφεύγονται, αποφεύγεται, αποφεύγεται η, αποφευχθεί, αποφευχθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
aware
/əˈweər/ = ADJECTIVE: ενήμερος, γνωρίζων;
VERB: αντιλαμβάνομαι;
USER: ενήμερος, γνωρίζει, γνωρίζουν, επίγνωση, γνώση
GT
GD
C
H
L
M
O
badges
/bædʒ/ = NOUN: σήμα, έμβλημα;
USER: κονκάρδες, εμβλήματα, σήματα, διακριτικά, διακριτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
bank
/bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη;
ADJECTIVE: τραπεζικός;
VERB: αναχώνω;
USER: τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό
GT
GD
C
H
L
M
O
banks
/bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη;
VERB: αναχώνω;
USER: τράπεζες, οι τράπεζες, τραπεζών, τις τράπεζες, των τραπεζών
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
basis
/ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή;
USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
basket
/ˈbɑː.skɪt/ = NOUN: καλάθι, πανέρι, κοφίνι, κανίστρο;
USER: καλάθι, καλάθι αγορών, κουπόνι, καλάθι Αγορά, καλαθιού
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
behalf
/bɪˈhɑːf/ = NOUN: χάρη, συμφέρο;
USER: λογαριασμό, ονόματος, εξ ονόματος, εκ μέρους, μέρους
GT
GD
C
H
L
M
O
behaving
/bɪˈheɪv/ = VERB: συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, λειτουργώ;
USER: συμπεριφέρεται, συμπεριφέρονται, συμπεριφορά, να συμπεριφέρεται, να συμπεριφέρονται
GT
GD
C
H
L
M
O
behavior
/bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική;
USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των
GT
GD
C
H
L
M
O
behaviors
/bɪˈheɪ·vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική;
USER: συμπεριφορές, συμπεριφορών, τις συμπεριφορές, συμπεριφορά, συμπεριφορές που
GT
GD
C
H
L
M
O
behind
/bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος;
USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν
GT
GD
C
H
L
M
O
being
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
believe
/bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω;
USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
below
/bɪˈləʊ/ = PREPOSITION: κάτω;
ADVERB: παρακάτω, κάτω, κάτωθι, κάτωθεν, από κάτω;
USER: κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω, πιο κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
benchmark
/ˈbentʃ.mɑːk/ = USER: αναφοράς, σημείο αναφοράς, συγκριτική αξιολόγηση, δείκτη αναφοράς, κριτήριο αναφοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
benefit
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
benefits
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
bid
/bɪd/ = NOUN: προσφορά, απόπειρα, προσφορά τιμής, διαταγή, δήλωση;
VERB: διατάσσω, προσφέρω τιμή, καλώ, πλειοδοτώ;
USER: προσφορά, προσφοράς, προσπάθεια, την προσφορά, προσφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
bidding
/ˈbɪd.ɪŋ/ = NOUN: διαταγή, πρόσκληση;
USER: προσφορά, προσφορών, διαγωνισμούς, υποβολής προσφορών, διαγωνισμών
GT
GD
C
H
L
M
O
bids
/bɪd/ = NOUN: προσφορά, απόπειρα, προσφορά τιμής, διαταγή, δήλωση;
USER: προσφορές, προσφορών, οι προσφορές, τις προσφορές, προσφορών που
GT
GD
C
H
L
M
O
board
/bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου;
VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω;
USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους
GT
GD
C
H
L
M
O
bonds
/bɒnd/ = NOUN: ομολογίες;
USER: ομολογίες, ομόλογα, ομολόγων, δεσμούς, ομολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
books
/bʊk/ = NOUN: βιβλίο;
VERB: εγγράφω;
USER: βιβλία, τα βιβλία, βιβλίων, books, βιβλία που, βιβλία που
GT
GD
C
H
L
M
O
borders
/bɔː.dər/ = NOUN: σύνορο, όριο, περιθώριο, άκρο;
VERB: συνορεύω;
USER: σύνορα, συνόρων, τα σύνορα, των συνόρων, σύνορά
GT
GD
C
H
L
M
O
boss
/bɒs/ = NOUN: αφεντικό, διευθυντής, εξέχων όγκος;
VERB: διευθύνω;
USER: αφεντικό, το αφεντικό, αφεντικού, αφεντικό του εαυτού, boss, boss
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
bottle
/ˈbɒt.l̩/ = NOUN: φιάλη, μπουκάλι, μπουκαπόρτα, μποτιλιά;
VERB: μποτιλιάρω;
USER: μπουκάλι, φιάλη, φιάλης, φιαλών, μπουκαλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
box
/bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα;
VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ;
USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
boycott
/ˈbɔɪ.kɒt/ = NOUN: μποϋκοτάζ, μπουλντόζα;
VERB: αποφεύγω να αγοράσω εμπόρευμα, μπουκοτάρω;
USER: μποϋκοτάζ, μποϊκοτάρουν, μποϋκοτάρουν, μποϊκοτάρει, μποϊκοτάζ
GT
GD
C
H
L
M
O
boycotts
/ˈbɔɪ.kɒt/ = NOUN: μποϋκοτάζ, μπουλντόζα;
VERB: αποφεύγω να αγοράσω εμπόρευμα, μπουκοτάρω;
USER: μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, εμπορικού αποκλεισμού, μποϊκοταρίσματα, αποκλεισμούς,
GT
GD
C
H
L
M
O
brands
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκες, σήματα, εμπορικά σήματα, σημάτων, φιρμών
GT
GD
C
H
L
M
O
breach
/briːtʃ/ = NOUN: αθέτηση, ρήγμα, ρήξη, θραύση, παράβαση νόμου;
VERB: διαρρηγνύω;
USER: αθέτηση, παράβαση, παραβίαση, παραβίασης, παραβάσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
breaches
/briːtʃ/ = NOUN: αθέτηση, ρήγμα, ρήξη, θραύση, παράβαση νόμου;
USER: παραβάσεις, παραβιάσεις, παραβάσεων, παραβιάσεων, παραβίασης
GT
GD
C
H
L
M
O
bribery
/braɪb/ = NOUN: δωροδοκία;
USER: δωροδοκία, δωροδοκίας, της δωροδοκίας, πράξεων δωροδοκίας, τη δωροδοκία
GT
GD
C
H
L
M
O
bribes
/braɪb/ = NOUN: δωροδοκία;
VERB: δωροδοκώ;
USER: δωροδοκίες, δωροδοκία, μίζες, δωροδοκίας, δωροδοκιών
GT
GD
C
H
L
M
O
brother
/ˈbrʌð.ər/ = NOUN: αδελφός, αδερφός;
USER: αδελφός, αδερφός, αδελφό, τον αδελφό, ο αδελφός
GT
GD
C
H
L
M
O
build
/bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω;
USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
businesses
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
buyer
/ˈbaɪ.ər/ = NOUN: αγοραστής, παραγγελιοδότης;
USER: αγοραστής, αγοραστή, αγοραστών, ο αγοραστής
GT
GD
C
H
L
M
O
buying
/baɪ/ = NOUN: εξαγορά;
USER: εξαγορά, αγορά, την αγορά, αγοράζουν, αγοράσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
c
/ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,
GT
GD
C
H
L
M
O
calendars
/ˈkæl.ɪn.dər/ = NOUN: ημερολόγιο, καζαμίας;
USER: ημερολόγια, ημερολογίων, τα ημερολόγια, χρονοδιαγράμματα, ημερολόγιά
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
campaign
/kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση;
VERB: εκστρατεύω;
USER: εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, εκστρατεία για
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
candidate
/ˈkæn.dɪ.dət/ = NOUN: υποψήφιος;
USER: υποψήφιος, υποψήφιες, υποψηφίων, υποψήφια, υποψήφιο
GT
GD
C
H
L
M
O
candidates
/ˈkæn.dɪ.dət/ = NOUN: υποψήφιος;
USER: υποψηφίων, οι υποψήφιοι, υποψηφίους, υποψήφιοι, των υποψηφίων
GT
GD
C
H
L
M
O
cannot
/ˈkæn.ɒt/ = VERB: δεν δύναμαι, δε μπορώ, δεν μπορώ;
USER: δεν μπορώ, δεν μπορεί, δεν μπορεί να, δεν μπορούν, δεν μπορούν να, δεν μπορούν να
GT
GD
C
H
L
M
O
capacity
/kəˈpæs.ə.ti/ = NOUN: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, θέση, αξίωμα, πνευματική αντίληψη;
USER: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, ικανότητας, χωρητικότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
card
/kɑːd/ = NOUN: κάρτα, καρτέλα, καρτέλλα, τραπουλόχαρτο, δελτάριο, παιγνιόχαρτο;
VERB: λαναρίζω, λαναρίζω μαλλιά, ξαίνω;
USER: κάρτα, κάρτας, καρτών, κάρτες, της κάρτας
GT
GD
C
H
L
M
O
cards
/kɑːd/ = NOUN: καρτέλλες;
USER: κάρτες, καρτών, χαρτιά, φύλλα, τις κάρτες
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
careful
/ˈkeə.fəl/ = ADJECTIVE: προσεκτικός, επιμελής;
USER: προσεκτικός, προσεκτική, προσεκτικοί, επερχόμενο, είστε προσεκτικοί
GT
GD
C
H
L
M
O
carefully
/ˈkeə.fəl.i/ = ADVERB: προσεκτικά;
USER: προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεκτική
GT
GD
C
H
L
M
O
carries
/ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: μεταφέρει, φέρει, πραγματοποιεί, ασκεί, φέρνει
GT
GD
C
H
L
M
O
carry
/ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: φέρουν, να, μεταφέρουν, μεταφέρει, φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
cars
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
case
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
cases
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
cash
/kæʃ/ = NOUN: μετρητά, ρευστό χρήμα, μετρητά χρήματα;
VERB: εισπράττω, εξαργυρώνω;
USER: μετρητά, μετρητών, σε μετρητά, ροών, ταμειακών
GT
GD
C
H
L
M
O
casualty
/ˈkæʒ.ju.əl.ti/ = NOUN: ατύχημα, θύμα, απώλεια, δυστύχημα, θάνατος;
USER: ατύχημα, θύμα, απώλεια, ατυχήματος, ατυχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
cayman
/ˈkāmən/ = USER: είδος κροκοδείλου της Νότιας Αμερικής, cayman, Καϊμάν, Κέιμαν, Καϋμάν,
GT
GD
C
H
L
M
O
celebrate
/ˈsel.ɪ.breɪt/ = VERB: γιορτάζω, πανηγυρίζω, εορτάζω, δοξολογώ, εξυμνώ;
USER: γιορτάσουμε, γιορτάσουν, γιορτάζουν, γιορτάζουμε, γιορτάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cell
/sel/ = NOUN: κύτταρο, κελί, στοιχείο, κελλίο, πυρήνας, οικίσκος;
USER: κύτταρο, κελί, κυττάρων, κυττάρου, τηλέφωνο
GT
GD
C
H
L
M
O
center
/ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο;
VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω;
USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
ceremonial
/ˈser.ɪ.mə.ni/ = ADJECTIVE: εθιμοτυπικός, τελετουργικός, τυπικός, επίσημος;
NOUN: τελετή;
USER: εθιμοτυπικός, τελετή, τελετουργικός, τελετουργικό, τελετουργική
GT
GD
C
H
L
M
O
ceremony
/ˈser.ɪ.mə.ni/ = NOUN: τελετή, επισημότητα, εθιμοτυπία, τυπικότητα, τύποι;
USER: τελετή, τελετής, τελετή απονομής, τελετή που, τελετή του, τελετή του
GT
GD
C
H
L
M
O
certain
/ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής;
USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
certainly
/ˈsɜː.tən.li/ = ADVERB: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, φυσικά, μάλιστα;
USER: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, βέβαιο
GT
GD
C
H
L
M
O
certificate
/səˈtɪf.ɪ.kət/ = NOUN: πιστοποιητικό, βεβαίωση, πτυχίο;
USER: πιστοποιητικό, βεβαίωση, πιστοποιητικού, πιστοποιητικό που, πιστοποιητικών, πιστοποιητικών
GT
GD
C
H
L
M
O
certification
/ˈsɜː.tɪ.faɪ/ = NOUN: πιστοποίηση, βεβαίωση;
USER: πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, πιστοποίησης που, βεβαίωση
GT
GD
C
H
L
M
O
certifications
/ˌsɜr·t̬ə·fɪˈke·ʃən/ = NOUN: πιστοποίηση, βεβαίωση;
USER: πιστοποιήσεις, πιστοποιήσεων, Πιστοποιήσεις της, πιστοποιητικά, βεβαιώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
chaired
/tʃeər/ = VERB: προεδρεύω;
USER: υπό την προεδρία, προεδρεύει, της οποίας προεδρεύει, προήδρευσε, προεδρεύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
chairman
/-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής;
USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός
GT
GD
C
H
L
M
O
challenge
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
challenges
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: προκλήσεις, προκλήσεων, τις προκλήσεις, προκλήσεις που, προκλήσεων που
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
changes
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
changing
/ˈtʃeɪn.dʒɪŋ/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβαλλόμενες, αλλάζει, την αλλαγή, αλλάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
channels
/ˈtʃæn.əl/ = NOUN: κανάλι, δίαυλος, μέσο, αγωγός, αυλάκι, πορθμός;
VERB: αυλακώνω, μεταφέρω, διοχετεύω;
USER: κανάλια, καναλιών, τα κανάλια, διαύλους, διαύλων
GT
GD
C
H
L
M
O
charitable
/ˈCHaritəbəl/ = ADJECTIVE: φιλάνθρωπος, συμπονετικός, ελεήμονας, σπλαχνικός;
USER: φιλανθρωπικές, φιλανθρωπικών, φιλανθρωπικούς, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική
GT
GD
C
H
L
M
O
chat
/tʃæt/ = NOUN: κουβέντα, φιλική συζήτηση, ομιλία;
VERB: συζητώ, κουβεντιάζω;
USER: κουβέντα, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat, κάνει chat
GT
GD
C
H
L
M
O
check
/tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση;
VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω;
USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη
GT
GD
C
H
L
M
O
checking
/CHek/ = NOUN: έλεγχος, αναχαίτιση;
USER: έλεγχος, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
chemical
/ˈkem.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: χημικός;
NOUN: χημική ουσία;
USER: χημικός, χημική ουσία, χημικών, χημική, χημικές
GT
GD
C
H
L
M
O
chief
/tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων;
ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος;
USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων
GT
GD
C
H
L
M
O
child
/tʃaɪld/ = NOUN: παιδί, τέκνο;
USER: παιδί, τέκνο, παιδιού, παιδιών, παιδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
chipped
/CHip/ = VERB: πελεκώ, κόπτω, κόβω κομματάκια;
USER: πελεκημένη, πελεκημένη κατά, πελεκημένα, αποκρουσμένο, θρυμματισμένο,
GT
GD
C
H
L
M
O
choice
/tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
choose
/tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
chosen
/ˈtʃəʊ.zən/ = ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλέγεται, επιλέγονται, επιλέξει, επιλεγεί, επέλεξε
GT
GD
C
H
L
M
O
circumstances
/ˈsərkəmˌstans,-stəns/ = NOUN: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, κατάσταση, περιστατικό, λεπτομέρεια;
USER: περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, τις συνθήκες
GT
GD
C
H
L
M
O
citizen
/ˈsɪt.ɪ.zən/ = NOUN: πολίτης, υπήκοος, κάτοικος;
USER: πολίτης, υπήκοος, πολίτη, πολιτών, πολίτες
GT
GD
C
H
L
M
O
civil
/ˈsɪv.əl/ = ADJECTIVE: αστικός, εμφύλιος, πολιτικός, ευγενικός, ευγενής;
USER: αστικός, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών
GT
GD
C
H
L
M
O
classification
/ˌklæs.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ταξινόμηση, κατάταξη;
USER: ταξινόμηση, κατάταξη, ταξινόμησης, κατάταξης, χαρακτηρισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
clear
/klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος;
ADVERB: καθαρά, εντελώς;
VERB: καθαρίζω, αθωώνω;
USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει
GT
GD
C
H
L
M
O
clearly
/ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα;
USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα
GT
GD
C
H
L
M
O
close
/kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον;
VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω;
NOUN: λήξη, τέλος, πέρας;
ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος;
USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε
GT
GD
C
H
L
M
O
cocktail
/ˈkɒk.teɪl/ = NOUN: κοκτέιλ, μίγμα ποτών ή ορεκτικών;
USER: κοκτέιλ, cocktail
GT
GD
C
H
L
M
O
codes
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
USER: κώδικες, κωδικούς, κωδικοί, κωδικών, Κωδικός
GT
GD
C
H
L
M
O
colleague
/ˈkɒl.iːɡ/ = NOUN: συνάδελφος;
USER: συνάδελφος, συνάδελφό, συνάδελφός, συναδέλφου, συνάδελφο, συνάδελφο
GT
GD
C
H
L
M
O
collect
/kəˈlekt/ = VERB: συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, παίρνω, εισπράττω, περισυλλέγω, περιμαζεύω, συγκεντρώνομαι, συμμαζεύω, κάνω έρανο;
NOUN: προσευχή;
USER: συλλέγουν, συλλέγει, συλλογή, συλλέξει, τη συλλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
collecting
/kəˈlekt/ = NOUN: περισυλλογή;
USER: συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, συλλογικής
GT
GD
C
H
L
M
O
collusion
/kəˈluː.ʒən/ = NOUN: συμπαιγνία, συνεννόηση;
USER: συμπαιγνία, συμπαιγνίας, συμπαιγνία ως προς, αθέμιτη σύμπραξη, συμπαιγνία ως
GT
GD
C
H
L
M
O
color
/ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία;
ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός;
VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα;
USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
commemorates
/kəˈmem.ə.reɪt/ = VERB: εορτάζω την μνήμη, τιμώ μνήμη;
USER: αποτίει φόρο,
GT
GD
C
H
L
M
O
commemorative
/kəˈmem(ə)rətiv,kəˈmeməˌrātiv/ = ADJECTIVE: αναμνηστικός, εορταστικός;
USER: αναμνηστικός, Αναμνηστικό, αναμνηστικά, Αναμνηστικές, αναμνηστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
comment
/ˈkɒm.ent/ = NOUN: σχόλιο, παρατήρηση;
VERB: σχολιάζω;
USER: σχόλιο, ένα σχόλιο, σχολιάσει, σχολιάσετε, παρατηρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
comments
/ˈkɒm.ent/ = NOUN: σχόλιο, παρατήρηση;
VERB: σχολιάζω;
USER: σχόλια, τα σχόλια, παρατηρήσεις, σχολίων, παρατηρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
commercial
/kəˈmɜː.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
NOUN: εμπορική διαφήμηση;
USER: εμπορικός, εμπορική, εμπορικές, εμπορικών, εμπορικής
GT
GD
C
H
L
M
O
commission
/kəˈmɪʃ.ən/ = NOUN: προμήθεια, επιτροπή, διάπραξη, αξίωμα, διορισμός, εξοπλισμός;
VERB: επιφορτίζω;
USER: προμήθεια, επιτροπή, διάπραξη, Επιτροπής, της Επιτροπής
GT
GD
C
H
L
M
O
commit
/kəˈmɪt/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω;
USER: διαπράττουν, δεσμεύονται, δεσμευτούν, δεσμευθούν, διαπράξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
commitment
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή
GT
GD
C
H
L
M
O
commitments
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δεσμεύσεις, δεσμεύσεων, υποχρεώσεων, αναλήψεις υποχρεώσεων, υποχρεώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
committed
/kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω;
USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε
GT
GD
C
H
L
M
O
committee
/kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή;
USER: επιτροπή, επιτροπής, της επιτροπής, ΕΟΚΕ, ΟΚΕ
GT
GD
C
H
L
M
O
committees
/kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή;
USER: επιτροπές, επιτροπών, των επιτροπών, τις επιτροπές, επιτροπών που
GT
GD
C
H
L
M
O
commodities
/kəˈmɒd.ə.ti/ = NOUN: εμπορεύματα;
USER: εμπορεύματα, εμπορευμάτων, προϊόντων, προϊόντα, αγαθά
GT
GD
C
H
L
M
O
communicate
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
communications
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: διαβιβάσεις;
USER: επικοινωνιών, επικοινωνίες, επικοινωνία, ανακοινώσεις, επικοινωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
communities
/kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα;
USER: κοινότητες, κοινοτήτων, των κοινοτήτων, τις κοινότητες, κοινωνίες
GT
GD
C
H
L
M
O
community
/kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα;
USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
compensate
/ˈkɒm.pən.seɪt/ = VERB: αποζημιώνω, ισοφαρίζω;
USER: αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αποζημίωση, αντισταθμίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
compensation
/ˌkɒm.penˈseɪ.ʃən/ = NOUN: αποζημίωση;
USER: αποζημίωση, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
compete
/kəmˈpiːt/ = VERB: συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι;
USER: ανταγωνίζονται, ανταγωνιστούν, ανταγωνιστεί, ανταγωνίζεται, ανταγωνισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
competing
/kəmˈpiːt/ = VERB: συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι;
USER: ανταγωνιστικών, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστικά, ανταγωνιστικές, ανταγωνίστριες
GT
GD
C
H
L
M
O
competition
/ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση;
USER: ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, τον ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
competitive
/kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός;
USER: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής
GT
GD
C
H
L
M
O
competitiveness
/kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνιστικότητα, συναγωνιστικότης;
USER: ανταγωνιστικότητα, ανταγωνιστικότητας, της ανταγωνιστικότητας, την ανταγωνιστικότητα, η ανταγωνιστικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
competitor
/kəmˈpet.ɪ.tər/ = NOUN: ανταγωνιστής, αντίπαλος, συναγωνιζόμενος;
USER: ανταγωνιστής, ανταγωνιστή, αγωνιζόμενος, ανταγωνίστρια, ανταγωνιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
competitors
/kəmˈpet.ɪ.tər/ = NOUN: ανταγωνιστής, αντίπαλος, συναγωνιζόμενος;
USER: ανταγωνιστές, ανταγωνιστών, ανταγωνιστές της, οι ανταγωνιστές, τους ανταγωνιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
completed
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: ολοκληρώθηκε το;
USER: ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί, ολοκληρωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
completion
/kəmˈpliː.ʃən/ = NOUN: συμπλήρωση, ολοκλήρωση, αποπεράτωση, τελειοποίηση, συντέλεση, αποτελείωση;
USER: ολοκλήρωση, συμπλήρωση, ολοκλήρωσης, την ολοκλήρωση, υλοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
complex
/ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ;
ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος;
USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες
GT
GD
C
H
L
M
O
compliance
/kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης;
USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση
GT
GD
C
H
L
M
O
compliant
/kəmˈplɑɪ.ənt/ = ADJECTIVE: υποχωρητικός, συμμορφούμενος, μαλακός;
NOUN: δουλοπρεπής, ενδίδων;
USER: υποχωρητικός, συμβατό, συμβατή, συμμορφώνεται, συμμορφούμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
complied
/kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι;
USER: τηρούνται, συμμορφώθηκε, συμμορφωθεί, τηρηθεί, τηρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
complies
/kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι;
USER: συμμορφώνεται, πληροί, σύμφωνη, συνάδει, ανταποκρίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
comply
/kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι;
USER: συμμορφώνονται, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί, συμμορφωθούν, τηρούν
GT
GD
C
H
L
M
O
complying
/kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι;
USER: συμμορφώνονται, συμμόρφωση, συμμορφώνεται, πληρούν, σύμφωνα
GT
GD
C
H
L
M
O
compromise
/ˈkɒm.prə.maɪz/ = NOUN: συμβιβασμός;
VERB: συμβιβάζομαι, εκθέτω, συμβιβάζω, διακινδυνεύω;
USER: συμβιβασμός, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
GT
GD
C
H
L
M
O
computers
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
concern
/kənˈsɜːn/ = NOUN: ανησυχία, μέριμνα, φροντίδα, υπόθεση, σχέση, συμφέρο, εμπορικός οίκος;
VERB: ανησυχώ, αφορώ, νοιάζομαι, ενδιαφέρω;
USER: ανησυχία, μέριμνα, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίας
GT
GD
C
H
L
M
O
concerning
/kənˈsɜː.nɪŋ/ = PREPOSITION: σχετικά με, προς, ως, όσο αφορά, εν σχέσει με;
USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά, αφορούν, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
concerns
/kənˈsɜːn/ = NOUN: ανησυχία, μέριμνα, φροντίδα, υπόθεση, σχέση, συμφέρο, εμπορικός οίκος;
VERB: ανησυχώ, αφορώ, νοιάζομαι, ενδιαφέρω;
USER: ανησυχίες, ανησυχιών, τις ανησυχίες, προβληματισμούς, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
conclusion
/kənˈkluː.ʒən/ = NOUN: σύναψη, συμπέρασμα, πέρας, τέλος, κατάληξη, λήξη, αποτέλεσμα, φινάλε;
USER: συμπέρασμα, σύναψη, σύναψης, τη σύναψη, κατακλείδι
GT
GD
C
H
L
M
O
conditions
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις;
USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών
GT
GD
C
H
L
M
O
conduct
/kənˈdʌkt/ = NOUN: συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, οδηγία;
VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: συμπεριφορά, διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διεξάγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
conducted
/kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: διεξάγεται, διεξάγονται, πραγματοποιούνται, πραγματοποιήθηκε, διεξαχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
conducting
/kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διενέργεια, τη διενέργεια
GT
GD
C
H
L
M
O
confidential
/ˌkɒn.fɪˈden.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπιστευτικός, απόρρητος;
USER: εμπιστευτικός, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, εμπιστευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
confidentiality
/ˌkɒn.fɪ.den.ʃiˈæl.ɪ.ti/ = USER: εμπιστευτικότητα, απόρρητο, εμπιστευτικότητας, απορρήτου, την εμπιστευτικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
confines
= NOUN: όρια;
USER: όρια, περιορίζεται, ορίων, περιορίζει, περιορίζεται στο,
GT
GD
C
H
L
M
O
confirm
/kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω;
USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
confirmed
/kənˈfɜːmd/ = ADJECTIVE: επιβεβαιωμένος, επικυρωμένος, αποδεδειγμένος, αμετάπειστος, αθεράπευτος, αδιόρθωτος, έμμονος;
USER: επιβεβαιωθεί, επιβεβαίωσε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν, επιβεβαιώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
conflict
/ˈkɒn.flɪkt/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω
GT
GD
C
H
L
M
O
conflicts
/ˈkɒn.flɪkt/ = NOUN: σύγκρουση, αντίθεση, διαμάχη, πάλη, αντίκρουση;
VERB: συγκρούομαι, αντιμάχομαι;
USER: συγκρούσεις, συγκρούσεων, οι συγκρούσεις, των συγκρούσεων, διενέξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
congratulate
/kənˈgraCHəˌlāt,-ˈgrajə-/ = VERB: συγχαιρώ;
USER: συγχαίρω, συγχαρώ, συγχαρούμε, συγχαρώ τον, συγχαρώ την
GT
GD
C
H
L
M
O
conjunction
/kənˈdʒʌŋk.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σύζευξη, σύνδεσμος, συνδρομή, συρροή, συνδετική λέξη;
USER: σύνδεση, σύζευξη, συνδυασμό, συνεργασία, κοινού
GT
GD
C
H
L
M
O
connection
/kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία;
USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο
GT
GD
C
H
L
M
O
consider
/kənˈsɪd.ər/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: σκεφτείτε, θεωρούν, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
considerations
/kənˌsɪd.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: μελέτη, θεώρηση, αμοιβή, παράγοντας, λόγος, σεβασμός, υπόληψη, λεπτότητα;
USER: εκτιμήσεις, θεωρήσεις, σκέψεις, σκέψεων, σκεπτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
considered
/kənˈsɪd.əd/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθούν, θεωρείται ότι, εξέτασε
GT
GD
C
H
L
M
O
consistent
/kənˈsɪs.tənt/ = ADJECTIVE: συνεπής, σταθερός;
USER: συνεπής, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, σύμφωνη
GT
GD
C
H
L
M
O
consistently
/kənˈsɪs.tənt/ = ADVERB: με συνέπεια;
USER: με συνέπεια, συνέπεια, σταθερά, πάγια, συνεχώς
GT
GD
C
H
L
M
O
constitute
/ˈkɒn.stɪ.tjuːt/ = VERB: αποτελώ, διορίζω, συγκροτώ, συνιστώ, απαρτίζω, εκλέγω;
USER: συνιστούν, αποτελούν, συνιστά, αποτελεί, αποτελέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
consult
/kənˈsʌlt/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται, συμβουλευτείτε το
GT
GD
C
H
L
M
O
consultant
/kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας;
USER: σύμβουλος, σύμβουλο, συμβούλου, συμβούλων
GT
GD
C
H
L
M
O
consultants
/kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας;
USER: σύμβουλοι, συμβούλους, συμβούλων, τους συμβούλους, μελετών
GT
GD
C
H
L
M
O
consultation
/ˌkɒn.sʌlˈteɪ.ʃən/ = NOUN: διαβούλευση, σύσκεψη, συμβούλιο;
USER: διαβούλευση, διαβούλευσης, διαβουλεύσεις, διαβουλεύσεων, συνεννόηση
GT
GD
C
H
L
M
O
consulted
/kənˈsʌlt/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: διαβούλευση, διαβουλεύσεις, γνωμοδοτήσει, γνώμη, διαβούλευση με
GT
GD
C
H
L
M
O
consulting
/kənˈsʌl.tɪŋ/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: συμβουλευτικές, διαβούλευση, συμβούλων, συμβουλών, διαβούλευση με
GT
GD
C
H
L
M
O
consumer
/kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής;
USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
contain
/kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω;
USER: περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνει, περιλαμβάνουν, να περιέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
contains
/kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω;
USER: περιέχει, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, περιέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
contents
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενα;
USER: περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
context
/ˈkɒn.tekst/ = NOUN: συμφραζόμενα, γενικό πλαίσιο, συναφής έκφραση;
USER: συμφραζόμενα, πλαίσιο, πλαίσια, πλαίσιο αυτό, πλαισίου
GT
GD
C
H
L
M
O
continue
/kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι;
USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
continuing
/kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι;
USER: συνεχίζοντας, συνεχιζόμενη, συνεχίζει, συνέχιση, συνεχή
GT
GD
C
H
L
M
O
continuous
/kənˈtɪn.ju.əs/ = ADJECTIVE: συνεχής, αδιάκοπος;
USER: συνεχής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, τη συνεχή
GT
GD
C
H
L
M
O
contract
/ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό;
VERB: αναλαμβάνω, συστέλλομαι, συνάπτω, συστέλλω, ζαρώνω, στενεύω, συμβάλλομαι, συναιρούμαι, παίρνω, κολλώ, κάνω συμβόλαι;
USER: σύμβαση, συμβόλαιο, σύμβασης, συμβάσεως, της σύμβασης
GT
GD
C
H
L
M
O
contractor
/kənˈtræk.tər/ = NOUN: εργολάβος, ανάδοχος έργου;
USER: εργολάβος, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, αντισυμβαλλόμενος
GT
GD
C
H
L
M
O
contracts
/ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό;
USER: συμβάσεις, συμβάσεων, συμβόλαια, τις συμβάσεις, οι συμβάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
contractual
//kənˈtrakCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: του συμβολαίου;
USER: συμβατικών, συμβατικής, συμβατική, συμβατικές, συμβατικό
GT
GD
C
H
L
M
O
contribute
/kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ;
USER: συμβάλλει, συμβάλλουν, συνεισφέρουν, συμβάλει, συμβάλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
contribution
/ˌkɒn.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεργασία, άρθρο;
USER: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεισφοράς, συμμετοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
contributions
/ˌkɒn.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεργασία, άρθρο;
USER: συνεισφορές, εισφορές, εισφορών, συνεισφορών, των εισφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
controlled
/kənˈtrōl/ = VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: ελέγχεται, ελέγχονται, ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
controls
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
USER: ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι, ελέγχου, τους ελέγχους
GT
GD
C
H
L
M
O
conversation
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
cooperating
/kəʊˈɒp.ər.eɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ, συμβάλλω, συμπράττω;
USER: συνεργαζόμενων, συνεργαζόμενες, συνεργαζόμενοι, συνεργασία, συνεργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
coordination
/kəʊˌɔː.dɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: συντονισμός;
USER: συντονισμός, συντονισμού, συντονισμό, ο συντονισμός, τον συντονισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
coordinator
/kəʊˈɔː.dɪ.neɪ.tər/ = NOUN: συντονιστής;
USER: συντονιστής, συντονιστή, συντονίστρια, συντονιστής του, συντονιστής της
GT
GD
C
H
L
M
O
copiers
/ˈkɒp.i.ər/ = NOUN: αντιγραφέας, αντιγραφεύς;
USER: φωτοαντιγραφικά, φωτοτυπικά μηχανήματα, φωτοαντιγραφικά μηχανήματα, φωτοτυπικά, φωτοαντιγραφικών μηχανημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
copy
/ˈkɒp.i/ = NOUN: αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγραφή, κόπια, ύλη;
VERB: αντιγράφω;
USER: αντιγράψετε, αντιγραφή, αντιγράψτε, αντίγραφο, αντιγράψει, αντιγράψει
GT
GD
C
H
L
M
O
copyrights
/ˈkɒp.i.raɪt/ = NOUN: πνευματική ιδιοκτησία, συγγραφικό δικαίωμα, δικαίωμα αντιγραφής;
USER: πνευματικά δικαιώματα, τα πνευματικά δικαιώματα, πνευματικών δικαιωμάτων, copyrights, δικαιώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
core
/kɔːr/ = NOUN: πυρήνας, καρδιά, κέντρο, πυρήν, κουκούτσι;
VERB: ξεκουκιάζω;
USER: πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, βασική
GT
GD
C
H
L
M
O
corporate
/ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός;
USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
GT
GD
C
H
L
M
O
corporation
/ˌkɔː.pərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εταιρεία, σωματείο, νομικό πρόσωπο, συντεχνία, μετοχική εταιρεία, δημοτικό συμβούλιο, σωματείο νομικώς ανεγνωρισμένο, ανώνυμος εταιρεία;
USER: εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρειών, των εταιριών
GT
GD
C
H
L
M
O
correct
/kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής;
VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ;
USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
corrective
/kəˈrek.tɪv/ = ADJECTIVE: διορθωτικός, επανορθωτικός, σωφρονιστικός;
USER: διορθωτικός, διορθωτικά, διορθωτικών, διορθωτικές, διορθωτικού
GT
GD
C
H
L
M
O
corrupt
/kəˈrʌpt/ = ADJECTIVE: διεφθαρμένος, φαύλος, παρεφθαρμένος;
VERB: διαφθείρω, διαφθείρομαι, φθείρω, φθείρομαι, δωροδοκώ;
USER: διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένα, διεφθαρμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
corruption
/kəˈrʌp.ʃən/ = NOUN: διαφθορά, δωροδοκία, φθορά, αλλοίωση, παραφθορά;
USER: διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
GT
GD
C
H
L
M
O
cost
/kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο;
VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ;
USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους
GT
GD
C
H
L
M
O
costly
/ˈkɒst.li/ = ADJECTIVE: δαπανηρός, ακριβός, πολυδάπανος;
USER: δαπανηρός, δαπανηρή, δαπανηρές, δαπανηρό, δαπανηρά
GT
GD
C
H
L
M
O
costs
/kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα;
USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
counsel
/ˈkaʊn.səl/ = NOUN: συμβουλή, δικηγόρος, συνήγορος, γνώμη, σύσκεψη, διαβούλευση;
VERB: συμβουλεύω;
USER: συμβουλή, συνήγορος, δικηγόρος, σύμβουλος, σύμβουλο
GT
GD
C
H
L
M
O
countries
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
country
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος;
USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
courage
/ˈkʌr.ɪdʒ/ = NOUN: θάρρος, ανδρεία;
USER: θάρρος, το θάρρος, κουράγιο, θάρρους, σθένος
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
covered
/-kʌv.əd/ = ADJECTIVE: σκεπαστός;
USER: καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, που, καλύπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
created
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε
GT
GD
C
H
L
M
O
creates
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί
GT
GD
C
H
L
M
O
credibility
/ˌkredəˈbilitē/ = NOUN: αξιοπιστία,, αξιοπιστίας, η αξιοπιστία
GT
GD
C
H
L
M
O
credit
/ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή;
VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω;
USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
crime
/kraɪm/ = NOUN: έγκλημα, κακούργημα, παράπτωμα;
USER: έγκλημα, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, εγκληματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
crimes
/kraɪm/ = NOUN: έγκλημα, κακούργημα, παράπτωμα;
USER: εγκλημάτων, εγκλήματα, τα εγκλήματα, των εγκλημάτων, εγκλήματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
criminal
/ˈkrɪm.ɪ.nəl/ = NOUN: εγκληματίας;
ADJECTIVE: ποινικός, εγκληματικός, κακούργος;
USER: εγκληματίας, ποινικές, ποινικής, ποινικών, ποινικό
GT
GD
C
H
L
M
O
criteria
/krīˈti(ə)rēən/ = NOUN: κριτήριο;
USER: κριτήρια, τα κριτήρια, κριτηρίων, κριτήρια που, κριτήρια της
GT
GD
C
H
L
M
O
culture
/ˈkʌl.tʃər/ = NOUN: καλλιέργεια, κουλτούρα, πολιτισμός, παιδεία, μόρφωση;
USER: πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
currency
/ˈkʌr.ən.si/ = NOUN: νόμισμα, νομίσματα, συνάλλαγμα, χρήματα, χαρτονομίσματα, κυκλοφορία, νόμισμα χώρας;
USER: νόμισμα, νομίσματα, συνάλλαγμα, νομίσματος, συναλλάγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
customary
/ˈkʌs.tə.mər.i/ = ADJECTIVE: συνήθης, συνηθισμένος;
USER: συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθίζεται, σύνηθες
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
d
/əd/ = NOUN: ρε;
USER: δ, d, Α, ϋ, ά
GT
GD
C
H
L
M
O
daily
/ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά;
ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός;
NOUN: καθημερινή εφημερίδα;
USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια
GT
GD
C
H
L
M
O
damaging
/ˈdæm.ɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: επιβλαβής, επιζήμιος;
USER: επιβλαβής, βλάπτουν, καταστροφή, καταστραφεί, βλάπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
databases
/ˈdatəˌbās,ˈdā-/ = NOUN: βάση δεδομένων;
USER: βάσεις δεδομένων, βάσεων δεδομένων, βάσεις, δεδομένων, βάσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
date
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού;
USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
days
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
deal
/dɪəl/ = NOUN: συμφωνία, μεταχείριση, μοιρασιά;
VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι;
USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, ασχοληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
dealers
/ˈdiː.lər/ = NOUN: έμπορος;
USER: πωλητές, εμπόρους, αντιπρόσωποι, έμποροι, αντιπροσώπους
GT
GD
C
H
L
M
O
dealing
/dēl/ = NOUN: μοιρασιά;
USER: αντιμετώπιση, που ασχολούνται, ασχολούνται, την αντιμετώπιση, ασχολείται
GT
GD
C
H
L
M
O
dealings
/ˌdʌb.l̩ˈdiː.lɪŋ/ = NOUN: σχέσεις, δοσοληψίες, σχέση, συναλλαγή, παρτίδα;
USER: σχέσεις, δοσοληψίες, σχέση, συναλλαγές, τις συναλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
debate
/dɪˈbeɪt/ = NOUN: δημόσια συζήτηση;
VERB: συζητώ;
USER: δημόσια συζήτηση, συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση
GT
GD
C
H
L
M
O
decision
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή
GT
GD
C
H
L
M
O
decisions
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, τις αποφάσεις, αποφάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
declined
/dɪˈklaɪn/ = VERB: αρνούμαι, κλίνω, κλίνω γραμματική, εκκλίνω, παρακμάζω;
USER: μειώθηκε, μειώθηκαν, υποχώρησε, αρνήθηκε, μειωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
dedicated
/ˈded.ɪ.keɪ.tɪd/ = VERB: αφιερώνω, εγκαινιάζω;
USER: αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερωμένος, αφιερώνεται, αφιερωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
deed
/diːd/ = NOUN: πράξη, έγγραφο, έργο, κατόρθωμα, άθλος, συμφωνητικό, συμβόλαιο μεταβίβασης κτήματος;
USER: πράξη, πράξης, μάλιστα, έγγραφο, έργο
GT
GD
C
H
L
M
O
deemed
/diːm/ = VERB: θεωρώ;
USER: θεωρείται, θεωρούνται, θεωρείται ότι, κρίνεται, κρίνονται, κρίνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
degree
/dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου;
USER: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, βαθμό, βαθμού
GT
GD
C
H
L
M
O
delegation
/ˌdel.ɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: αντιπροσωπεία, αποστολή, εξουσιοδότηση, επιτροπή;
USER: αντιπροσωπεία, εξουσιοδότηση, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, αντιπροσωπίας
GT
GD
C
H
L
M
O
delete
/dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω;
USER: διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, διαγραφεί
GT
GD
C
H
L
M
O
deliver
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
NOUN: διανομέας, λυτρότητα;
USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
delivery
/dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας;
USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrate
/ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη;
USER: αποδεικνύουν, αποδείξει, καταδεικνύουν, να αποδείξει, αποδείξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrations
/ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο;
USER: διαδηλώσεις, επιδείξεις, διαδηλώσεων, τις διαδηλώσεις, επιδείξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
department
/dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος;
USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department
GT
GD
C
H
L
M
O
depends
/dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι;
USER: εξαρτάται, εξαρτάται από, εξαρτώνται, εξαρτάται σε, εξαρτώνται από
GT
GD
C
H
L
M
O
described
/dɪˈskraɪb/ = VERB: περιγράφω, χαρακτηρίζω;
USER: περιγράφεται, περιγράφονται, περιγράφηκε, περιγραφεί, που περιγράφονται, που περιγράφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
describes
/dɪˈskraɪb/ = VERB: περιγράφω, χαρακτηρίζω;
USER: περιγράφει, περιγράφει την, περιγράφει τον, περιγράφει τις, περιγράφεται
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
designer
/dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής;
USER: σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, ντιζάιν
GT
GD
C
H
L
M
O
desks
/desk/ = NOUN: γραφείο, θρανίο;
USER: γραφεία, θρανία, desks, τα γραφεία, επιφάνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
destination
/ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προορισμός;
USER: προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό, περίγυρο
GT
GD
C
H
L
M
O
detailed
/ˈdiː.teɪld/ = ADJECTIVE: λεπτομερής;
USER: λεπτομερής, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομέρειες, λεπτομερών
GT
GD
C
H
L
M
O
detect
/dɪˈtekt/ = VERB: διακρίνω, ανιχνεύω, ανακαλύπτω;
USER: ανίχνευση, ανιχνεύσει, ανιχνεύουν, ανιχνεύει, εντοπίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
determination
/dɪˌtɜː.mɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, απόφαση;
USER: προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, απόφαση, προσδιορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
determine
/dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω;
USER: καθοριστεί, καθορίσουν, καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
devices
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
devote
/dɪˈvəʊt/ = VERB: αφιερώνω, αφοσιώνω;
USER: αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσουν, αφιερώσουμε, αφιερώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
diaries
/ˈdaɪə.ri/ = NOUN: ημερολόγιο, ημερολόγιο συμβάντων;
USER: ημερολόγια, Diaries, ημερολογίων, ημερολόγιά, ατζέντες
GT
GD
C
H
L
M
O
did
/dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα
GT
GD
C
H
L
M
O
differ
/ˈdɪf.ər/ = VERB: διαφέρω;
USER: διαφέρουν, διαφέρει, διαφορές, να διαφέρουν, διαφορετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
differences
/ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία;
USER: διαφορές, οι διαφορές, διαφορών, τις διαφορές, διαφορές που
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
difficult
/ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος;
USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες
GT
GD
C
H
L
M
O
digital
/ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός;
USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
diligence
/ˈdɪl.ɪ.dʒənt/ = NOUN: επιμέλεια, προκοπή, ταχυδρομική άμαξα;
USER: επιμέλεια, επιμέλειας, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας, ευσυνειδησίας
GT
GD
C
H
L
M
O
dimension
/ˌdaɪˈmen.ʃən/ = NOUN: διάσταση, μέγεθος;
USER: διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
dinner
/ˈdɪn.ər/ = NOUN: δείπνο;
USER: δείπνο, βραδινό, το δείπνο, γεύμα, δείπνου
GT
GD
C
H
L
M
O
direct
/daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής;
VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω;
USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
directing
/diˈrekt,dī-/ = VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω;
USER: κατευθύνοντας, σκηνοθεσία, διεύθυνση, κατευθύνει, κατεύθυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
direction
/daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία;
USER: κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
directly
/daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν;
USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
directors
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: σκηνοθέτες, διευθυντές, διευθυντών, συμβουλίου, συμβούλιο
GT
GD
C
H
L
M
O
disability
/ˌdisəˈbilitē/ = NOUN: αναπηρία, ανικανότητα;
USER: αναπηρία, ανικανότητα, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
discard
/dɪˈskɑːd/ = VERB: απορρίπτω, αποβάλλω, παραμερίζω, πετώ;
USER: απορρίπτω, απορρίψει, απορρίψτε, απορρίψετε, πετάξτε
GT
GD
C
H
L
M
O
disciplinary
/ˌdɪs.əˈplɪn.ər.i/ = ADJECTIVE: πειθαρχικός;
USER: πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικών, πειθαρχικής
GT
GD
C
H
L
M
O
disclosed
/dɪˈskləʊz/ = ADJECTIVE: φανερωθείς;
USER: αποκαλύπτονται, αποκαλύπτεται, γνωστοποιούνται, που αποκαλύπτονται, αποκαλυφθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
disclosure
/dɪˈskləʊ.ʒər/ = NOUN: αποκάλυψη, παράθεση;
USER: αποκάλυψη, γνωστοποίηση, κοινοποίηση, δημοσιοποίηση, κοινολόγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
disclosures
/dɪˈskləʊ.ʒər/ = NOUN: αποκάλυψη, παράθεση;
USER: γνωστοποιήσεις, αποκαλύψεις, δημοσιοποιήσεις, γνωστοποιήσεις που, γνωστοποιήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
discounts
/ˈdɪs.kaʊnt/ = NOUN: έκπτωση, προεξόφληση;
USER: εκπτώσεις, Οι εκπτώσεις, τις εκπτώσεις, εκπτώσεων, Οι εκπτώσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
discrimination
/dɪˌskrɪm.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: διάκριση;
USER: διάκριση, διακρίσεων, διακρίσεις, των διακρίσεων, διάκρισης
GT
GD
C
H
L
M
O
discuss
/dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ;
USER: συζητήσουν, συζητήσει, συζητήσετε, συζητούν, να συζητήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
discussed
/dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ;
USER: συζητήθηκε, συζητήθηκαν, συζητούνται, συζητηθεί, συζήτησε
GT
GD
C
H
L
M
O
discussion
/dɪˈskʌʃ.ən/ = NOUN: συζήτηση;
USER: συζήτηση, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, τη συζήτηση
GT
GD
C
H
L
M
O
discussions
/dɪˈskʌʃ.ən/ = NOUN: συζήτηση;
USER: συζητήσεις, οι συζητήσεις, συζητήσεων, τις συζητήσεις, των συζητήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
disposed
/dɪˈspəʊzd/ = ADJECTIVE: διατεθειμένος;
USER: απορρίπτονται, διατίθενται, απορρίπτεται, διατεθούν, διάθεση
GT
GD
C
H
L
M
O
disposition
/ˌdɪs.pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: διάθεση, παράταξη;
USER: διάθεση, διάταξη, διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
GT
GD
C
H
L
M
O
disseminate
/dɪˈsem.ɪ.neɪt/ = VERB: διασπείρω, διαδίδω;
USER: διάδοση, τη διάδοση, διάδοση των, διαδίδουν, διαδίδει
GT
GD
C
H
L
M
O
disseminated
/dɪˈsem.ɪ.neɪt/ = VERB: διασπείρω, διαδίδω;
USER: διαδίδονται, διαδοθούν, διάδοση, διαδοθεί, διαδίδεται
GT
GD
C
H
L
M
O
dissemination
/dɪˈsem.ɪ.neɪt/ = USER: διάδοση, διάδοσης, τη διάδοση, η διάδοση, διάχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
distribution
/ˌdɪs.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: διανομή;
USER: διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή
GT
GD
C
H
L
M
O
distributors
/disˈtribyətər/ = NOUN: διανομέας;
USER: διανομείς, διανομέων, οι διανομείς, τους διανομείς, διανομής
GT
GD
C
H
L
M
O
diversity
/daɪˈvɜː.sɪ.ti/ = NOUN: ποικιλία;
USER: ποικιλία, πολυμορφία, ποικιλομορφία, πολυμορφίας, ποικιλομορφίας
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
documentation
/ˌdɒk.jʊ.menˈteɪ.ʃən/ = NOUN: απόδειξη με έγγραφα;
USER: τεκμηρίωση, τεκμηρίωσης, έγγραφα, τεκμηρίωση του, τεκμηρίωση που
GT
GD
C
H
L
M
O
documents
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφα;
USER: έγγραφα, εγγράφων, εγγράφων που, των εγγράφων, των εγγράφων που
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
dollar
/ˈdɒl.ər/ = NOUN: δολάριο;
USER: δολάριο, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
dominates
/ˈdɒm.ɪ.neɪt/ = USER: κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουσιάζει, κυριαρχούν, επικρατεί
GT
GD
C
H
L
M
O
donnelly
= USER: Donnelly, Ντόνελι,
GT
GD
C
H
L
M
O
doubt
/daʊt/ = VERB: αμφιβάλλω;
NOUN: αμφιβολία;
USER: αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφιβάλλουν, αμφιβάλλει, αμφιβολίες
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
drawing
/ˈdrɔː.ɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, τράβηγμα, σχεδιάγραμμα, ιχνογραφία;
USER: σχέδιο, κατάρτιση, την κατάρτιση, εκπόνηση, αντλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
drawings
/ˈdrɔː.ɪŋ/ = NOUN: αναλήψεις;
USER: αναλήψεις, σχέδια, σχεδίων, τα σχέδια, σχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
drug
/drʌɡ/ = VERB: πνίγω, πνίγομαι;
USER: φάρμακο, ναρκωτικό, ναρκωτικών, φαρμάκου, φαρμάκων
GT
GD
C
H
L
M
O
drugs
/drʌɡ/ = NOUN: φάρμακο, ναρκωτικό;
VERB: δίνω ναρκωτικό;
USER: φάρμακα, ναρκωτικά, τα ναρκωτικά, ναρκωτικών, φαρμάκων
GT
GD
C
H
L
M
O
dual
/ˈdjuː.əl/ = ADJECTIVE: διπλός;
USER: διπλός, διπλής, διπλή, διπλό, διπλού
GT
GD
C
H
L
M
O
due
/djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος;
USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας
GT
GD
C
H
L
M
O
duration
/djʊəˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διάρκεια;
USER: διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
during
/ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια;
USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
duties
/ˈdjuː.ti/ = NOUN: καθήκοντα;
USER: καθήκοντα, δασμών, καθηκόντων, δασμοί, δασμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
early
/ˈɜː.li/ = ADVERB: νωρίς, από νωρίς;
ADJECTIVE: πρώιμος, πρόωρος;
USER: νωρίς, από νωρίς, αρχές, αρχές του, έγκαιρη, έγκαιρη
GT
GD
C
H
L
M
O
east
/iːst/ = NOUN: ανατολή;
ADJECTIVE: ανατολικός;
USER: ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικά της
GT
GD
C
H
L
M
O
easy
/ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος;
USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη
GT
GD
C
H
L
M
O
economic
/iː.kəˈnɒm.ɪk/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
USER: οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
effect
/ɪˈfekt/ = NOUN: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, εφφέ, εντύπωση, σκοπός;
VERB: κατορθώνω, επιτελώ;
USER: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ισχύος, ισχύ
GT
GD
C
H
L
M
O
effective
/ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων;
USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
effects
/ɪˈfekt/ = NOUN: υπάρχοντα;
USER: αποτελέσματα, επιπτώσεις, επιδράσεις, εφέ, συνέπειες
GT
GD
C
H
L
M
O
effort
/ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια;
USER: προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών
GT
GD
C
H
L
M
O
either
/ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε;
PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος;
USER: είτε, ούτε, είτε να
GT
GD
C
H
L
M
O
election
/ɪˈlek.ʃən/ = NOUN: εκλογή;
USER: εκλογή, εκλογές, εκλογών, εκλογής, εκλογική
GT
GD
C
H
L
M
O
electronic
/ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός;
USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
elsewhere
/ˌelsˈweər/ = ADVERB: αλλού, κάπου αλλού;
USER: αλλού, κάπου αλλού, άλλο, άλλα μέρη, άλλα
GT
GD
C
H
L
M
O
embargoes
= VERB: απαγορεύω την είσοδο;
USER: εμπάργκο, αποκλεισμοί, αποκλεισμών, αποκλεισμούς, εμπάργκο που
GT
GD
C
H
L
M
O
embarrassingly
/ɪmˈbær.əs/ = USER: ντροπιαστικά, επαίσχυντα, αμηχανία, ανησυχητικά, embarrassingly,
GT
GD
C
H
L
M
O
emphasize
/ˈem.fə.saɪz/ = VERB: τονίζω, δίνω έμφαση;
USER: τονίζουν, έμφαση, τονίσω, τονίσει, υπογραμμίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
employ
/ɪmˈplɔɪ/ = VERB: χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι;
USER: απασχολούν, απασχολεί, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
employee
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
employees
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
employer
/ɪmˈplɔɪ.ər/ = NOUN: εργοδότης;
USER: εργοδότης, εργοδότη, εργοδοτών, ο εργοδότης, τον εργοδότη
GT
GD
C
H
L
M
O
employment
/ɪmˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: εργασία, πρόσληψη;
USER: εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, της απασχόλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
enable
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
enacted
/ɪˈnækt/ = VERB: θεσπίζω, νομοθετώ, εκτελώ, παριστάνω;
USER: θεσπιστεί, θεσπίστηκε, θεσπίστηκαν, θεσπίσει, θέσπισε
GT
GD
C
H
L
M
O
encourages
/ɪnˈkʌr.ɪdʒ/ = VERB: ενθαρρύνω, εμψυχώνω;
USER: ενθαρρύνει, ενθαρρύνει την, ενθαρρύνει τις, ενθαρρύνει τα, παροτρύνει
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
enforced
/ɪnˈfɔːs/ = VERB: επιβάλλω, θέτω σε ενέργεια;
USER: εκτελεστεί, επιβάλλεται, επιβληθεί, επιβάλλονται, εκτελούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
enforcement
/ɪnˈfɔːs/ = NOUN: επιβολή;
USER: επιβολή, επιβολής, επιβολής του, εκτέλεση, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
engage
/ɪnˈɡeɪdʒ/ = VERB: προσυμφωνώ, μισθώνω, ενασχολώ, ενασχολούμαι, συμπλέκομαι, αρραβωνιάζω;
USER: ασκούν, εμπλακούν, συμμετάσχουν, συμμετέχουν, ασχολούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
engaged
/ɪnˈɡeɪdʒd/ = ADJECTIVE: αρραβωνιασμένος, κατειλημμένος, πιασμένος;
USER: που ασχολούνται, ασχολούνται, που ασχολούνται με, ασχολούνται με, ασχολείται
GT
GD
C
H
L
M
O
engaging
/ɪnˈɡeɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, συμπαθητικός, ευχάριστος;
USER: συμμετοχή, εμπλοκής, εμπλοκή, τη συμμετοχή, ασκούν
GT
GD
C
H
L
M
O
engineer
/ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός;
VERB: σχεδιάζω;
USER: μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
GT
GD
C
H
L
M
O
enrich
/ɪnˈrɪtʃ/ = VERB: εμπλουτίζω, πλουτίζω;
USER: εμπλουτίζουν, εμπλουτίσουν, εμπλουτισμό, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
ensure
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
ensuring
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: διασφαλίζοντας, εξασφαλίζοντας, εξασφάλιση, την εξασφάλιση, διασφάλιση
GT
GD
C
H
L
M
O
entered
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εγγράφεται, εισήλθε, εγγράφονται, άρχισε, τέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
enterprise
/ˈen.tə.praɪz/ = NOUN: επιχείρηση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, επιχείρησης, των επιχειρήσεων, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
entertainment
/ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση;
USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης
GT
GD
C
H
L
M
O
entities
/ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία;
USER: οντότητες, οντοτήτων, φορείς, φορέων, πρόσωπα
GT
GD
C
H
L
M
O
entity
/ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία;
USER: οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας
GT
GD
C
H
L
M
O
entries
/ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση;
USER: καταχωρήσεις, εγγραφές, καταχωρήσεων, καταχωρίσεις, συμμετοχές
GT
GD
C
H
L
M
O
environment
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
environmental
/enˌvīrənˈmen(t)l,-ˌvī(ə)rn-/ = USER: περιβάλλοντος, περιβαλλοντικών, περιβαλλοντικής, περιβαλλοντικές, περιβαλλοντική
GT
GD
C
H
L
M
O
environmentally
/ɪnˌvaɪ.rən.ˈmen.təl/ = USER: περιβάλλον, το περιβάλλον, περιβαλλοντικά, περιβαλλοντικώς, περιβαλλοντική
GT
GD
C
H
L
M
O
equal
/ˈiː.kwəl/ = ADJECTIVE: ίσος;
VERB: ισοφαρίζω, ισώνω, ισούμαι, είμαι ίσον;
USER: ίσος, ίση, ίσης, ίσο, ίσες
GT
GD
C
H
L
M
O
equipment
/ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός;
USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές
GT
GD
C
H
L
M
O
equivalent
/ɪˈkwɪv.əl.ənt/ = ADJECTIVE: ισοδύναμος, ταυτόσημος, ισάξιος;
NOUN: ισοτιμία, ισότιμος;
USER: ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμου, ισοδύναμες
GT
GD
C
H
L
M
O
especially
/ɪˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικά;
USER: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα, ειδικότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
essential
/ɪˈsen.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης;
USER: ουσιώδης, βασικές, απαραίτητη, απαραίτητο, ουσιωδών, ουσιωδών
GT
GD
C
H
L
M
O
establish
/ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω;
USER: δημιουργία, θεσπίσει, θέσπιση, καθιερώσει, καθιέρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
established
/ɪˈstæb.lɪʃt/ = ADJECTIVE: καθιερωμένος;
USER: εγκατεστημένος, εγκατεστημένοι, καθοριστεί, έδρα, ιδρύθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
etc
/ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά;
USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ
GT
GD
C
H
L
M
O
ethical
/ˈeθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ηθικός;
USER: ηθικός, ηθικές, ηθική, ηθικά, ηθικής
GT
GD
C
H
L
M
O
ethically
/ˈeθ.ɪ.kəl/ = USER: ηθικά, δεοντολογικά, ηθική, δεοντολογική, δεοντολογικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
ethics
/ˈeθ.ɪk/ = NOUN: ηθική, δεοντολογία, ηθικολογία, ηθολογία;
USER: δεοντολογία, ηθική, δεοντολογίας, ηθικής, τη δεοντολογία
GT
GD
C
H
L
M
O
european
/ˌyərəˈpēən,ˌyo͝orə-/ = ADJECTIVE: ευρωπαϊκός;
NOUN: Ευρωπαίος;
USER: Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκό, ευρώπη, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκού
GT
GD
C
H
L
M
O
evaluate
/ɪˈvæl.ju.eɪt/ = VERB: αξιολογώ, εκτιμώ, διατιμώ;
USER: αξιολογήσει, αξιολογήσουν, αξιολογούν, αξιολόγηση, αξιολογεί
GT
GD
C
H
L
M
O
evaluation
/ɪˈvæl.ju.eɪt/ = NOUN: εκτίμηση, διατίμηση;
USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξιολόγησης, την αξιολόγηση, της αξιολόγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
event
/ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν;
USER: συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
events
/ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν;
USER: εκδηλώσεις, γεγονότα, τα γεγονότα, εκδηλώσεων, συμβάντα, συμβάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
ever
/ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε;
USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
examples
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
exceed
/ɪkˈsiːd/ = VERB: υπερβαίνω, υπερβάλλω;
USER: υπερβαίνουν, υπερβαίνει, υπερβαίνει το, να υπερβαίνει το, να υπερβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
exceeds
/ɪkˈsiːd/ = VERB: υπερβαίνω, υπερβάλλω;
USER: υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, υπερβεί, ξεπερνά
GT
GD
C
H
L
M
O
excellence
/ˈek.səl.əns/ = NOUN: υπεροχή;
USER: υπεροχή, αριστείας, αριστεία, την αριστεία, τελειότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
excess
/ɪkˈses/ = NOUN: υπέρβαση, υπερβασία, ακρότητα;
ADJECTIVE: υπερβολή, υπερβολικός, υπέρβαρος;
USER: υπέρβαση, υπερβολή, περίσσεια, υπερβαίνει, περίσσειας
GT
GD
C
H
L
M
O
exchange
/ɪksˈtʃeɪndʒ/ = NOUN: ανταλλαγή, συνάλλαγμα, επικαταλλαγή, χρηματηστήριο;
VERB: ανταλλάσσω;
USER: ανταλλαγή, ανταλλαγής, συναλλάγματος, την ανταλλαγή, ανταλλαγών
GT
GD
C
H
L
M
O
exchanging
/ɪksˈtʃeɪndʒ/ = VERB: ανταλλάσσω;
USER: ανταλλαγή, την ανταλλαγή, ανταλλάσσοντας, ανταλλάσσουν, ανταλλαγής
GT
GD
C
H
L
M
O
executes
/ˈek.sɪ.kjuːt/ = VERB: εκτελώ, θανατώνω;
USER: εκτελεί, εκτελείται, εκτελεί τις, εκτελέσει, διενεργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
execution
/ˌek.sɪˈkjuː.ʃən/ = NOUN: εκτέλεση, θανάτωση;
USER: εκτέλεση, εκτέλεσης, την εκτέλεση, εκτέλεσή, εκτέλεση του
GT
GD
C
H
L
M
O
executive
/ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός;
NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος;
USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
exemption
/ɪɡˈzempt/ = NOUN: απαλλαγή, εξαίρεση;
USER: απαλλαγή, εξαίρεση, απαλλαγής, εξαίρεσης, απαλλαγής κατά
GT
GD
C
H
L
M
O
expect
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν
GT
GD
C
H
L
M
O
expectation
/ˌek.spekˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσδοκία, αναμονή, ελπίδα, προσμονή;
USER: προσδοκία, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνης, προσδοκίες, προσδοκίας
GT
GD
C
H
L
M
O
expectations
/ˌek.spekˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσδοκία, αναμονή, ελπίδα, προσμονή;
USER: προσδοκίες, προσδοκιών, τις προσδοκίες, οι προσδοκίες, προσδοκίες των
GT
GD
C
H
L
M
O
expected
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένεται, αναμένονται, αναμενόμενο, αναμενόμενη, αναμενόταν, αναμενόταν
GT
GD
C
H
L
M
O
expense
/ɪkˈspens/ = NOUN: δαπάνη, έξοδο;
USER: δαπάνη, έξοδο, βάρος, έξοδα, εξόδων
GT
GD
C
H
L
M
O
expensive
/ɪkˈspen.sɪv/ = ADJECTIVE: ακριβός, δαπανηρός;
USER: ακριβός, δαπανηρός, ακριβό, ακριβά, δαπανηρή
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
experts
/ˈek.spɜːt/ = NOUN: εμπειρογνώμονας, πραγματογνώμονας, εξπέρ;
USER: εμπειρογνώμονες, εμπειρογνωμόνων, οι ειδικοί, ειδικοί, οι εμπειρογνώμονες
GT
GD
C
H
L
M
O
explaining
/ɪkˈspleɪ.nɪŋ/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω;
USER: εξηγώντας, εξηγεί, εξηγούν, εξήγηση, εξηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
explanation
/ˌek.spləˈneɪ.ʃən/ = NOUN: εξήγηση, αιτιολογία;
USER: εξήγηση, επεξήγηση, εξηγήσεις, αιτιολόγηση, περαιτέρω επεξήγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
explicitly
/ɪkˈsplɪs.ɪt/ = USER: ρητά, ρητώς, ρητή, σαφώς
GT
GD
C
H
L
M
O
explosion
/ɪkˈspləʊ.ʒən/ = NOUN: έκρηξη;
USER: έκρηξη, έκρηξης, εκρήξεις, εκρήξεως, εκρήξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
export
/ɪkˈspɔːt/ = NOUN: εξαγωγή;
VERB: εξάγω;
USER: εξαγωγή, εξαγωγής, εξάγουν, εξαγωγές, εξάγει
GT
GD
C
H
L
M
O
exported
/ɪkˈspɔːt/ = VERB: εξάγω;
USER: εξάγονται, που εξάγονται, εξαγόμενα, εξαχθεί, εξάγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
exporter
/ɪkˈspɔː.tər/ = NOUN: εξαγωγέας;
USER: εξαγωγέας, εξαγωγέα
GT
GD
C
H
L
M
O
exports
/ɪkˈspɔːt/ = NOUN: εξαγωγή;
USER: εξαγωγές, οι εξαγωγές, εξαγωγών, των εξαγωγών, τις εξαγωγές
GT
GD
C
H
L
M
O
extension
/ɪkˈstenʃən/ = NOUN: επέκταση, παράταση, προέκταση, εσωτερικό;
USER: επέκταση, παράταση, προέκταση, επέκτασης, παράτασης
GT
GD
C
H
L
M
O
extent
/ɪkˈstent/ = NOUN: έκταση, μέγεθος;
USER: έκταση, μέγεθος, βαθμό, μέτρο, βαθμό που
GT
GD
C
H
L
M
O
external
/ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
extra
/ˈek.strə/ = ADVERB: επιπλέον, περιπλέον;
ADJECTIVE: πρόσθετος, έκτακτος;
USER: επιπλέον, έξτρα, πρόσθετη, εκτός, πρόσθετο
GT
GD
C
H
L
M
O
extravagant
/ikˈstravəgənt/ = ADJECTIVE: υπερβολικός, πολυδάπανος, άμετρος;
USER: πολυδάπανος, υπερβολικός, εξωφρενικές, υπερβολικό, υπερβολικές
GT
GD
C
H
L
M
O
facilities
/fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: εγκαταστάσεις;
USER: εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεων, παροχές, διευκολύνσεις, τις εγκαταστάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
facility
/fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευκολία, ευχέρεια, βολικότητα;
USER: ευκολία, εγκατάσταση, διευκόλυνση, εγκατάστασης, διευκόλυνσης
GT
GD
C
H
L
M
O
fact
/fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο;
USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός
GT
GD
C
H
L
M
O
factor
/ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF;
USER: παράγοντας, συντελεστής, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
factors
/ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF;
USER: παράγοντες, παραγόντων, παράγοντες που, συντελεστές, τους παράγοντες
GT
GD
C
H
L
M
O
factory
/ˈfæk.tər.i/ = NOUN: εργοστάσιο, φάμπρικα;
USER: εργοστάσιο, εργοστασίου, εργοστάσιό, εργοστασιακή, εργοστασιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
facts
/fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο;
USER: γεγονότα, τα γεγονότα, πραγματικά περιστατικά, περιστατικά, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
fail
/feɪl/ = VERB: αποτυγχάνω, αποτυχαίνω, χρεωκοπώ, εκπίπτω, παραλείπω, απορρίπτω, χρεοκοπώ;
USER: αποτυγχάνουν, αποτύχουν, αποτύχει, δεν, να αποτύχει
GT
GD
C
H
L
M
O
failing
/ˈfeɪ.lɪŋ/ = NOUN: έλλειψη, ελάττωμα;
ADJECTIVE: αποτυγχάνων;
USER: παραλείποντας, ελλείψει, μη, αποτυχία, άλλως
GT
GD
C
H
L
M
O
failure
/ˈfeɪ.ljər/ = NOUN: αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, πτώχευση, χρεοκοπία, ανακοπή, τζίφος;
USER: αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, μη, ανεπάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
fair
/feər/ = ADJECTIVE: δίκαιος, καλός, αίθριος, τίμιος, ξανθός, ωραίος, ξάστερος;
NOUN: έκθεση, πανηγύρι;
USER: δίκαιος, έκθεση, δίκαιη, εύλογη, δίκαιο
GT
GD
C
H
L
M
O
fairly
/ˈfeə.li/ = ADVERB: αρκετά, δίκαια, αρκούντως;
USER: αρκετά, δίκαια, σχετικά, δίκαιη, μάλλον
GT
GD
C
H
L
M
O
fairness
/ˈfeə.nəs/ = NOUN: δικαιοσύνη, ευθύτητα, ωραιότητα;
USER: δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, ισότητας, αμεροληψία, δίκαιο
GT
GD
C
H
L
M
O
faith
/feɪθ/ = NOUN: πίστη;
USER: πίστη, πίστης, την πίστη, πίστεως, πίστει
GT
GD
C
H
L
M
O
false
/fɒls/ = ADJECTIVE: ψευδής, ψεύτικος, εσφαλμένος, πλαστός, καλπικός;
USER: ψευδής, ψεύτικος, ψευδείς, ψευδή, ψευδών
GT
GD
C
H
L
M
O
falsifying
= VERB: νοθεύω, ψευτίζω, πλαστογραφώ;
USER: παραποίηση,
GT
GD
C
H
L
M
O
familiar
/fəˈmɪl.i.ər/ = ADJECTIVE: οικείος, συνήθης;
USER: οικείος, εξοικειωμένοι, γνωστό, οικεία, οικείο, οικείο
GT
GD
C
H
L
M
O
family
/ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι;
USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά
GT
GD
C
H
L
M
O
fatalities
/fəˈtalɪti,feɪ-/ = NOUN: μοιραίο;
USER: θανάτων, θάνατοι, θανάτους, των θανάτων, θανατηφόρων ατυχημάτων,
GT
GD
C
H
L
M
O
fax
/fæks/ = NOUN: φαξ;
USER: φαξ, fax, με φαξ, αποστολή φαξ, στείλετε με φαξ
GT
GD
C
H
L
M
O
federal
/ˈfed.ər.əl/ = ADJECTIVE: ομοσπονδιακός;
USER: ομοσπονδιακός, Ομοσπονδιακή, ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακές, ομοσπονδιακής
GT
GD
C
H
L
M
O
fellow
/ˈfel.əʊ/ = NOUN: σύντροφος;
USER: συναδέλφους, τους συναδέλφους, συμπολίτες, συνάδελφοι, συναδέλφων
GT
GD
C
H
L
M
O
few
/fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι;
USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες
GT
GD
C
H
L
M
O
file
/faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος;
VERB: λιμάρω, ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά;
USER: αρχείο, αρχείου, αρχείων, το αρχείο, φάκελο
GT
GD
C
H
L
M
O
filed
/faɪl/ = VERB: λιμάρω, ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά;
USER: κατατεθεί, κατατίθενται, κατέθεσε, που κατατέθηκε, κατατέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
files
/faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος;
USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που
GT
GD
C
H
L
M
O
filings
/ˈfaɪ.lɪŋ/ = NOUN: ρινίσματα;
USER: ρινίσματα, κοινοποιήσεων, αρχειοθετήσεις, κοινοποιήσεις, καταθέσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
finally
/ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει;
USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους
GT
GD
C
H
L
M
O
finance
/ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία;
VERB: χρηματοδοτώ;
USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
fines
/faɪn/ = NOUN: πρόστιμο, χρηματική ποινή, πρόστημο;
USER: πρόστιμα, προστίμων, τα πρόστιμα, των προστίμων, πρόστιμα που
GT
GD
C
H
L
M
O
fire
/faɪər/ = NOUN: φωτιά, πυρκαγιά, πυρ, πυρκαϊά;
VERB: πυροβολώ, φλέγω, ανάπτω;
USER: φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρκαγιών
GT
GD
C
H
L
M
O
firm
/fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος;
ADJECTIVE: σταθερός, σφιχτός;
USER: εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
fixing
/ˈfɪk.sɪŋ/ = NOUN: διόρθωση, στερέωμα, προσήλωση;
USER: για τον καθορισμό, τον καθορισμό, καθορισμό, καθορισμού, για καθορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
focus
/ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία;
VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω;
USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
follow
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
following
/ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία;
ADJECTIVE: ακόλουθος;
USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forced
/fɔːst/ = ADJECTIVE: vynucený, přinucený, křečovitý;
USER: αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάζεται, αναγκάστηκε, ανάγκασε, ανάγκασε
GT
GD
C
H
L
M
O
foreign
/ˈfɒr.ən/ = ADJECTIVE: αλλοδαπός, ξένος, μέτοικος;
USER: ξένος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, εξωτερικού, εξωτερικού
GT
GD
C
H
L
M
O
form
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
former
/ˈfɔː.mər/ = ADJECTIVE: πρώην, τέως, προηγούμενος, πρότερος;
NOUN: μορφωτής;
USER: πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
GT
GD
C
H
L
M
O
forms
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών
GT
GD
C
H
L
M
O
fosters
/ˈfɒs.tər/ = NOUN: θετός;
USER: καλλιεργεί, ενθαρρύνει, προωθεί, προάγει, ενισχύει
GT
GD
C
H
L
M
O
free
/friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα;
ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος;
VERB: ελευθερώνω;
USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς
GT
GD
C
H
L
M
O
frequently
/ˈfriː.kwənt.li/ = ADVERB: συχνά, τακτικά;
USER: συχνά, Συχνές, Συνήθεις, συχνότερα, συχνότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
friend
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fruit
/fruːt/ = NOUN: καρπός, φρούτο, οπωρικό;
USER: καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς
GT
GD
C
H
L
M
O
fulfilled
/fʊlˈfɪld/ = VERB: εκπληρώ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ;
USER: πληρούνται, πληρούται, εκπληρώσει, εκπληρωθεί, εκπληρωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
fully
/ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα;
USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως
GT
GD
C
H
L
M
O
function
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
functions
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
funds
/fʌnd/ = NOUN: χρήματα;
USER: χρήματα, κεφάλαια, κεφαλαίων, ταμεία, πόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
further
/ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον;
ADJECTIVE: απώτερος;
VERB: προάγω;
USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
g
/dʒiː/ = NOUN: σολ;
USER: g, ζ, γρ, γραμ.
GT
GD
C
H
L
M
O
gates
/ɡeɪt/ = NOUN: πύλη, πόρτα, θύρα, αυλόπορτα, εξώθυρα;
USER: πύλες, τις πύλες, πυλών, πόρτες, θύρες
GT
GD
C
H
L
M
O
gathering
/ˈɡæð.ər.ɪŋ/ = NOUN: συγκέντρωση, συνάθροιση, συναγωγή;
USER: συγκέντρωση, συλλογή, τη συλλογή, συλλογής, τη συγκέντρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
geography
/dʒiˈɒɡ.rə.fi/ = NOUN: γεωγραφία;
USER: γεωγραφία, Γεωγραφίας, τη γεωγραφία, γεωγραφική, η γεωγραφία
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
gift
/ɡɪft/ = NOUN: δώρο, χάρισμα;
USER: δώρο, Δώρων, δώρου, Gift, δώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
gifts
/ɡɪft/ = NOUN: δώρο, χάρισμα;
USER: Δώρα, τα δώρα, δώρων, Gifts, Είδη Δώρων
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
given
/ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος;
USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
giving
/ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
globally
/ˈɡləʊ.bəl/ = USER: σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμίως, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο, παγκόσμιο
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
goal
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
goals
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, στόχους, στόχων, στόχοι, τους στόχους
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
goods
/ɡʊd/ = NOUN: εμπορεύματα;
USER: εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά
GT
GD
C
H
L
M
O
govern
/ˈɡʌv.ən/ = VERB: κυβερνώ, συγκρατώ;
USER: διέπουν, διέπει, κυβερνούν, διέπουν τις, διέπουν την
GT
GD
C
H
L
M
O
governed
/ˈɡʌv.ən/ = VERB: κυβερνώ, συγκρατώ;
USER: διέπονται, διέπεται, που διέπονται, που διέπεται, ρυθμίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
government
/ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση;
USER: κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, την κυβέρνηση, κυβερνητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
governments
/ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση;
USER: κυβερνήσεις, οι κυβερνήσεις, κυβερνήσεων, τις κυβερνήσεις, των κυβερνήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
gratuities
= NOUN: φιλοδώρημα;
USER: φιλοδωρήματα,
GT
GD
C
H
L
M
O
greetings
/ˈɡriː.tɪŋz ˌkɑːd/ = NOUN: χαιρετίσματα;
USER: χαιρετίσματα, χαιρετισμούς, ευχές, χαιρετισμό, τους χαιρετισμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
growth
/ɡrəʊθ/ = NOUN: ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση, όγκος;
USER: ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, αύξησης, την ανάπτυξη
GT
GD
C
H
L
M
O
guarding
/ɡɑːd/ = NOUN: φρούρηση;
USER: φρούρηση, φύλαξη, φύλαξης, φύλαγε, φρουρούν
GT
GD
C
H
L
M
O
guards
/ɡɑːd/ = NOUN: φρουρά, φύλαξη, φύλακας, φρουρός, βάρδια, καραούλι;
VERB: φρουρώ, προστατεύω, φυλάττω;
USER: φύλακες, προφυλακτήρες, φρουροί, φρουρών, φρουρούς
GT
GD
C
H
L
M
O
guidance
/ˈɡaɪ.dəns/ = NOUN: οδηγία, χειραγώγηση;
USER: οδηγία, καθοδήγηση, καθοδήγησης, οδηγίες, προσανατολισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
guide
/ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός;
VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω;
USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
guideline
/ˈɡaɪd.laɪn/ = USER: κατευθυντήρια γραμμή, κατευθυντήριες γραμμές, κατευθυντήρια, Κατευθυντήριες γραμμές για, κατευθυντήριας γραμμής
GT
GD
C
H
L
M
O
guidelines
/ˈɡaɪd.laɪn/ = USER: κατευθυντήριες γραμμές, κατευθυντήριων γραμμών, τις κατευθυντήριες γραμμές, κατευθυντήριες γραμμές για, οδηγίες
GT
GD
C
H
L
M
O
hand
/hænd/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, χεριών
GT
GD
C
H
L
M
O
handicap
/ˈhæn.dɪ.kæp/ = NOUN: μειονέκτημα, εμπόδιο, δρόμος με εμπόδεια;
VERB: εμποδίζω;
USER: μειονέκτημα, Χάντικαπ, Handicap, μειονεκτήματος, αναπηρία
GT
GD
C
H
L
M
O
handling
/ˈhænd.lɪŋ/ = ADJECTIVE: χειριζόμενος;
USER: χειρισμό, χειρισμού, το χειρισμό, χειρισμός, χειρισμό των
GT
GD
C
H
L
M
O
harassment
/ˈhær.əs.mənt/ = NOUN: ενόχληση, στενοχώρια, βασάνιση;
USER: παρενόχληση, παρενόχλησης, παρενοχλήσεις, την παρενόχληση, παρενοχλήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
having
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
head
/hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός;
VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
health
/helθ/ = NOUN: υγεία;
ADJECTIVE: υγειονομικός;
USER: υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, για την υγεία, για την υγεία
GT
GD
C
H
L
M
O
healthful
/ˈhelθ.fəl/ = ADJECTIVE: υγιεινός;
USER: υγιεινός, υγιεινή, υγιεινό, υγιεινά, υγιεινές
GT
GD
C
H
L
M
O
heard
/hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω;
USER: ακούσει, άκουσα, ακούγεται, άκουσε, ακουστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
hears
/hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω;
USER: ακούει, ακούσει, εκδικάζει, ακούει τη
GT
GD
C
H
L
M
O
held
/held/ = VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: που πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιήθηκε, έκρινε, πραγματοποιηθεί, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
helped
/help/ = VERB: βοηθώ;
USER: βοήθησε, βοήθησαν, συνέβαλε, βοηθήσει, βοήθησε να
GT
GD
C
H
L
M
O
helpful
/ˈhelp.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, εξυπηρετικός, βοηθητικός, βοηθιτικός;
USER: χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο, ήταν χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
helpline
/ˈhelp.laɪn/ = USER: τηλεφωνική γραμμή, γραμμή βοήθειας, Γραμμή, τηλεφωνική γραμμή βοήθειας, γραμμή βοηθείας,
GT
GD
C
H
L
M
O
her
/hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της;
USER: αυτήν, της, την
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
hide
/haɪd/ = VERB: κρύβω, κρύπτω, τρυπώνω, κρύπτομαι;
USER: κρύβω, απόκρυψη, κρύψει, αποκρύψετε, κρύβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
him
/hɪm/ = PRONOUN: αυτόν;
USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ
GT
GD
C
H
L
M
O
hire
/haɪər/ = NOUN: ενοικίαση, μίσθωση, εκμίσθωση, απασχόληση, νοίκιασμα, μισθός;
VERB: προσλαμβάνω, ενοικιάζω, μισθώνω, νοικιάζω, προσλαμβάνομαι για εργασία, εκμισθώνω;
USER: μίσθωση, ενοικίαση, εκμίσθωση, προσλάβει, προσλαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
hired
/haɪər/ = NOUN: μισθωτός;
USER: προσέλαβε, προσληφθεί, προσλάβει, προσλαμβάνονται, μισθωμένο, μισθωμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
hiring
/ˈhaɪə.rɪŋ/ = VERB: προσλαμβάνω, ενοικιάζω, μισθώνω, νοικιάζω, προσλαμβάνομαι για εργασία, εκμισθώνω;
USER: μίσθωση, πρόσληψη, την πρόσληψη, πρόσληψης, η μίσθωση
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
historical
/hɪˈstɒr.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιστορικός;
USER: ιστορικός, ιστορική, ιστορικό, ιστορικά, ιστορικές
GT
GD
C
H
L
M
O
hold
/həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο;
VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
holding
/ˈhəʊl.dɪŋ/ = NOUN: κράτημα, περιουσία;
USER: κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, εκμετάλλευση, κρατώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
holds
/həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο;
VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: κατέχει, έχει, κάτοχος, κατέχει το, κρατά
GT
GD
C
H
L
M
O
holiday
/ˈhɒl.ɪ.deɪ/ = NOUN: αργία, γιορτή, εορτή, σχολή;
USER: αργία, γιορτή, διακοπές, διακοπών, τις διακοπές
GT
GD
C
H
L
M
O
home
/həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος;
USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού
GT
GD
C
H
L
M
O
honest
/ˈɒn.ɪst/ = ADJECTIVE: τίμιος, έντιμος, αδιάβλητος;
USER: τίμιος, έντιμος, ειλικρινής, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής
GT
GD
C
H
L
M
O
honesty
/ˈɒn.ə.sti/ = NOUN: τιμιότητα, τιμιότης;
USER: τιμιότητα, ειλικρίνεια, εντιμότητα, ειλικρίνειας, εντιμότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
hospital
/ˈhɒs.pɪ.təl/ = NOUN: νοσοκομείο;
USER: νοσοκομείο, νοσοκομείου, νοσοκομειακή, νοσοκομείων, νοσοκομεία
GT
GD
C
H
L
M
O
hostile
/ˈhɒs.taɪl/ = ADJECTIVE: εχθρικός;
USER: εχθρικός, εχθρικό, εχθρική, εχθρικές, εχθρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
hotline
/ˈhɒt.laɪn/ = USER: hotline, ανοικτή γραμμή, τηλεφωνική γραμμή, γραμμή, ανοικτή γραμμή επικοινωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
hour
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρα, ώρες, ωρών, ώρας, ωρη, ωρη
GT
GD
C
H
L
M
O
hourly
/ˈaʊə.li/ = ADJECTIVE: ωριαίος;
ADVERB: καθ' έκαστην ώραν;
USER: ωριαίος, ωριαία, ωριαίες, ωριαίο, ωριαίων
GT
GD
C
H
L
M
O
hours
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
however
/ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα;
ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε;
USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
hundred
/ˈhʌn.drəd/ = USER: hundred-, hundred, hundred;
USER: εκατό, εκατοντάδες, εκατόν, διακόσια, εκατοντάδων, εκατοντάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
identified
/aɪˈden.tɪ.faɪ/ = ADJECTIVE: αναγνωρισθείς;
USER: προσδιορίζονται, που προσδιορίζονται, εντοπιστεί, εντοπίστηκαν, προσδιόρισε
GT
GD
C
H
L
M
O
identify
/aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω;
USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
identity
/aɪˈden.tɪ.ti/ = NOUN: ταυτότητα, ταυτότης;
USER: ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
illegal
/ɪˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: παράνομος, αθέμιτος, άνομος;
USER: παράνομος, παράνομη, παράνομης, παράνομων, παράνομες
GT
GD
C
H
L
M
O
illness
/ˈɪl.nəs/ = NOUN: ασθένεια, νόσος, πάθηση, νόσημα, αρρώστεια;
USER: ασθένεια, νόσος, ασθένειας, ασθένειες, ασθενειών
GT
GD
C
H
L
M
O
images
/ˈɪm.ɪdʒ/ = NOUN: εικών, ομοίωμα;
VERB: εικονίζω, φαντάζομαι;
USER: εικόνων, εικόνες, φωτογραφίες, τις εικόνες, εικόνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
immediate
/ɪˈmiː.di.ət/ = ADJECTIVE: άμεσος, πλησιέστερος;
USER: άμεσος, άμεση, άμεσα, άμεσο, άμεσες
GT
GD
C
H
L
M
O
immediately
/ɪˈmiː.di.ət.li/ = ADVERB: αμέσως, άμεσα;
USER: αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα, πάραυτα
GT
GD
C
H
L
M
O
impact
/imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση;
VERB: προσκρούω, εμπήγω;
USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
impair
/ɪmˈpeər/ = VERB: χειροτερεύω, καταστρέφω;
USER: βλάπτουν, βλάψουν, βλάψει, βλάπτει, επηρεάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
implement
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος;
VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
implementation
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση;
USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
implications
/ˌɪm.plɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: υπαινιγμός, ενοχή, συμπερασμός, ενοχοποίηση;
USER: επιπτώσεις, συνέπειες, συνεπειών, τις επιπτώσεις, επίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
import
/ɪmˈpɔːt/ = NOUN: εισαγωγή, σημασία, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα;
VERB: εισάγω;
USER: εισαγωγή, εισαγωγής, εισάγουν, εισαγάγετε, εισάγει
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
importation
/ˈɪm.pɔːt/ = NOUN: εισαγωγή;
USER: εισαγωγή, εισαγωγής, εισαγωγές, την εισαγωγή, τις εισαγωγές
GT
GD
C
H
L
M
O
imports
/ˌpær.ə.lel ˈɪm.pɔːts/ = NOUN: εισαγωγή, σημασία, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα;
USER: εισαγωγές, οι εισαγωγές, εισαγωγών, των εισαγωγών, τις εισαγωγές
GT
GD
C
H
L
M
O
imposed
/ɪmˈpəʊz/ = VERB: επιβάλλω, απατώ, υπαγορεύω;
USER: επιβληθεί, επιβάλλονται, που επιβάλλονται, επιβάλλεται, επέβαλε, επέβαλε
GT
GD
C
H
L
M
O
impress
/ˈimˌpres/ = VERB: εντυπωσιάζω, αποτυπώνω, κάνω εντύπωσιν, ναυτολογώ, στρατολογώ, εντυπώ;
USER: εντυπωσιάσει, εντυπωσιάζουν, εντυπωσιάσουν, εντυπωσιάσετε, εντυπωσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
improper
/ɪmˈprɒp.ər/ = ADJECTIVE: ακατάλληλος, ανάρμοστος, απρεπής, άκοσμος;
USER: ακατάλληλη, ανάρμοστη, ακατάλληλης, καταχρηστική, κακή
GT
GD
C
H
L
M
O
improperly
/ɪmˈprɒp.ər/ = USER: εσφαλμένα, σωστά, αντικανονικά, κακώς, ακατάλληλα
GT
GD
C
H
L
M
O
impropriety
/ˌɪm.prəˈpraɪ.ə.ti/ = NOUN: απρέπεια, ανοικειότης, ανοικειότητα, ασχημία, ακοσμία;
USER: απρέπεια, οποιαδήποτε παρατυπία, οδηγήσει σε παρατυπία, ανάρμοστη συμπεριφορά, ατόπημα
GT
GD
C
H
L
M
O
improve
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
improvement
/ɪmˈpruːv.mənt/ = NOUN: βελτίωση, πρόοδος, καλυτέρευση;
USER: βελτίωση, βελτίωσης, τη βελτίωση, βελτίωση της, βελτίωσης της
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inappropriate
/ˌinəˈprōprē-it/ = ADJECTIVE: ακατάλληλος;
USER: ακατάλληλος, ανάρμοστο, ακατάλληλη, ακατάλληλο, ακατάλληλες
GT
GD
C
H
L
M
O
inappropriateness
= NOUN: ακαταλληλότητα;
USER: ακαταλληλότητα,
GT
GD
C
H
L
M
O
inc
/ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.
GT
GD
C
H
L
M
O
incident
/ˈɪn.sɪ.dənt/ = NOUN: περιστατικό, προσπίπτων, σύμπτωση;
USER: περιστατικό, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού, γεγονός
GT
GD
C
H
L
M
O
include
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
includes
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
incorporated
/inˈkôrpəˌrātid/ = ADJECTIVE: συσσωματωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματώνεται, ενσωματώνονται, ενσωματώθηκαν, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
incorrect
/ˌɪn.kərˈekt/ = ADJECTIVE: ανακριβής, εσφαλμένος;
USER: ανακριβής, εσφαλμένος, εσφαλμένη, λανθασμένη, εσφαλμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
increasingly
/ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο;
USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και
GT
GD
C
H
L
M
O
independent
/ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος;
USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
GT
GD
C
H
L
M
O
indicate
/ˈɪn.dɪ.keɪt/ = VERB: υποδεικνύω, δείχνω, δεικνύω, υποδηλώνω, σημειώνω;
USER: υποδεικνύουν, δείχνουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφέρουν
GT
GD
C
H
L
M
O
indirectly
/ˌɪn.daɪˈrekt/ = USER: έμμεσα, εμμέσως, έμμεση, έμμεσο
GT
GD
C
H
L
M
O
individual
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός;
USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική
GT
GD
C
H
L
M
O
individuals
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
influence
/ˈɪn.flu.əns/ = NOUN: επιρροή, επήρεια;
VERB: επηρεάζω, επιδρώ;
USER: επιρροή, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
inform
/ɪnˈfɔːm/ = VERB: πληροφορώ, ενημερώνω, ειδοποιώ;
USER: ενημερώνουν, ενημερώνει, ενημερώσουν, πληροφορεί, ενημερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
informal
/ɪnˈfɔː.məl/ = ADJECTIVE: άτυπος, ανεπίσημος;
USER: άτυπος, ανεπίσημος, άτυπη, άτυπης, ανεπίσημη
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
informed
/ɪnˈfɔːmd/ = ADJECTIVE: προειδοποίητος;
USER: ενημερωμένοι, ενημερωθείτε, ενημέρωσε, ενημερώνονται, ενημερώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
informing
/ɪnˈfɔːm/ = VERB: πληροφορώ, ενημερώνω, ειδοποιώ;
USER: ενημέρωση, ενημερώνοντας, την ενημέρωση, ενημέρωση των, ενημερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
injured
/ˈɪn.dʒəd/ = ADJECTIVE: τραυματίας;
USER: τραυματίας, τραυματίστηκαν, τραυματίες, τραυματίστηκε, τραυματιστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
injuries
/ˈɪn.dʒər.i/ = NOUN: βλάβη, κάκωση, ζημιά, πληγή;
USER: τραυματισμοί, τραυματισμούς, τραυματισμών, βλάβες, κακώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
injury
/ˈɪn.dʒər.i/ = NOUN: βλάβη, κάκωση, ζημιά, πληγή;
USER: βλάβη, κάκωση, ζημίας, ζημία, τραυματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
innovation
/ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση;
USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
GT
GD
C
H
L
M
O
inquiries
/ɪnˈkwaɪə.ri/ = NOUN: έρευνα, εξέταση, ερώτηση, αίτηση πληροφορίων;
USER: έρευνες, ερευνών, τις έρευνες, πληροφορίες, ερωτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
inscribed
/ɪnˈskraɪb/ = VERB: επιγράφω, χαράσσω;
USER: ενεπίγραφη, χαραγμένα, ενεπίγραφα, επιγραφή, χαραγμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
inside
/ɪnˈsaɪd/ = ADVERB: μέσα, εντός, απομέσα;
ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
GT
GD
C
H
L
M
O
insider
/ɪnˈsaɪ.dər/ = NOUN: γνώστης, ευρισκόμενος μέσα;
USER: εμπιστευτικές, insider, εμπιστευτικών, εμπιστευτικών πληροφοριών, εμπιστευτικές πληροφορίες
GT
GD
C
H
L
M
O
inspection
/ɪnˈspek.ʃən/ = NOUN: επιθεώρηση;
USER: επιθεώρηση, επιθεώρησης, ελέγχου, έλεγχο, την επιθεώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
inspections
/ɪnˈspek.ʃən/ = NOUN: επιθεώρηση;
USER: επιθεωρήσεις, επιθεωρήσεων, ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι
GT
GD
C
H
L
M
O
inspector
/ɪnˈspek.tər/ = NOUN: επιθεωρητής;
USER: επιθεωρητής, επιθεωρητή, ελεγκτής, ελεγκτή, επιθεώρησης
GT
GD
C
H
L
M
O
install
/ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω;
USER: εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήσει, εγκαταστήστε, εγκαταστήσετε το
GT
GD
C
H
L
M
O
instances
/ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη;
USER: περιπτώσεις, παρουσίες, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
intangible
/inˈtanjəbəl/ = ADJECTIVE: άϋλος, αδιόρατος, άθικτος, αόριστος, άπιαστος, απροσδιόριστος, μη ψηλαφητός;
USER: άυλων, άυλα, άϋλων, άυλες, άυλο
GT
GD
C
H
L
M
O
integrity
/ɪnˈteɡ.rə.ti/ = NOUN: ακεραιότητα, ακεραιότης;
USER: ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
intellectual
/ˌintlˈekCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: διανοούμενος, διανοητικός, νοερός;
USER: πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, διανοητική, την πνευματική
GT
GD
C
H
L
M
O
intended
/ɪnˈten.dɪd/ = VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: προορίζονται, προορίζεται, που προορίζονται, που προορίζεται, αποσκοπεί
GT
GD
C
H
L
M
O
intent
/ɪnˈtent/ = NOUN: πρόθεση, προσέχων;
ADJECTIVE: σκοπός, προσηλωμένος, αφωσιωμένος;
USER: πρόθεση, προθέσεων, πρόθεσης, προθέσεως, την πρόθεση
GT
GD
C
H
L
M
O
interactions
/ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση;
USER: αλληλεπιδράσεις, αλληλεπιδράσεων, αλληλεπίδρασης, αλληλεπίδραση, τις αλληλεπιδράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
interest
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος
GT
GD
C
H
L
M
O
interested
/ˈɪn.trəs.tɪd/ = ADJECTIVE: ενδιαφερόμενος;
USER: ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενα, τα ενδιαφερόμενα, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερομένων, ενδιαφερομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
interests
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: συμφέροντα, συμφερόντων, τα συμφέροντα, συμφέροντά, συμφέρον
GT
GD
C
H
L
M
O
interferes
/ˌɪn.təˈfɪər/ = VERB: επεμβαίνω, παρεμβαίνω, συγκρούομαι;
USER: παρεμβαίνει, παρεμποδίζει, παρεμβάλλεται, επηρεάζει, επεμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
internal
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
internally
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADVERB: εσωτερικώς;
USER: εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
GT
GD
C
H
L
M
O
international
/ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής;
USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών
GT
GD
C
H
L
M
O
internet
/ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο;
USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ
GT
GD
C
H
L
M
O
interruption
/ˌɪn.təˈrʌp.ʃən/ = NOUN: διακοπή, παρέμβαση;
USER: διακοπή, διακοπής, διακοπή της, τη διακοπή, η διακοπή
GT
GD
C
H
L
M
O
intimidating
/inˈtimiˌdāt/ = VERB: εκφοβίζω, τρομάζω;
USER: εκφοβισμό, τον εκφοβισμό, εκφοβιστικό, εκφοβίσει, εκφοβιστική
GT
GD
C
H
L
M
O
inventions
/ɪnˈven.ʃən/ = NOUN: εφεύρεση;
USER: εφευρέσεις, εφευρέσεων, εφευρέσεων που, εφευρέσεις που, τις εφευρέσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
inventory
/ˈɪn.vən.tər.i/ = NOUN: καταγραφή εμπορευμάτων, απογραφή εμπορευμάτων;
USER: απογραφή, απογραφής, απόθεμα, αποθέματος, αποθεμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
invest
/ɪnˈvest/ = VERB: επενδύω, ενδύω, τοποθετώ, τοποθετώ χρήματα, περιβάλλω, περικυκλώ;
USER: επενδύσεις, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύσει, επενδύει
GT
GD
C
H
L
M
O
investigated
/inˈvestiˌgāt/ = VERB: ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω;
USER: διερευνηθεί, διερευνώνται, διερευνάται, ερευνώνται, ερευνηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
investigation
/ɪnˌves.tɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο;
USER: έρευνα, έρευνας, διερεύνηση, της έρευνας, διερεύνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
investigations
/ɪnˌves.tɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: διερευνήσεις;
USER: διερευνήσεις, έρευνες, ερευνών, τις έρευνες, έρευνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
investment
/ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία;
USER: επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, των επενδύσεων, επένδυσης
GT
GD
C
H
L
M
O
investor
/ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα;
USER: επενδυτής, επενδυτή, επενδυτών, των επενδυτών, επενδυτές
GT
GD
C
H
L
M
O
investors
/ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα;
USER: επενδυτές, οι επενδυτές, επενδυτών, τους επενδυτές, των επενδυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
invitations
/ˌɪn.vɪˈteɪ.ʃən/ = NOUN: πρόσκληση, κάλεσμα, προσκάλεσμα;
USER: προσκλήσεις, προσκλήσεων, προσκλήσεις για, προσκλήσεων υποβολής, πρόσκληση
GT
GD
C
H
L
M
O
invoice
/ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ;
VERB: τιμολογώ;
USER: τιμολόγιο, τιμολογίου, τιμολόγιο που, τιμολογίων
GT
GD
C
H
L
M
O
involve
/ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω;
USER: συνεπάγονται, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, συμμετοχή, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
involved
/ɪnˈvɒlvd/ = ADJECTIVE: εμπλεγμένος, περίπλοκος;
USER: συμμετέχουν, που συμμετέχουν, εμπλέκονται, που εμπλέκονται, συμμετέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
involving
/ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω;
USER: με τη συμμετοχή, συμμετοχή, τη συμμετοχή, αφορούν, που αφορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
islands
/ˈaɪ.lənd/ = NOUN: νησί, νήσος;
USER: νησιά, νησιών, τα νησιά, νησιά του, Νήσοι
GT
GD
C
H
L
M
O
israeli
/ɪzˈreɪ.li/ = NOUN: Ισραηλίτης, κάτοικος του Ισραήλ;
USER: Ισραήλ, ισραηλινή, ισραηλινών, ισραηλινής, ισραηλινές
GT
GD
C
H
L
M
O
issue
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
issued
/ˈɪʃ.uː/ = ADJECTIVE: εκδοθείς;
USER: εκδίδεται, εκδοθεί, εκδίδονται, που εκδίδονται, εξέδωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
issues
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
item
/ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα;
USER: είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, προϊόν
GT
GD
C
H
L
M
O
items
/ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα;
USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
jeopardize
/ˈdʒep.ə.daɪz/ = VERB: διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω;
USER: να θέσει σε κίνδυνο, θέσουν σε κίνδυνο, θέτουν σε κίνδυνο, θέσει σε κίνδυνο, έθετε σε κίνδυνο
GT
GD
C
H
L
M
O
jeopardized
/ˈdʒep.ə.daɪz/ = VERB: 'ιακιν'υνεύω, ριψοκιν'υνεύω;
USER: σε κίν'υνο, τεθεί σε κίν'υνο, κίν'υνο, 'ιακυIεύεται, τίθεται σε κίν'υνο,
GT
GD
C
H
L
M
O
job
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος;
USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
jobs
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
USER: θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, θέσεις, εργασίας, εργασίες
GT
GD
C
H
L
M
O
joint
/dʒɔɪnt/ = NOUN: άρθρωση, αρμός, κλείδωση, τεμάχιο κρέατος, μέγα τεμάχιο κρέατος, καταγώνιο, καταγώγιο, τρώγλη;
ADJECTIVE: συλλογικός, συντονισμένος, συνδεδεμένος εκ κοινού, συνδυασμένος;
VERB: προσαρμόζω;
USER: άρθρωση, κοινή, κοινού, κοινής, κοινές
GT
GD
C
H
L
M
O
judgment
/ˈdʒʌdʒ.mənt/ = NOUN: κρίση, κρίση, δικαστική απόφαση, δικαστική απόφαση, εκδίκαση, εκδίκαση, θεία δίκη, θεία δίκη, απόφαση δικαστική, απόφαση δικαστική;
USER: κρίση, δικαστική απόφαση, απόφαση, αποφάσεως, απόφασης
GT
GD
C
H
L
M
O
jurisdictions
/ˌdʒʊərɪsˈdɪkʃən/ = NOUN: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα;
USER: δικαιοδοσίες, δικαιοδοσίας, δικαιοδοσιών, χώρες, έννομες τάξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
k
= ABBREVIATION: μεγάλο;
USER: l, ιβ, αριθ. L, Ι, λίτρο
GT
GD
C
H
L
M
O
keen
/kiːn/ = ADJECTIVE: οξύς, κοφτερός, τσουχτερός, σφοδρός, κοπτερός, δριμύς;
NOUN: μοιρολόγι;
VERB: μοιρολογώ;
USER: έντονος, πρόθυμοι, έντονο, επιθυμεί, πρόθυμη
GT
GD
C
H
L
M
O
keeping
/ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση;
USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
keeps
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: κρατά, διατηρεί, κρατάει, συνεχίζει, τηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
kickback
/ˈkɪk.bæk/ = NOUN: τραμπούκο, τραμπούκος, αμοιβή για κάποια υπηρεσία, δωροδοκία για κάποια υπηρεσία, προμήθεια;
USER: τραμπούκο, τραμπούκος, λακτίσματος, κλώτσημα, κλωτσήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
kickbacks
/ˈkikˌbak/ = NOUN: τραμπούκο, τραμπούκος, αμοιβή για κάποια υπηρεσία, προμήθεια, δωροδοκία για κάποια υπηρεσία;
USER: μίζες, ανταποδόσεις, λακτίσματα, λακτισμάτων, kickbacks
GT
GD
C
H
L
M
O
kind
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός;
USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων
GT
GD
C
H
L
M
O
kinds
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
USER: είδη, τα είδη, ειδών, των ειδών, είδους
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
known
/nəʊn/ = ADJECTIVE: γνωστός;
USER: γνωστός, γνωστό, γνωστή, γνωστές, γνωστά
GT
GD
C
H
L
M
O
labor
/ˈleɪ.bər/ = NOUN: εργασία, εργασία, μόχθος, μόχθος, κόπος, κόπος, ωδίνες, ωδίνες;
VERB: κοπιάζω, κοπιάζω, εργάζομαι, εργάζομαι;
USER: εργασία, εργασίας, εργατικού, εργατικό, της εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
large
/lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο;
ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς;
USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
larger
/lɑːdʒ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος, μείζων;
USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
latest
/ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο;
ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος;
USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο
GT
GD
C
H
L
M
O
launder
/ˈlɔːn.dər/ = VERB: πλύνω και σιδηρώνω, πλένω και σιδερώνω;
USER: ξεπλύνουν, νομιμοποίηση, πλύνετε, τη νομιμοποίηση, ξέπλυμα
GT
GD
C
H
L
M
O
laundering
= VERB: πλύνω και σιδηρώνω, πλένω και σιδερώνω;
USER: εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ξεπλύματος, ξέπλυμα, το ξέπλυμα, του ξεπλύματος,
GT
GD
C
H
L
M
O
lavish
/ˈlæv.ɪʃ/ = ADJECTIVE: πολυτελής, γενναιόδωρος, δαψιλής, αλογάριαστος, αφειδής;
VERB: επιδαψιλεύω;
USER: γενναιόδωρος, πολυτελής, πλούσιο, πολυτελή, πολυτελές
GT
GD
C
H
L
M
O
law
/lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής;
ADJECTIVE: νομικός;
USER: νόμος, νομική, δικαίου, δίκαιο, νόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
lawful
/ˈlɔː.fəl/ = ADJECTIVE: νόμιμος, νομότυπος;
USER: νόμιμος, νόμιμη, νόμιμο, νόμιμης, νόμιμες
GT
GD
C
H
L
M
O
laws
/lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής;
USER: νόμων, νομοθεσιών, νόμοι, νόμους, νομοθετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
lax
/læks/ = ADJECTIVE: αμελής, χαλαρός, ευκοίλιος;
USER: αμελής, χαλαρός, LAX, χαλαρή, ΛΑΞ
GT
GD
C
H
L
M
O
lead
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
leadership
/ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία;
USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
league
/liːɡ/ = NOUN: σύνδεσμος, λεύγα, λεύγη;
VERB: συνασπίζομαι, συνασπίζω;
USER: πρωτάθλημα, Λιγκ, πρωταθλήματος, αρένα, πρωτάθλημα της
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
learning
/ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost;
USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
least
/liːst/ = ADVERB: ελάχιστα;
ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος;
USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το
GT
GD
C
H
L
M
O
leave
/liːv/ = NOUN: άδεια;
VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ;
USER: άδεια, φύγω, άφησε, αφήσει, αφήνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
legal
/ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος;
USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
legally
/ˈliː.ɡəl.i/ = USER: νομίμως, νομικά, νόμιμα, νομικώς, νομική
GT
GD
C
H
L
M
O
legislation
/ˌledʒ.ɪˈsleɪ.ʃən/ = NOUN: νομοθεσία;
USER: νομοθεσία, νομοθεσίας, τη νομοθεσία, της νομοθεσίας, ρύθμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
legitimate
/-ˌmāt/ = ADJECTIVE: νόμιμος, θεμιτός;
USER: νόμιμος, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμα, νόμιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
less
/les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα;
ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων;
USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
letter
/ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα;
VERB: σημειώ με γράμματα;
USER: επιστολή, γράμμα, με, με την, έγγραφο
GT
GD
C
H
L
M
O
letters
/ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα;
VERB: σημειώ με γράμματα;
USER: γράμματα, επιστολές, γραμμάτων, τα γράμματα, επιστολών
GT
GD
C
H
L
M
O
level
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο
GT
GD
C
H
L
M
O
liability
/ˌlīəˈbilətē/ = NOUN: ευθύνη, παθητικό, υπόκυψη;
USER: ευθύνη, ευθύνης, υποχρέωση, υποχρέωσης, παθητικού
GT
GD
C
H
L
M
O
license
/ˈlaɪ.səns/ = NOUN: άδεια, άδεια, επαγγελματική άδεια, επαγγελματική άδεια, υπερβολική ελευθερία, υπερβολική ελευθερεία;
VERB: δίδω άδεια, δίδω άδεια;
USER: άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
limit
/ˈlɪm.ɪt/ = NOUN: όριο;
VERB: περιορίζω, συμπτύσσω;
USER: όριο, περιορίσει, περιορισμό, περιορίζουν, περιορίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
limited
/ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος;
USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
line
/laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος;
VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές;
USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line
GT
GD
C
H
L
M
O
list
/lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση;
VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας
GT
GD
C
H
L
M
O
listed
/list/ = VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: απαριθμούνται, αναφέρονται, παρατίθενται, που αναφέρονται, περιλαμβάνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
listen
/ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε
GT
GD
C
H
L
M
O
listening
/ˈlisən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούτε, ακούγοντας, ακρόασης, ακρόαση, ακούει, ακούει
GT
GD
C
H
L
M
O
listing
/lɪst/ = VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: Καταχώριση, λίστα, επιχείρηση, εισαγωγή, καταχώρισή
GT
GD
C
H
L
M
O
litigation
/ˌlɪt.ɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: δίκη, διαδικασία, δικαστικός αγών;
USER: δίκη, ασκήσεως της προσφυγής, διαφορές, διαφορών, της ασκήσεως της προσφυγής
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
live
/lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός;
USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
living
/ˈlɪv.ɪŋ/ = NOUN: ζωή, προς το ζήν;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, έμβιος;
USER: ζωή, ζουν, διαβίωσης, που ζουν, ζωής
GT
GD
C
H
L
M
O
local
/ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός;
USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
GT
GD
C
H
L
M
O
located
/ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι;
USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία
GT
GD
C
H
L
M
O
location
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών
GT
GD
C
H
L
M
O
lockers
/ˈlɒk.ər/ = NOUN: ντουλάπι, θυρίδα, ερμάριο, ιματιοθήκη;
USER: θυρίδες, ερμάρια, ντουλάπια, lockers, Τουαλέτα
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
looking
/ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
looks
/lʊk/ = NOUN: παρουσιαστικό;
USER: φαίνεται, μοιάζει, κοιτάζει, εξετάζει, και φαίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
losing
/luːz/ = VERB: χάνω;
USER: απώλεια, να χάσει, χάνοντας, χάσει, χάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
losses
/lɒs/ = NOUN: απώλεια, ζημιά, χάσιμο, πτώση, χαμός, χασούρα;
USER: απώλειες, απωλειών, ζημίες, ζημιών, ζημιές
GT
GD
C
H
L
M
O
low
/ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος;
VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω;
USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού
GT
GD
C
H
L
M
O
lunch
/lʌntʃ/ = NOUN: μεσημεριανό, μεσημεριανό φαγητό, δεύτερο πρόγευμα, ελαφρό γεύμα;
VERB: προγευματίζω;
USER: μεσημεριανό, γεύμα, μεσημεριανό γεύμα, Lunch, Σχολής Lunch
GT
GD
C
H
L
M
O
machine
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
machinery
/məˈʃiː.nə.ri/ = NOUN: μηχανήματα, μηχανισμός, μηχανικός εξοπλισμός;
USER: μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, οχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
machines
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
mail
/meɪl/ = NOUN: ταχυδρομείο, αλληλογραφία, θώρακας, πανοπλία;
VERB: ταχυδρομώ, θωρακίζω, στέλνω ταχυδρομικώς, ταχυδρομίζω;
ADJECTIVE: τεθωρακισμένος;
USER: ταχυδρομείο, αλληλογραφία, mail στο, ταχυδρομείου, αλληλογραφίας
GT
GD
C
H
L
M
O
mailing
/māl/ = NOUN: ταχυδρομικός;
USER: ταχυδρομική, αλληλογραφίας, mailing, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, Πληροφορίες για τις Ταχυδρομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
main
/meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων;
NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα;
USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
GT
GD
C
H
L
M
O
maintain
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
maintained
/mānˈtān/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρηθεί, διατηρείται, διατηρηθούν, διατηρούνται, διατήρησε
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
makes
/meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή;
VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
managed
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manager
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ
GT
GD
C
H
L
M
O
managers
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διαχειριστές, διευθυντικά στελέχη, διευθυντές, οι διαχειριστές, στελέχη
GT
GD
C
H
L
M
O
mandatory
/ˈmæn.də.tər.i/ = ADJECTIVE: επιτακτικός, προστακτικός;
USER: υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
manner
/ˈmæn.ər/ = NOUN: τρόπος;
USER: τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, τρόπο που, τρόπο με
GT
GD
C
H
L
M
O
manufactured
/ˌmanyəˈfakCHər/ = VERB: κατασκευάζω, παράγω;
USER: κατασκευάζονται, κατασκευαστεί, παρασκευάζονται, κατασκευάζεται, κατασκευασμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturer
/ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης;
USER: κατασκευαστής, κατασκευαστή, παραγωγός, κατασκευαστή του, παρασκευαστή
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
map
/mæp/ = NOUN: χάρτης, γεωγραφικός χάρτης;
VERB: σχεδιάζω, καθορίζω;
USER: χάρτης, χάρτη, map, map χάρτης, χάρτη Το
GT
GD
C
H
L
M
O
marital
/ˈmær.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: συζυγικός;
USER: συζυγικός, Οικογενειακή, συζυγική, συζυγικής, την οικογενειακή
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
marketing
/ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών;
USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία
GT
GD
C
H
L
M
O
marketplace
/ˈmɑː.kɪt.pleɪs/ = NOUN: αγορά, παζάρι;
USER: αγορά, αγοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
material
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός;
USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά
GT
GD
C
H
L
M
O
materials
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών
GT
GD
C
H
L
M
O
matter
/ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο;
VERB: σημαίνω;
USER: ύλη, ζήτημα, σημασία, έχει σημασία, πειράζει
GT
GD
C
H
L
M
O
matters
/ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο;
VERB: σημαίνω;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, υποθέσεις, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
meals
/mɪəl/ = NOUN: γεύμα, φαγητό, πληγούρι;
USER: γεύματα, τα γεύματα, γευμάτων, φαγητά, γεύμα
GT
GD
C
H
L
M
O
mean
/miːn/ = ADJECTIVE: μέσος, ποταπός, πρόστυχος, αφιλότιμος, μέζερος, μικροπρεπής, ευτελής;
NOUN: μέσο, τρόπος;
VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω;
USER: μέσος, εννοώ, μέσο, σημαίνει, σημαίνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
measures
/ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά;
USER: μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για
GT
GD
C
H
L
M
O
mechanism
/ˈmek.ə.nɪ.zəm/ = NOUN: μηχανισμός;
USER: μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
medical
/ˈmed.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιατρικός, υγειονομικός;
USER: ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικών, ιατρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
meet
/miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
ADJECTIVE: αρμόδιος;
USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
meeting
/ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα;
USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή
GT
GD
C
H
L
M
O
meets
/miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
USER: πληροί, ανταποκρίνεται, ικανοποιεί, συναντά, συνεδριάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
member
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
merit
/ˈmer.ɪt/ = NOUN: αξία, προτέρημα, ποσό;
VERB: αξίζω;
USER: αξίζουν, χρήζουν, αξίζει, αξίζει να, δικαιολογούν
GT
GD
C
H
L
M
O
message
/ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία;
USER: μήνυμα, μηνύματος, το μήνυμα, μηνυμάτων, μήνυμά
GT
GD
C
H
L
M
O
met
/met/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
USER: πληρούνται, συναντήθηκε, συνάντησε, συναντήθηκαν, συνεδρίασε
GT
GD
C
H
L
M
O
method
/ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα;
USER: μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, τη μέθοδο, η μέθοδος, η μέθοδος
GT
GD
C
H
L
M
O
methods
/ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα;
USER: μεθόδους, μέθοδοι, μεθόδων, τις μεθόδους, μεθόδους που
GT
GD
C
H
L
M
O
middle
/ˈmɪd.l̩/ = NOUN: μέσο;
ADJECTIVE: μέσος;
USER: μέσο, Μέσης, μέση, μεσαία, μεσαίο, μεσαίο
GT
GD
C
H
L
M
O
might
/maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης;
USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να
GT
GD
C
H
L
M
O
military
/ˈmɪl.ɪ.tər.i/ = ADJECTIVE: στρατιωτικός;
USER: στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
million
/ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο;
USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
millions
/ˈmɪl.jən/ = USER: εκατομμύρια, εκατομμυρίων, τα εκατομμύρια, εκατ.
GT
GD
C
H
L
M
O
mindset
/ˈmaɪnd.set/ = USER: νοοτροπία, νοοτροπίας, τη νοοτροπία, τρόπο σκέψης, σκέψης
GT
GD
C
H
L
M
O
minister
/ˈmɪn.ɪ.stər/ = NOUN: υπουργός, ιερέας, λειτουργός, πρεσβευτής;
VERB: υπηρετώ, χορηγώ;
USER: υπουργός, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, κ.
GT
GD
C
H
L
M
O
misleading
/ˌmɪsˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: αποπλανητικός;
USER: παραπλανητική, παραπλάνηση, παραπλανητικές, παραπλανητικά, παραπλανητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
modification
/ˌmɒd.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τροποποίηση, τροπολογία, μετασχηματισμός;
USER: τροποποίηση, τροποποίησης, τροποποίηση που, τροποποιήσεις, την τροποποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
money
/ˈmʌn.i/ = NOUN: χρήματα, χρήμα, λεφτά, παραδάκι, παράς;
USER: χρήματα, χρήμα, λεφτά, χρημάτων, τα χρήματα, τα χρήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
monitor
/ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης;
USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
monitored
/ˈmɒn.ɪ.tər/ = USER: παρακολουθείται, παρακολουθούνται, παρακολούθηση, ελέγχονται, ελέγχεται
GT
GD
C
H
L
M
O
month
/mʌnθ/ = NOUN: μήνας;
USER: μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, μήνες, μήνες
GT
GD
C
H
L
M
O
moonlight
/ˈmuːn.laɪt/ = NOUN: σεληνόφωτο;
USER: σεληνόφωτο, Moonlight, σεληνόφως, φως του φεγγαριού, φεγγαρόφωτο
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
mortgage
/ˈmɔː.ɡɪdʒ/ = NOUN: υποθήκη;
VERB: υποθηκεύω;
USER: υποθήκη, υποθηκών, ενυπόθηκων δανείων, υποθήκης, στεγαστικών δανείων
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
multi
/mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
multiple
/ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος;
NOUN: πολλαπλάσιο;
USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
GT
GD
C
H
L
M
O
municipal
/myo͝oˈnisəpəl,myə-/ = ADJECTIVE: δημοτικός, του δήμου;
NOUN: δήμος;
USER: δημοτικός, Δημοτική, δημοτικές, δημοτικών, δημοτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
must
/mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος;
USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
name
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
named
/neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά
GT
GD
C
H
L
M
O
narcotics
/nɑːˈkɒt.ɪk/ = NOUN: ναρκωτικά;
USER: ναρκωτικά, ναρκωτικών, των ναρκωτικών, τα ναρκωτικά, ναρκωτικών ουσιών
GT
GD
C
H
L
M
O
national
/ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος;
USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
nations
/ˈneɪ.ʃən/ = NOUN: έθνος;
USER: έθνη, εθνών, τα έθνη, των εθνών, Εθνών για
GT
GD
C
H
L
M
O
nature
/ˈneɪ.tʃər/ = NOUN: φύση, χαρακτήρας, ουσία, ιδιότητα;
USER: φύση, χαρακτήρας, χαρακτήρα, φύσης, τη φύση
GT
GD
C
H
L
M
O
necessary
/ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος;
USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
neither
/ˈnaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: ούτε, μήτε;
PRONOUN: κανένας;
ADJECTIVE: ούτε ο ένας ούτε άλλος;
USER: ούτε, δεν, ούτε η, κανένα, καμία
GT
GD
C
H
L
M
O
never
/ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε;
USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
nominal
/ˈnɒm.ɪ.nəl/ = ADJECTIVE: ονομαστικός, κατ' όνομα;
USER: ονομαστικός, ονομαστικής, ονομαστική, ονομαστικό, ονομαστικές
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
nor
/nɔːr/ = CONJUNCTION: ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ;
USER: ούτε, ούτε και, ούτε να, ούτε για
GT
GD
C
H
L
M
O
normal
/ˈnɔː.məl/ = ADJECTIVE: κανονικός, φυσιολογικός, ομαλός, φυσικός;
USER: κανονικός, κανονικά, κανονική, κανονικής, κανονικές, κανονικές
GT
GD
C
H
L
M
O
normally
/ˈnɔː.mə.li/ = ADVERB: κανονικά, ομαλά;
USER: κανονικά, συνήθως, κανόνα, κατά κανόνα, φυσιολογικά
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
nothing
/ˈnʌθ.ɪŋ/ = PRONOUN: τίποτα, τίποτε;
USER: τίποτα, τίποτε, τίποτα δεν, δεν, καμία, καμία
GT
GD
C
H
L
M
O
notify
/ˈnəʊ.tɪ.faɪ/ = VERB: ειδοποιώ, κοινοποιώ, γνωστοποιώ;
USER: κοινοποιεί, κοινοποιούν, ειδοποιεί, ενημερώνει, γνωστοποιεί
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
numbers
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
objection
/əbˈdʒek.ʃən/ = NOUN: ένσταση, αντίρρηση, εναντίωση;
USER: αντίρρηση, ένσταση, ενστάσεως, αντιρρήσεις, ένστασης
GT
GD
C
H
L
M
O
objectives
/əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο;
USER: στόχοι, στόχων, στόχους, τους στόχους, των στόχων
GT
GD
C
H
L
M
O
objectivity
/əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: αντικειμενικότητα, αμεροληψία, αντικειμενικότης;
USER: αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητας, της αντικειμενικότητας, αντικειμενικότητά, η αντικειμενικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
obligated
/əˈblaɪdʒ/ = VERB: υποχρεώνω, αναγκάζω;
USER: υποχρεούται, υποχρεωμένος, υποχρεωμένοι, υποχρεωμένη, υπόχρεα
GT
GD
C
H
L
M
O
obligation
/ˌɒb.lɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: υποχρέωση;
USER: υποχρέωση, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, υποχρέωσή, την υποχρέωση, την υποχρέωση
GT
GD
C
H
L
M
O
obligations
/ˌɒb.lɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: υποχρέωση;
USER: υποχρεώσεις, υποχρεώσεων, τις υποχρεώσεις, οι υποχρεώσεις, υποχρεώσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
obtaining
/əbˈteɪn/ = VERB: αποκτώ, βρίσκω, επικρατώ, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω;
USER: την απόκτηση, απόκτηση, λήψη, τη λήψη, απόκτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
occasional
/əˈkeɪ.ʒən.əl/ = ADJECTIVE: τυχαίος, περιστατικός;
USER: περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, έκτακτες
GT
GD
C
H
L
M
O
occupational
/ˌɒk.jəˈpeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: επαγγελματικός;
USER: επαγγελματικής, επαγγελματικές, επαγγελματικά, επαγγελματική, επαγγελματικών
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
offended
/əˈfend/ = VERB: προσβάλλω, παραβαίνω;
USER: προσβεβλημένος, προσβάλλεται, προσβάλλονται, προσβληθεί, προσβεβλημένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
offending
/əˈfen.dɪŋ/ = VERB: προσβάλλω, παραβαίνω;
USER: προσβάλλουν, προσβάλλοντας, παραβατική, παραβατικής, προσβολή
GT
GD
C
H
L
M
O
offensive
/əˈfen.sɪv/ = ADJECTIVE: επιθετικός, προσβλητικός, ενοχλητικός;
NOUN: δυσάρεστος επίθεση;
USER: προσβλητικός, επιθετικός, προσβλητικό, επίθεση, επιθετική
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
offered
/ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
offering
/ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία;
USER: προσφορά, προσφέρει, προσφέροντας, προσφέρουν, που προσφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
office
/ˈɒf.ɪs/ = NOUN: γραφείο, υπηρεσία, αξίωμα, λειτουργία;
USER: γραφείο, αξίωμα, υπηρεσία, γραφείου, γραφείων
GT
GD
C
H
L
M
O
officer
/ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος;
USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο
GT
GD
C
H
L
M
O
officers
/ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος;
USER: υπάλληλοι, αξιωματικών, υπαλλήλους, αξιωματικοί, αξιωματικούς
GT
GD
C
H
L
M
O
offices
/ˈɒf.ɪs/ = NOUN: γραφείο, υπηρεσία, αξίωμα, λειτουργία;
USER: γραφεία, γραφείων, τα γραφεία, γραφεία της, υπηρεσίες
GT
GD
C
H
L
M
O
officials
/əˈfɪʃ.əl/ = NOUN: επίσημος ανώτερος υπάλληλος;
USER: υπάλληλοι, υπαλλήλων, υπαλλήλους, αξιωματούχοι, αξιωματούχους
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
old
/əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός;
NOUN: γέρος, γριά;
USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
opening
/ˈəʊ.pən.ɪŋ/ = NOUN: άνοιγμα, εγκαίνια, ξάνοιγμα;
USER: άνοιγμα, το άνοιγμα, ανοίγματος, άνοιγμα των, ανοίγοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
operation
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη
GT
GD
C
H
L
M
O
operations
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunities
/ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunity
/ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
options
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
orders
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές
GT
GD
C
H
L
M
O
organization
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
organizations
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργανώσεις, οργανισμούς, οργανισμών, οργανώσεων, οργανισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
orientation
/ˌɔː.ri.enˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσανατολισμός;
USER: προσανατολισμός, προσανατολισμό, προσανατολισμού, τον προσανατολισμό, προτίμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
origin
/ˈɒr.ɪ.dʒɪn/ = NOUN: προέλευση, καταγωγή, αρχή, πηγή, προσδιοριστικό σημείο;
USER: καταγωγή, προέλευση, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
others
/ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες
GT
GD
C
H
L
M
O
otherwise
/ˈʌð.ə.waɪz/ = ADVERB: αλλιώς, αλλιώτικα;
USER: αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
ourselves
/ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας;
USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
outside
/ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω;
ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερικό μέρος;
USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική
GT
GD
C
H
L
M
O
outweigh
/ˌaʊtˈweɪ/ = VERB: ζυγίζω περισσότερο, υπερτερώ;
USER: υπερτερούν, αντισταθμίζουν, υπερβαίνουν, υπερκαλύπτουν, υπερτερούν των
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
overnight
/ˌəʊ.vəˈnaɪt/ = ADVERB: τη νύχτα, αποβραδίς, παρελθούσα νύκτα;
NOUN: διανυκτέρευση;
ADJECTIVE: βραδινός;
USER: τη νύχτα, διανυκτέρευση, όλη τη νύκτα, όλη τη νύχτα, διάρκεια της νύχτας
GT
GD
C
H
L
M
O
oversees
/ˌəʊ.vəˈsiː/ = VERB: επιβλέπω, επιθεωρώ, επιτηρώ;
USER: επιβλέπει, εποπτεύει, επιβλέπει την, επιτηρεί, εποπτεύει το
GT
GD
C
H
L
M
O
overtones
/ˈəʊ.və.təʊn/ = NOUN: απόηχος, αρμονική, κάποιος τόνος, αρμονία;
USER: χροιά, αρμονικούς ήχους, αποχρώσεις, απόηχους, προεκτάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
owned
/-əʊnd/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: που ανήκει, ανήκει, ανήκουν, ιδιοκτησία, που ανήκουν
GT
GD
C
H
L
M
O
pages
/peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης;
VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος;
USER: σελίδες, σελίδων, pages, τις σελίδες, σελίδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
paid
/peɪd/ = ADJECTIVE: έμμισθος, μισθωτός;
USER: καταβληθεί, καταβλήθηκε, καταβλήθηκαν, καταβάλλονται, καταβάλλεται
GT
GD
C
H
L
M
O
paper
/ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος;
ADJECTIVE: χάρτινος;
VERB: καλύπτω με χάρτη;
USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου
GT
GD
C
H
L
M
O
paperwork
/ˈpeɪ.pə.wɜːk/ = USER: γραφειοκρατία, χαρτιά, γραφειοκρατίας, γραφική εργασία, γραφική
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
participants
/pɑːˈtɪs.ɪ.pənt/ = NOUN: συμμέτοχος, μετέχων, λαμβάνων μέρος;
USER: συμμετέχοντες, συμμετεχόντων, οι συμμετέχοντες, τους συμμετέχοντες, των συμμετεχόντων
GT
GD
C
H
L
M
O
participate
/pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι;
USER: συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετοχής, συμμετάσχει
GT
GD
C
H
L
M
O
participating
/pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι;
USER: συμμετέχοντα, συμμετέχουσες, συμμετέχουν, που συμμετέχουν, συμμετεχόντων
GT
GD
C
H
L
M
O
particular
/pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος;
NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα;
USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το
GT
GD
C
H
L
M
O
parties
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: μέρη, κόμματα, μερών, συμβαλλόμενα μέρη, τα μέρη
GT
GD
C
H
L
M
O
partner
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο
GT
GD
C
H
L
M
O
partners
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους
GT
GD
C
H
L
M
O
party
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος
GT
GD
C
H
L
M
O
patents
/ˈpeɪ.tənt/ = NOUN: ευρεσιτεχνία, προνόμιο εφευρέσεως;
USER: διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πατέντες, ευρεσιτεχνίας, διπλώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
pay
/peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία;
VERB: πληρώνω, προσφέρω;
USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
payable
/ˈpeɪ.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: πληρωτέος, εξοφλητέος;
USER: πληρωτέος, καταβάλλεται, πληρωτέα, καταβάλλονται, που καταβάλλονται
GT
GD
C
H
L
M
O
paying
/ˈfiːˌpeɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δικαιούχος;
USER: πληρώνουν, πληρωμή, καταβολή, την καταβολή, δίνοντας, δίνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
payment
/ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση;
USER: πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
GT
GD
C
H
L
M
O
payments
/ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση;
USER: πληρωμές, πληρωμών, οι πληρωμές, τις πληρωμές, των πληρωμών
GT
GD
C
H
L
M
O
pays
/peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία;
VERB: πληρώνω, προσφέρω;
USER: πληρώνει, καταβάλλει, πληρώνουν, πληρώνει για, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
penalties
/ˈpen.əl.ti/ = NOUN: ποινή, τιμωρία, πενάλτυ;
USER: κυρώσεις, κυρώσεων, ποινές, ποινών, τις κυρώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
pending
/ˈpen.dɪŋ/ = ADJECTIVE: εκκρεμής;
PREPOSITION: κατά την διάρκειαν;
USER: εκκρεμής, εν αναμονή, εκκρεμεί, αναμονή, εκκρεμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
perform
/pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω;
USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελεί, εκτελέσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
performing
/pərˈfôrm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω;
USER: εκτέλεση, την εκτέλεση, εκτελεί, εκτελούν, που εκτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
periodic
/ˌpɪə.riˈɒd.ɪk/ = ADJECTIVE: περιοδικός;
USER: περιοδικός, περιοδική, περιοδικές, περιοδικών, περιοδικής
GT
GD
C
H
L
M
O
permissible
/pəˈmɪs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: επιτρεπόμενος, επιτρεπτός, ανεκτός;
USER: επιτρέπεται, επιτρεπόμενη, επιτρεπτή, επιτρεπτό, επιτρεπόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
permit
/pəˈmɪt/ = NOUN: άδεια, έγγραφος άδεια;
VERB: επιτρέπω;
USER: άδεια, επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
permits
/pəˈmɪt/ = NOUN: άδεια, έγγραφος άδεια;
USER: άδειες, αδειών, οι άδειες, τις άδειες, επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
permitted
/pəˈmɪt/ = VERB: επιτρέπω;
USER: επιτρέπεται, επιτρεπόμενη, επιτρέπονται, επιτρέπεται η, επιτραπεί
GT
GD
C
H
L
M
O
persists
/pəˈsɪst/ = VERB: επιμένω, εξακολουθώ;
USER: επιμένει, εμμένει, παραμένει, επιμείνει, εξακολουθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
person
/ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο;
USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα
GT
GD
C
H
L
M
O
personal
/ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός;
USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
personally
/ˈpɜː.sən.əl.i/ = ADVERB: προσωπικά, προσωπικώς;
USER: προσωπικά, προσωπική, προσωπικές, προσωπικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
personnel
/ˌpərsəˈnel/ = NOUN: προσωπικό;
USER: προσωπικό, προσωπικού, του προσωπικού, το προσωπικό, προσωπικό που
GT
GD
C
H
L
M
O
persons
/ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο;
USER: πρόσωπα, άτομα, προσώπων, τα πρόσωπα, ατόμων
GT
GD
C
H
L
M
O
perspective
/pəˈspek.tɪv/ = NOUN: προοπτική, άποψη;
ADJECTIVE: προοπτικός;
USER: προοπτική, άποψη, προοπτικών, προοπτικές, προοπτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
pertain
/pɜːˈteɪn/ = VERB: αναφέρομαι, ανήκω, προσήκω;
USER: αφορούν, να αφορούν, ανακύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
pertaining
/pɜːˈteɪn/ = VERB: αναφέρομαι, ανήκω, προσήκω;
USER: που αφορούν, αφορούν, σχετικά, που σχετίζονται, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
phones
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά
GT
GD
C
H
L
M
O
photographs
/ˈfōtəˌgraf/ = NOUN: φωτογραφία;
VERB: φωτογραφίζω, φωτογραφώ;
USER: φωτογραφίες, φωτογραφιών, εικόνες, τις φωτογραφίες, φωτογραφίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
physical
/ˈfɪz.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσικός, σωματικός, υλικός;
USER: φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικά
GT
GD
C
H
L
M
O
picture
/ˈpɪk.tʃər/ = NOUN: εικόνα, ζωγραφιά, εικών;
VERB: εικονίζω, ζωγραφίζω;
USER: εικόνα, εικόνας, φωτογραφία, picture, picture
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
plan
/plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
plans
/plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, προγράμματα, σχέδιά, σχέδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
plant
/plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό;
VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς;
USER: φυτό, εργοστάσιο, φυτών, μονάδα, των φυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
play
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
policies
/ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας;
USER: πολιτικές, πολιτικών, των πολιτικών, οι πολιτικές, τις πολιτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
policy
/ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας;
USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
political
/pəˈlɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πολιτικός, πολιτειακός;
USER: πολιτικός, πολιτική, πολιτικών, πολιτικό, πολιτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
poses
/pəʊz/ = NOUN: πόζα, στάση;
USER: ενέχει, θέτει, δημιουργεί, εγκυμονεί, αποτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
position
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της
GT
GD
C
H
L
M
O
positively
/ˈpɒz.ə.tɪv.li/ = ADVERB: θετικώς, ορισμένως;
USER: θετικώς, θετικά, θετική, θετικό, θετικά την
GT
GD
C
H
L
M
O
possess
/pəˈzes/ = VERB: κατέχω, κτώμαι;
USER: κατέχουν, έχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
possession
/pəˈzeʃ.ən/ = NOUN: κατοχή, κτήση, αγαθό;
USER: κατοχή, κατοχής, διαθέτει, διάθεσή, διαθέτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
postal
/ˈpəʊ.stəl/ = ADJECTIVE: ταχυδρομικός;
USER: ταχυδρομικός, Ταχυδρομική, ταχυδρομικών, ταχυδρομικές, ταχυδρομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
posted
/ˈpəʊs.tɪd/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: δημοσιεύτηκε, αναρτήθηκε, posted, αναρτηθεί, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
posting
/ˈpəʊ.stɪŋ/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: απόσπαση, απόσπασης, ανάρτηση, την απόσπαση, σημειώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
potential
/pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος;
USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
practicable
/ˈpraktikəbəl/ = ADJECTIVE: εφαρμόσιμος, δυνατός, εκτελεστός, κατορθωτός, διαβατός;
USER: εφικτό, είναι εφικτό, πρακτικά, πρακτικώς, δυνατό
GT
GD
C
H
L
M
O
practical
/ˈpræk.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πρακτικός, χρήσιμος;
USER: πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά, πρακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
practices
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
precludes
/prɪˈkluːd/ = VERB: αποκλείω, κωλύω;
USER: απαγορεύει, αποκλείει, αντιτίθεται, εμποδίζει, δεν επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
premier
/ˈprem.i.ər/ = NOUN: πρωθυπουργός, πρεσβύτερος;
ADJECTIVE: αρχαιότερος, πρωτεύων;
USER: πρωθυπουργός, αρχαιότερος, Premier, πρεμιέρα, κορυφαίο
GT
GD
C
H
L
M
O
premises
/ˈprem.ɪ.sɪz/ = NOUN: κτίριο, κατάστημα, κτήμα, οικοδομή;
USER: κτίριο, εγκαταστάσεις, χώρους, χώρων, εγκαταστάσεων, εγκαταστάσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
preparation
/ˌprep.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, προπαρασκευή, ετοιμασία, συσκευασία;
USER: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, ετοιμασία, προπαρασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
prepared
/prɪˈpeəd/ = ADJECTIVE: έτοιμος;
USER: έτοιμος, παρασκευάζονται, παρασκευάζεται, παρασκευάστηκε, παρασκευασθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
prepares
/prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω;
USER: προετοιμάζει, ετοιμάζει, προετοιμάζει τους, ετοιμάζεται, προετοιμάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
preparing
/prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω;
USER: προετοιμασία, την προετοιμασία, παρασκευή, προετοιμασία των, προετοιμάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
present
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι;
ADJECTIVE: τωρινός;
VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
preservation
/ˌprez.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, διαφύλαξη;
USER: συντήρηση, διαφύλαξη, διατήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
preserve
/prɪˈzɜːv/ = VERB: διατηρώ, διαφυλάττω, προστατεύω;
USER: διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρηθεί, τη διατήρηση, διατηρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
president
/ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης;
USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό
GT
GD
C
H
L
M
O
presses
/pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας;
USER: πρέσες, πιεστήρια, πιέζει, πατήσει, πρέσσες
GT
GD
C
H
L
M
O
prevent
/prɪˈvent/ = VERB: εμποδίζω, προλαμβάνω, προλαβαίνω;
USER: πρόληψη, την πρόληψη, εμποδίζουν, αποτροπή, αποτρέψει
GT
GD
C
H
L
M
O
previously
/ˈpriː.vi.əs.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα, προτού;
USER: προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη, παλαιότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
price
/praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο;
VERB: τιμώ, διατιμώ;
USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών
GT
GD
C
H
L
M
O
prices
/praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο;
VERB: τιμώ, διατιμώ;
USER: τιμές, οι τιμές, τιμών, τις τιμές, των τιμών
GT
GD
C
H
L
M
O
pricing
/prīs/ = VERB: τιμώ, διατιμώ;
USER: τιμολόγηση, τιμολόγησης, τιμές, τιμολογιακή, τιμών
GT
GD
C
H
L
M
O
primary
/ˈpraɪ.mə.ri/ = ADJECTIVE: πρωταρχικός, βασικός, πρώτος, αρχικός, στοιχειώδης;
USER: πρωταρχικός, βασικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωτοβάθμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
principles
/ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο;
USER: αρχές, αρχών, τις αρχές, αρχές της, αρχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
printing
/ˈprɪn.tɪŋ/ = NOUN: εκτύπωση, τύπωση, τυπογραφία;
ADJECTIVE: τυπογραφικός;
USER: εκτύπωση, εκτύπωσης, την εκτύπωση, εκτυπώσεις, εκτυπώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
prior
/praɪər/ = ADVERB: πριν;
ADJECTIVE: προγενέστερος, πρότερος;
NOUN: ηγούμενος;
USER: πριν, πριν από, προηγούμενη, προηγούμενης, προ, προ
GT
GD
C
H
L
M
O
prison
/ˈprɪz.ən/ = NOUN: φυλακή, ειρκτή;
USER: φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
GT
GD
C
H
L
M
O
privacy
/ˈprɪv.ə.si/ = NOUN: μυστικότητα, ησυχία, μοναξιά, ερημιά, μυστικότης;
USER: μυστικότητα, ησυχία, προστασία προσωπικών δεδομένων, ιδιωτικής ζωής, προσωπικών δεδομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
private
/ˈpraɪ.vət/ = ADJECTIVE: ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, μυστικός;
NOUN: απλός στρατιώτης;
USER: ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
privately
/ˈpraɪ.vət.li/ = ADVERB: ιδιαιτερώς, κατ' ιδίαν;
USER: σε ιδιώτες, ιδιώτες, ιδιωτικά, ιδιωτική, ιδιωτικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
privilege
/ˈprɪv.əl.ɪdʒ/ = NOUN: προνόμιο, δικαίωμα;
VERB: δίδω προνόμιο, παραχωρώ προνόμιο;
USER: προνόμιο, προνόμιο να, προνομίου, δικαίωμα, απόρρητο
GT
GD
C
H
L
M
O
probably
/ˈprɒb.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανά;
USER: πιθανώς, ίσως, πιθανότατα, πιθανόν, μάλλον, μάλλον
GT
GD
C
H
L
M
O
problem
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που
GT
GD
C
H
L
M
O
problems
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που
GT
GD
C
H
L
M
O
procedures
/prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα;
USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
proceed
/prəˈsiːd/ = VERB: προχωρώ, ενεργώ, προέρχομαι, προβαίνω;
USER: προχωρήσει, να προχωρήσει, προχωρήστε, προχωρήσετε, προχωρήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
proceeds
/ˈprəʊ.siːdz/ = NOUN: πρόσοδοι, προϊόν πωλήσεως, προϊόν είσπραξης;
USER: πρόσοδοι, έσοδα, προϊόν, εσόδων, προϊόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
processed
/ˈprəʊ.sest/ = VERB: κατεργάζομαι;
USER: επεξεργασία, μεταποιημένα, μεταποιημένων, μεταποίηση, επεξεργασμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
processing
/ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι;
USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
GT
GD
C
H
L
M
O
procurement
/prəˈkjʊə.mənt/ = NOUN: προμήθεια, προμήθευση;
USER: προμήθεια, συμβάσεις, συμβάσεων, δημόσιες συμβάσεις, προμηθειών
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
production
/prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση;
USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
professional
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός;
USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
profitability
/ˈprɒf.ɪ.tə.bl̩/ = USER: αποδοτικότητα, κερδοφορία, κερδοφορίας, αποδοτικότητας, την κερδοφορία
GT
GD
C
H
L
M
O
program
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
progress
/ˈprəʊ.ɡres/ = NOUN: πρόοδος, εξέλιξη, προκοπή;
VERB: προχωρώ, προοδεύω;
USER: πρόοδος, εξέλιξη, πρόοδο, προόδου, την πρόοδο, την πρόοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
prohibit
/prəˈhɪb.ɪt/ = VERB: απαγορεύω;
USER: απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύει, απαγορεύσουν, απαγόρευση
GT
GD
C
H
L
M
O
prohibited
/prəˈhɪb.ɪt/ = ADJECTIVE: απαγορευμένος;
USER: απαγορεύεται, απαγορεύεται η, απαγορεύονται, απαγορευμένων, απαγορευθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
prohibiting
/prəˈhɪb.ɪt/ = VERB: απαγορεύω;
USER: απαγορεύει, απαγόρευση, την απαγόρευση, απαγορεύουν, που απαγορεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
prohibition
/ˌprəʊ.ɪˈbɪʃ.ən/ = NOUN: απαγόρευση, ποτοαπαγόρευση;
USER: απαγόρευση, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, απαγόρευση αυτή, την απαγόρευση
GT
GD
C
H
L
M
O
prohibits
/prəˈhɪb.ɪt/ = VERB: απαγορεύω;
USER: απαγορεύει, απαγορεύει την, απαγορεύει τις, απαγορεύει τη, απαγορεύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
project
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
promote
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: την προώθηση της, προώθηση της, προώθηση, την προώθηση, προωθήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
promptly
/ˈprɒmpt.li/ = ADVERB: ταχέως, αμελλητί, προθυμώς;
USER: ταχέως, αμελλητί, αμέσως, άμεσα, έγκαιρα
GT
GD
C
H
L
M
O
proper
/ˈprɒp.ər/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, καθώς πρέπει, αρμόζων, κύριος, ίδιος, κόσμιος;
USER: κατάλληλος, σωστή, ορθή, κατάλληλη, κατάλληλο, κατάλληλο
GT
GD
C
H
L
M
O
properly
/ˈprɒp.əl.i/ = ADVERB: δεόντως, καταλλήλως;
USER: δεόντως, καταλλήλως, σωστά, κατάλληλα, ορθή, ορθή
GT
GD
C
H
L
M
O
property
/ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, κυριότητα, ιδιότης, κυριότης;
USER: ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιότητα, κυριότητα, ιδιοκτησίας
GT
GD
C
H
L
M
O
proposal
/prəˈpəʊ.zəl/ = NOUN: πρόταση;
USER: πρόταση, πρότασης, πρόταση της, την πρόταση, πρότασή
GT
GD
C
H
L
M
O
proposed
/prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω;
USER: προτείνει, προτείνεται, πρότεινε, προταθεί, προτείνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
proposing
/prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω;
USER: προτείνοντας, προτείνει, προτείνουν, πρόταση, προτείνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
proprietary
/p(r)əˈprī-iˌterē/ = ADJECTIVE: ιδιόκτητος, ιδιοκτητικός;
NOUN: ιδιοκτήτης, όμιλος κτηματίων, κατάλογος ιδιοκτητών;
USER: ιδιόκτητο, ιδιοκτησιακό, ιδιόκτητα, ιδιόκτητων, αποκλειστικές
GT
GD
C
H
L
M
O
prospective
/prəˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: υποψήφιος, αναμενόμενος, προορατικός, προσδοκώμενος;
USER: υποψήφιος, υποψήφιους, προοπτική, μελλοντικούς, τους υποψήφιους
GT
GD
C
H
L
M
O
protect
/prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω;
USER: προστασία, την προστασία, προστατεύουν, προστατεύσουν, προστατεύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
protected
/prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω;
USER: προστατεύονται, προστατεύεται, προστατευμένο, προστατευμένη, προστασία
GT
GD
C
H
L
M
O
protecting
/prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω;
USER: προστασία, προστατεύοντας, προστασίας, την προστασία των, την προστασία
GT
GD
C
H
L
M
O
protection
/prəˈtek.ʃən/ = NOUN: προστασία, προάσπιση, περιφρούρηση;
USER: προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, προστασία του
GT
GD
C
H
L
M
O
protective
/prəˈtek.tɪv/ = ADJECTIVE: προστατευτικός;
USER: προστατευτικός, προστασίας, προστατευτικό, προστατευτική, προστατευτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
proud
/praʊd/ = ADJECTIVE: υπερήφανος, περήφανος, φιλότιμος;
USER: υπερήφανος, περήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανη
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provided
/prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
providence
/ˈprɒv.ɪ.dəns/ = NOUN: πρόνοια, οικονομία;
USER: πρόνοια, Providence, Πρόβιντενς, την πρόνοια, πρόνοια του
GT
GD
C
H
L
M
O
provides
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
provision
/prəˈvɪʒ.ən/ = NOUN: πρόβλεψη, πρόνοια, όρος, φροντίδα;
VERB: εφοδιάζω;
USER: πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχή, παροχής
GT
GD
C
H
L
M
O
prudent
/ˈpruː.dənt/ = ADJECTIVE: συνετός, φρόνιμος, νουνεχής;
USER: συνετός, συνετή, συνετής, συνετό, φρόνιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
purchase
/ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο;
VERB: αγοράζω, ψωνίζω;
USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
purchased
/ˈpɜː.tʃəs/ = VERB: αγοράζω, ψωνίζω;
USER: αγοραστεί, αγόρασε, αγοράζονται, αγοράστηκε, αγοράστηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
purchasing
/ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός;
USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική
GT
GD
C
H
L
M
O
purpose
/ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός;
VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: σκοπός, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού
GT
GD
C
H
L
M
O
purposes
/ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός;
VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: σκοπούς, τους σκοπούς, λόγους, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
pursuit
/pəˈsjuːt/ = NOUN: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, ασχολία;
USER: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, άσκηση, την άσκηση
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
qualifications
/ˌkwɒl.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: προσόν, επιφύλαξη, όρος, τροποποίηση;
USER: προσόντων, προσόντα, επαγγελματικών προσόντων, τα προσόντα, τίτλων
GT
GD
C
H
L
M
O
qualified
/ˈkwɒl.ɪ.faɪd/ = ADJECTIVE: αρμόδιος, πτυχιούχος, έχων τα προσόντα, επιφυλακτικός, περιορισμένος, τροποποιημένος;
USER: ειδική, ειδικευμένο, προσόντα, ειδικευμένου, εξειδικευμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
quarterly
/ˈkwɔː.təl.i/ = ADJECTIVE: τριμηνιαίος, τρίμηνος;
USER: τριμηνιαίος, τριμηνιαία, τριμηνιαίων, τριμηνιαίες, ανά τρίμηνο
GT
GD
C
H
L
M
O
question
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
questions
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
quick
/kwɪk/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως;
ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, γοργός, ζωηρός;
USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορο, γρήγορη, τον γρήγορο, τον γρήγορο
GT
GD
C
H
L
M
O
quite
/kwaɪt/ = ADVERB: αρκετά, εντελώς, μάλλον, όλως, πράγματι;
USER: αρκετά, εντελώς, πολύ, είναι αρκετά, απολύτως, απολύτως
GT
GD
C
H
L
M
O
quo
/ˌkwɪd.prəʊˈkwəʊ/ = USER: quo, στάτους, υφιστάμενης, υπάρχουσας, ισχύον
GT
GD
C
H
L
M
O
race
/reɪs/ = NOUN: φυλή, αγώνας, γένος, ράτσα, αγώνας δρόμου, δρόμος, έθνος, γενεά, αγών δρόμου, σόι;
VERB: τρέχω, παρατρέχω;
USER: φυλή, αγώνας, γένος, αγώνα, φυλής
GT
GD
C
H
L
M
O
raising
/rāz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: αύξηση, αυξάνοντας, ευαισθητοποίησης, την αύξηση, η αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
rarely
/ˈreə.li/ = ADVERB: σπανίως;
USER: σπανίως, σπάνια, σπανιότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
rate
/reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη;
VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω;
USER: τιμή, βαθμός, αναλογία, κόστος, ποσοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
read
/riːd/ = NOUN: ανάγνωση;
VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω;
USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
readily
/ˈred.ɪ.li/ = ADVERB: πρόθυμα, ετοίμως, προθυμώς;
USER: πρόθυμα, εύκολα, άμεσα, εύκολα να, αμέσως
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
really
/ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς;
USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
reason
/ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα;
VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω;
USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για
GT
GD
C
H
L
M
O
reasonable
/ˈrēz(ə)nəbəl/ = ADJECTIVE: λογικός;
USER: λογικός, εύλογη, εύλογο, λογική, λογικό
GT
GD
C
H
L
M
O
reasons
/ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό;
USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που
GT
GD
C
H
L
M
O
rebates
/ˈriː.beɪt/ = NOUN: έκπτωση, επιστροφή χρημάτων;
USER: εκπτώσεις, εκπτώσεων, επιστροφές, οι εκπτώσεις, μειώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
receipt
/rɪˈsiːt/ = NOUN: παραλαβή, λήψη, απόδειξη, απόδειξη παραλαβής, εξοφλητική απόδειξη, εξοφλητήριο;
VERB: εξοφλώ, δίδω απόδειξη λήψεως;
USER: παραλαβή, απόδειξη, λήψη, παραλαβής, την παραλαβή
GT
GD
C
H
L
M
O
receive
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
received
/rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη
GT
GD
C
H
L
M
O
receives
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνει, δέχεται, παραλαμβάνει, εισπράττει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
receiving
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: παραλαβή, λήψη, λαμβάνουν, λαμβάνει, υποδοχής
GT
GD
C
H
L
M
O
recently
/ˈriː.sənt.li/ = ADVERB: πρόσφατα, προσφάτως;
USER: πρόσφατα, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη
GT
GD
C
H
L
M
O
reception
/rɪˈsep.ʃən/ = NOUN: ρεσεψιόν, υποδοχή, λήψη, δεξίωση, αποδοχή;
USER: υποδοχή, δεξίωση, ρεσεψιόν, λήψη, υποδοχής
GT
GD
C
H
L
M
O
recipient
/rɪˈsɪp.i.ənt/ = NOUN: παραλήπτης, δέκτης;
ADJECTIVE: δεκτικός;
USER: παραλήπτης, δέκτης, παραλήπτη, αποδέκτη, δικαιούχος
GT
GD
C
H
L
M
O
recognize
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
recognizing
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζοντας, αναγνώριση, την αναγνώριση, αναγνωρίζει, αναγνωρίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
recommend
/ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω;
USER: συνιστώ, συστήνω, προτείνω, προτείνουμε, συνιστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
recommended
/ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω;
USER: συνιστάται, συνιστώμενη, συνιστώνται, συνέστησε, Συνιστώμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
recommends
/ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω;
USER: συνιστά, συστήνει, συνιστά να, προτείνει, συνιστά την
GT
GD
C
H
L
M
O
record
/rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου;
VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω;
USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
recorded
/riˈkôrd/ = ADJECTIVE: εγγεγραμμένος;
USER: καταγράφονται, καταγράφεται, καταγράφηκαν, πραγματική, καταγραφεί
GT
GD
C
H
L
M
O
records
/rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου;
VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω;
USER: αρχεία, εγγραφές, αρχείων, εγγραφών, μητρώα
GT
GD
C
H
L
M
O
reduced
/riˈd(y)o͞os/ = ADJECTIVE: μειωμένος;
USER: μειωμένος, μειωθεί, μειώνεται, μειώθηκε, μειωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
reducing
/rɪˈdjuːs/ = ADJECTIVE: αναγωγικός;
USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση των, τη μείωση, μείωση του
GT
GD
C
H
L
M
O
referenced
/ˈrefərəns/ = USER: αναφερόμενο, αναφέρεται, αναφέρονται, αναφορά, που αναφέρεται
GT
GD
C
H
L
M
O
referred
/rɪˈfɜːr/ = ADJECTIVE: ανεξεταστέος;
USER: αναφέρεται, που, αναφέρονται, που αναφέρονται, που αναφέρεται
GT
GD
C
H
L
M
O
reflect
/rɪˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω;
USER: αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, απεικονίζουν, εκφράζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
refuse
/rɪˈfjuːz/ = NOUN: απορρίμματα, σκουπίδια, σκύβαλα;
VERB: αρνούμαι, απορρίπτω;
USER: απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
regarding
/rɪˈɡɑː.dɪŋ/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη;
VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ;
USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά την, όσον αφορά, για
GT
GD
C
H
L
M
O
regardless
/rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής;
USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα
GT
GD
C
H
L
M
O
region
/ˈriː.dʒən/ = NOUN: περιοχή, χώρα, πολίτευμα;
USER: περιοχή, περιοχής, περιφέρεια, περιφέρειας, περιοχή του
GT
GD
C
H
L
M
O
regional
/ˈriː.dʒən.əl/ = ADJECTIVE: περιφερειακός, τοπικός, χωρικός;
USER: περιφερειακός, περιφερειακών, περιφερειακές, περιφερειακή, περιφερειακό
GT
GD
C
H
L
M
O
regular
/ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: τακτικός, κανονικός, μόνιμος, ομαλός, ανελλιπής, συμμετρικός;
USER: τακτικός, κανονικός, τακτική, τακτικές, τακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
regularly
/ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADVERB: τακτικά, μόνιμα;
USER: τακτικά, τακτική, συχνά, τακτά, κανονικά
GT
GD
C
H
L
M
O
regulated
/ˈreɡ.jʊ.leɪt/ = VERB: ρυθμίζω, κανονίζω, ρεγουλάρω;
USER: ρυθμίζεται, ρυθμίζονται, ρυθμιστεί, ρυθμιζόμενες, διέπονται
GT
GD
C
H
L
M
O
regulation
/ˌreɡ.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: κανονισμός, ρύθμιση;
USER: ρύθμιση, κανονισμός, κανονισμού, κανονισμό, του κανονισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
regulations
/ˌreɡ.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: κανονισμοί;
USER: κανονισμοί, κανονισμούς, κανονισμών, κανονιστικές, κανονιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
reinforce
/ˌriː.ɪnˈfɔːs/ = VERB: ενισχύω;
USER: ενισχύσουν, ενίσχυση, ενισχύουν, ενισχύσει, να ενισχύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
related
/rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων;
USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relating
/rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ;
USER: σχετικά, σχετικά με, αφορούν, που αφορούν, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relation
/rɪˈleɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, αναφορά, συγγένεια, αφήγηση, διήγηση;
USER: σχέση, αφορά, σχέση με, σχετικά, όσον αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
relationship
/rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια;
USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση
GT
GD
C
H
L
M
O
relationships
/rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια;
USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
relative
/ˈrel.ə.tɪv/ = NOUN: συγγενής;
ADJECTIVE: σχετικός, αναφορικός, συγκριτικός;
USER: συγγενής, σχετικός, σχετική, σχέση, σε σχέση
GT
GD
C
H
L
M
O
relatives
/ˈrel.ə.tɪv/ = NOUN: συγγενής;
USER: συγγενείς, συγγενών, οι συγγενείς, τους συγγενείς
GT
GD
C
H
L
M
O
release
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
releases
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
USER: κυκλοφορίες, δελτία, απελευθερώσεις, απελευθερώνει, Releases
GT
GD
C
H
L
M
O
releasing
/rɪˈliːs/ = VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: απελευθερώνοντας, απελευθέρωση, την απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευση
GT
GD
C
H
L
M
O
relentlessly
/rɪˈlent.ləs/ = USER: αδυσώπητα, αμείλικτα, ασταμάτητα, ακατάπαυστα, ανελέητα
GT
GD
C
H
L
M
O
reliability
/rɪˈlaɪə.bl̩/ = NOUN: αξιοπιστία,, την αξιοπιστία, αξιοπιστία του
GT
GD
C
H
L
M
O
religion
/rɪˈlɪdʒ.ən/ = NOUN: θρησκεία;
USER: θρησκεία, θρησκείας, τη θρησκεία, της θρησκείας, θρησκεύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
rely
/rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση;
USER: βασίζονται, επικαλούνται, επικαλεστεί, στηρίζονται, στηριχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
remain
/rɪˈmeɪn/ = VERB: μένω, διατελώ, απομένω, υπολείπομαι;
USER: παραμένουν, εξακολουθούν να, παραμείνει, παραμένει, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
remains
/rɪˈmeɪnz/ = NOUN: λείψανα, απομεινάρια, ερείπιο, εναπολείμματα;
USER: λείψανα, παραμένει, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, παραμένουν
GT
GD
C
H
L
M
O
remarks
/rɪˈmɑːk/ = NOUN: παρατήρηση;
VERB: παρατηρώ, αναβαθμολογώ, επιβιβάζομαι πάλι;
USER: Παρατηρήσεις, Οι παρατηρήσεις, τις παρατηρήσεις, σχόλια, παρατηρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
remember
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
rendered
/ˈren.dər/ = VERB: προσφέρω, ανταποδίδω, καθιστώ;
USER: καθίστανται, καθίσταται, παρεχόμενων, παρέχονται, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
repeatedly
/rɪˈpiː.tɪd.li/ = ADVERB: επανειλημμένα, επανειλημμένως;
USER: επανειλημμένα, επανειλημμένως, επανάληψη
GT
GD
C
H
L
M
O
report
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
reported
/rɪˈpɔː.tɪd/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: ανέφερε, αναφερθεί, αναφερόμενη, αναφέρθηκαν, ανέφεραν
GT
GD
C
H
L
M
O
reporting
/rɪˈpɔːt/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεων, την υποβολή εκθέσεων, υποβολή εκθέσεων, αναφορά, αναφοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
reports
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
representative
/ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας;
ADJECTIVE: αντιπροσωπευτικός;
USER: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εντολοδόχος, αντιπροσωπευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
representatives
/ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας;
USER: εκπροσώπους, εκπρόσωποι, αντιπρόσωποι, εκπροσώπων, οι εκπρόσωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
representing
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: εκπροσωπούν, που αντιπροσωπεύουν, που εκπροσωπούν, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
reprisals
/riˈprīzəl/ = USER: αντίποινα, αντιποίνων, τα αντίποινα, για αντίποινα, σε αντίποινα,
GT
GD
C
H
L
M
O
reputable
/ˈrep.jʊ.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: ευυπόληπτος;
USER: ευυπόληπτος, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστο, αξιόπιστους
GT
GD
C
H
L
M
O
reputation
/ˌrep.jʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: φήμη, υπόληψη;
USER: φήμη, υπόληψη, τη φήμη, φήμης, η φήμη, η φήμη
GT
GD
C
H
L
M
O
request
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: ζητήσει, να ζητήσει, ζητήσουν, ζητούν, ζητά
GT
GD
C
H
L
M
O
requests
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
require
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
required
/rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
requirement
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαίτηση, υποχρέωση, προϋπόθεση, απαίτησης, απαιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
requirements
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές
GT
GD
C
H
L
M
O
requires
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
resale
/ˌriːˈseɪl/ = NOUN: μεταπώληση;
USER: μεταπώληση, μεταπώλησης, επαναπώληση, παρακολούθησης, μεταπωλήσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
reserves
/rɪˈzɜːv/ = NOUN: απόθεμα, επιφύλαξη, εφεδρεία, έφεδρος;
USER: αποθεματικά, αποθεματικών, αποθέματα, αποθεμάτων, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
resolved
/rɪˈzɒlvd/ = ADJECTIVE: αποφασισμένος;
USER: επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, επιλύεται, λυθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
resolving
/rɪˈzɒlv/ = VERB: αποφασίζω, αναλύω, διαλύομαι, ξεμπερδεύω;
USER: επίλυση, την επίλυση, επίλυσης, επίλυση των, την επίλυση των
GT
GD
C
H
L
M
O
resource
/rɪˈzɔːs/ = NOUN: πόρος, μέσο, εφευρετικότητα, προσόν;
USER: πόρος, πόρων, των πόρων, πόρο, πόρου
GT
GD
C
H
L
M
O
resources
/ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι;
USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους
GT
GD
C
H
L
M
O
respect
/rɪˈspekt/ = NOUN: σεβασμός, εκτίμηση, σέβας;
VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ;
USER: σεβασμός, αφορά, για, σεβασμό, όσον αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
respects
/rɪˈspekt/ = NOUN: σέβη;
USER: απόψεις, σέβεται, σημεία, άποψη, τις απόψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
respond
/rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: ανταποκρίνονται, ανταποκριθεί, ανταποκριθούν, απαντήσει, ανταποκρίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
response
/rɪˈspɒns/ = NOUN: απάντηση, απόκριση, αντίλογος, αντίφωνο;
USER: απάντηση, απόκριση, ανταπόκριση, απόκρισης, αντίδραση
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibilities
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία;
USER: ευθυνών, ευθύνες, αρμοδιότητες, αρμοδιοτήτων, τις ευθύνες
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibility
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
responsible
/rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος;
USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι
GT
GD
C
H
L
M
O
restrict
/rɪˈstrɪkt/ = VERB: περιορίζω, περιστέλλω;
USER: περιορίσει, περιορίζουν, περιορίζει, περιορισμό, περιορίσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
restrictions
/rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός;
USER: περιορισμούς, περιορισμοί, περιορισμών, τους περιορισμούς, οι περιορισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
restrictive
/rɪˈstrɪk.tɪv/ = ADJECTIVE: περιοριστικός, περισταλτικός, κατασταλτικός;
USER: περιοριστικός, περιοριστικά, περιοριστικών, περιοριστική, περιοριστικές
GT
GD
C
H
L
M
O
result
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
retain
/rɪˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, κρατώ, παρακρατώ, μισθώ;
USER: διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρήσει, να διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
retained
/rɪˈteɪn/ = ADJECTIVE: έκτακτος;
USER: διατηρούνται, διατηρηθεί, διατηρείται, διατηρηθούν, διατήρησε
GT
GD
C
H
L
M
O
retaliation
/rɪˈtæl.i.eɪt/ = NOUN: αντίποινα, αντεκδίκηση;
USER: αντίποινα, αντεκδίκηση, αντιποίνων, επιβολής αντιποίνων, ανταπόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
retired
/rɪˈtaɪəd/ = ADJECTIVE: συνταξιούχος, απόμερος;
NOUN: αποσυρθείς;
USER: συνταξιούχος, αποσύρθηκε, συνταξιούχων, συνταξιοδοτηθεί, συνταξιοδοτήθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
return
/rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα;
VERB: επιστρέφω;
USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
returned
/riˈtərn/ = ADJECTIVE: γύριστος;
USER: επέστρεψε, επιστρέφονται, επιστρέφεται, επέστρεψαν, επιστραφεί, επιστραφεί
GT
GD
C
H
L
M
O
reveals
/rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω;
USER: αποκαλύπτει, φανερώνει, προκύπτει, δείχνει, αποκαλύψει
GT
GD
C
H
L
M
O
revenues
/ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος;
USER: έσοδα, τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από
GT
GD
C
H
L
M
O
review
/rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση;
VERB: αναθεωρώ;
USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, επανεξετάζει, επανεξετάσει, αναθεωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
reviewed
/ˌpɪə.rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ;
USER: αξιολόγηση, κριτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
reviewing
/rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ;
USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, την αναθεώρηση, την επανεξέταση, επανεξετάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
rigging
/ˈrɪɡ.ɪŋ/ = NOUN: νοθεία, εξάρτιση, συρματολογία;
USER: νοθεία, εξάρτιση, ξάρτια, νοθείας, ξαρτιών
GT
GD
C
H
L
M
O
right
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος;
ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
rights
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δικαιώματα, τα δικαιώματα, δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων, δικαιώματα των
GT
GD
C
H
L
M
O
risk
/rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση;
VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω;
USER: κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
GT
GD
C
H
L
M
O
road
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
ADJECTIVE: χερσαίος;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
role
/rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο;
USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που
GT
GD
C
H
L
M
O
routing
/raʊt/ = NOUN: δρομολόγηση;
USER: δρομολόγηση, δρομολόγησης, τη δρομολόγηση, routing, διαδρομής
GT
GD
C
H
L
M
O
rule
/ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση;
VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω;
USER: αποφανθεί, αποκλείει, κανόνα, αποκλειστεί, αποκλείσει, αποκλείσει
GT
GD
C
H
L
M
O
rules
/ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση;
VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω;
USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
rumor
/ˈruː.mər/ = NOUN: φήμη, φήμη, θρύλος, θρύλος, διάδοση, διάδοση;
VERB: διαδίδω, διαδίδω, φημολογώ, φημολογώ;
USER: φήμη, φήμες, φήμης, η φήμη, φήμη που
GT
GD
C
H
L
M
O
rush
/rʌʃ/ = NOUN: βιασύνη, ορμή, βία, σπάρτο, βούρλο;
VERB: ορμώ, σπεύδω;
USER: βιασύνη, βιαστούμε, σπεύσει, βιαστείτε, βιασύνη για
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sacrificing
/ˈsakrəˌfīs/ = VERB: θυσιάζω;
USER: θυσιάζοντας, θυσιάζει, θυσιάζουν, θυσιάζεται, θυσιάζεται η
GT
GD
C
H
L
M
O
safe
/seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός;
NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο;
USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
GT
GD
C
H
L
M
O
safeguard
/ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση;
VERB: προστατεύω;
USER: προστασία, εξασφάλιση, διασφάλισης, διασφάλιση, διαφύλαξη
GT
GD
C
H
L
M
O
safeguards
/ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση;
USER: διασφαλίσεις, εγγυήσεις, διασφαλίσεων, εγγυήσεων, διασφάλισης
GT
GD
C
H
L
M
O
safety
/ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά;
ADJECTIVE: ασφαλής;
USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
sale
/seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία;
USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
sanctions
/ˈsæŋk.ʃənzˌbʌs.tɪŋ/ = NOUN: κύρωση, έγκριση, επικύρωση, επιδοκιμασία;
USER: κυρώσεων, κυρώσεις, τις κυρώσεις, οι κυρώσεις, των κυρώσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
satisfied
/ˈsæt.ɪs.faɪd/ = VERB: ικανοποιώ, ευχαριστώ, χορταίνω, αποτίνω;
USER: Ικανοποιημένοι, ικανοποιημένος, ικανοποιημένων, ικανοποιημένους, Satisfied
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
says
/seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η
GT
GD
C
H
L
M
O
scheme
/skiːm/ = NOUN: σχέδιο, σχεδιάγραμμα, συνδυασμός, σκευωρία;
VERB: σχεδιάζω, σκευωρώ;
USER: σχέδιο, καθεστώς, καθεστώτος, σύστημα, συστήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
scrutiny
/ˈskruː.tɪ.ni/ = NOUN: λεπτομερής έλεγχος, προσεκτική εξέταση, λεπτομερής εξέταση, εξονύχιση;
USER: έλεγχο, έλεγχος, ελέγχου, εξέταση, έλεγχο που
GT
GD
C
H
L
M
O
search
/sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο;
VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ;
USER: αναζήτηση, Αναζητήστε, αναζητήσετε, αναζήτησης, ψάξετε
GT
GD
C
H
L
M
O
secretarial
/ˌsek.rəˈteə.ri.əl/ = ADJECTIVE: γραμματέως, καθήκοντα γραμματέα;
USER: γραμματέως, γραμματειακής, γραμματείας, γραμματειακή, γραμματειακής υποστήριξης
GT
GD
C
H
L
M
O
secrets
/ˈsiː.krət/ = NOUN: μυστικό;
USER: μυστικά, τα μυστικά, απορρήτων, απόρρητα, μυστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
section
/ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή;
VERB: χωρίζω εις τμήματα;
USER: τμήμα, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
sections
/ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή;
VERB: χωρίζω εις τμήματα;
USER: τμήματα, ενότητες, τμημάτων, τα τμήματα, παραγράφους
GT
GD
C
H
L
M
O
sector
/ˈsek.tər/ = NOUN: τομέας, τομεύς;
USER: τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, κλάδο
GT
GD
C
H
L
M
O
securing
/sɪˈkjʊər/ = VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω;
USER: εξασφάλιση, την εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφάλισης, εξασφαλίζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
securities
/sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: χρεόγραφα, αξιόγραφα;
USER: χρεόγραφα, αξιόγραφα, τίτλων, κινητών αξιών, τίτλους
GT
GD
C
H
L
M
O
security
/sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής;
USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
seeking
/siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι;
USER: αναζήτηση, αναζητούν, που αναζητούν, επιδιώκουν, επιδιώκει
GT
GD
C
H
L
M
O
sees
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπει, θεωρεί, θεωρεί ότι, βγάζει, κρίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
selection
/sɪˈlek.ʃən/ = NOUN: επιλογή, εκλογή;
USER: επιλογή, επιλογής, ποικιλία, την επιλογή, συλλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
sell
/sel/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι;
USER: πωλήσει, πωλούν, πωλεί, πουλήσει, πουλήσουν, πουλήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
selling
/ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών;
USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
send
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
sending
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστολή, την αποστολή, στέλνοντας, αποστολής, αποστέλλοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
sends
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστέλλει, στέλνει, στέλνει με, έβγαλε, πήρε
GT
GD
C
H
L
M
O
senior
/ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος;
NOUN: πρεσβύτερος;
USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
sensitive
/ˈsen.sɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητικός;
USER: ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητο, ευαίσθητες, ευαίσθητων
GT
GD
C
H
L
M
O
sensitivity
/ˌsensiˈtivitē/ = USER: ευαισθησία, ευαισθησίας, την ευαισθησία
GT
GD
C
H
L
M
O
sent
/sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
sentences
/ˈsen.təns/ = NOUN: πρόταση, καταδίκη, απόφαση;
VERB: καταδικάζω;
USER: ποινές, φράσεις, ποινών, προτάσεις, καταδίκες, καταδίκες
GT
GD
C
H
L
M
O
serious
/ˈsɪə.ri.əs/ = ADJECTIVE: σοβαρός, σπουδαίος, αισθητός;
USER: σοβαρός, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό, σοβαρά
GT
GD
C
H
L
M
O
seriously
/ˈsɪə.ri.əs.li/ = ADVERB: σοβαρά, σοβαρώς;
USER: σοβαρά, σοβαρή, στα σοβαρά, σοβαρά την, σοβαρότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
served
/sɜːv/ = VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω;
USER: εξυπηρετείται, σερβίρεται, εξυπηρετούνται, υπηρέτησε, σερβίρονται
GT
GD
C
H
L
M
O
serves
/sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα;
VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω;
USER: εξυπηρετεί, χρησιμεύει, σερβίρει, υπηρετεί, χρησιμεύει για
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
serving
/ˈsɜː.vɪŋ/ = NOUN: σερβίρισμα, έκτιση;
USER: σερβίρισμα, εξυπηρετούν, σερβίρει, που εξυπηρετούν, που σερβίρει, που σερβίρει
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
setting
/ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος;
USER: ρύθμιση, τον καθορισμό, τη, καθορισμό, τη ρύθμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
several
/ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι;
PRONOUN: μερικοί;
USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες
GT
GD
C
H
L
M
O
sex
/seks/ = NOUN: φύλο, γένος;
USER: φύλο, φύλου, σεξ, το φύλο, σεξουαλική
GT
GD
C
H
L
M
O
sexual
/ˈsek.sjʊəl/ = ADJECTIVE: σεξουαλικός, φύλων, γεννητικός;
USER: σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, σεξουαλικές
GT
GD
C
H
L
M
O
shared
/ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή
GT
GD
C
H
L
M
O
shareholders
/ˈʃeəˌhəʊl.dər/ = NOUN: μέτοχος, μεριδιούχος;
USER: μετόχους, μετόχων, μέτοχοι, των μετόχων, τους μετόχους
GT
GD
C
H
L
M
O
shares
/ʃeər/ = NOUN: μερίδια, μέτοχος;
USER: μερίδια, μετοχών, μετοχές, μεριδίων, συμμερίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
sharing
/ˈdʒɒb.ʃeər/ = NOUN: μοιρασιά;
USER: ανταλλαγή, μοιράζονται, κοινή χρήση, την ανταλλαγή, μοιράζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
she
/ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη;
USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
sheet
/ʃiːt/ = NOUN: σεντόνι, οθόνη, σινδών, φύλλο χαρτού, φύλλο μέταλλου;
USER: σεντόνι, φύλλο, φύλλου, φύλλων, δελτίο
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
shown
/ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει
GT
GD
C
H
L
M
O
sign
/saɪn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα;
VERB: υπογράφω, νεύω;
USER: σήμα, σημείο, υπογράψει, υπογράψουν, εγγραφείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
signature
/ˈsɪɡ.nɪ.tʃər/ = NOUN: υπογραφή, τζίφρα;
USER: υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή
GT
GD
C
H
L
M
O
significant
/sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
GT
GD
C
H
L
M
O
similar
/ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος;
USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων
GT
GD
C
H
L
M
O
similarly
/ˈsɪm.ɪ.lə.li/ = ADVERB: ομοίως, παρομοίως;
USER: ομοίως, παρομοίως, παρόμοια, παρόμοιο
GT
GD
C
H
L
M
O
simply
/ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα;
USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
sincerely
/sɪnˈsɪə.li/ = ADVERB: ειλικρινά, ειλικρινώς;
USER: ειλικρινά, εκτίμηση, θερμά, ειλικρίνεια, με ειλικρίνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
sister
/ˈsɪs.tər/ = NOUN: αδελφή, αδερφή, νοσοκόμα, καλόγρια;
USER: αδελφή, αδερφή, η αδελφή, αδελφής, την αδελφή
GT
GD
C
H
L
M
O
situation
/ˌsɪt.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: κατάσταση, κατάστασης, περίπτωση, κατάσταση της, την κατάσταση
GT
GD
C
H
L
M
O
situations
/sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
small
/smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος;
ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος;
USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών
GT
GD
C
H
L
M
O
smaller
/smɔːl/ = ADJECTIVE: μικρότερος;
USER: μικρότερος, μικρότερο, μικρότερα, μικρότερες, μικρότερη
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
sold
/səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι;
USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
solve
/sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω;
USER: επίλυση, την επίλυση, επιλύσει, λύσει, να λύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
someone
/ˈsʌm.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια;
USER: κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον
GT
GD
C
H
L
M
O
something
/ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι;
USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για
GT
GD
C
H
L
M
O
sometimes
/ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου;
USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
soon
/suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς;
USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
sound
/saʊnd/ = NOUN: ήχος, πορθμός, στενό;
ADJECTIVE: υγιής, βαθύς, γερός, σώος, φρόνιμος;
VERB: ηχώ, διαδίδω, βαθυμετρώ, βολιδοσκοπώ;
USER: ήχος, υγιής, ακούγεται, ήχο, να ακούγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
source
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
GT
GD
C
H
L
M
O
sources
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγές, πηγών, τις πηγές, εξακριβωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
south
/saʊθ/ = NOUN: νότος;
ADJECTIVE: νότιος;
USER: νότια, νότια Προάστια, νότο, South, Νότιας
GT
GD
C
H
L
M
O
space
/speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος;
VERB: αραιώνω;
USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
speaking
/-spiː.kɪŋ/ = NOUN: ομιλία, ομιλών;
USER: ομιλία, μιλώντας, γραμμές, μιλάει, ομιλίας, ομιλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
special
/ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός;
USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
specifically
/spəˈsɪf.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: ειδικά, ειδικώς, ορισμένως;
USER: ειδικά, ειδικώς, συγκεκριμένα, ειδικότερα, ιδίως, ιδίως
GT
GD
C
H
L
M
O
spills
/spil/ = VERB: χύνω, χύνομαι;
NOUN: ξυλάκι, ξυλαράκι, χύση;
USER: διαρροές, τις διαρροές, πετρελαιοκηλίδες, οι διαρροές, διαρροών
GT
GD
C
H
L
M
O
spouse
/spaʊs/ = NOUN: σύζυγος, σύζηγος;
USER: σύζυγος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός
GT
GD
C
H
L
M
O
staffed
/staf/ = VERB: επανδρώνω;
USER: στελεχωμένο, στελεχώνεται, στελεχώνονται, στελεχωμένη, στελεχωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
stamp
/stæmp/ = NOUN: σφραγίδα, γραμματόσημο, χαρτόσημο, στάμπα, ένσημο, τύπος, σφαγίς;
VERB: σφραγίζω, χτυπώ με το πόδι, επισφραγίζω, κτυπώ με το πόδι, εντυπώ, θέτω γραμματόσημο;
USER: σφραγίδα, γραμματόσημο, χαρτόσημο, εξάλειψη, σφραγίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
standard
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο;
ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος;
USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
standards
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα;
USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες
GT
GD
C
H
L
M
O
standing
/ˈstæn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: διαρκής, μόνιμος, ακάθιστος, ιστάμενος;
NOUN: στάση, θέση, ορθοστασία, διάρκεια;
USER: διαρκής, θέση, στάση, ακάθιστος, στέκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
started
/stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
state
/steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή;
ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός;
VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών
GT
GD
C
H
L
M
O
stated
/steɪt/ = ADJECTIVE: δηλωθείς, καθορισμένος, ορισμένος;
USER: δήλωσε, δηλώνεται, αναφέρεται, ανέφερε, δήλωσαν
GT
GD
C
H
L
M
O
statements
/ˈsteɪt.mənt/ = NOUN: δήλωση, κατάσταση, ανακοίνωση, έκθεση, λογαριασμίς, γενικός λογαριασμός;
USER: δηλώσεις, καταστάσεων, καταστάσεις, δηλώσεων, τις δηλώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
states
/steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή;
VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: Τα κράτη, κράτη, αναφέρει, δηλώνει, Πολιτείες
GT
GD
C
H
L
M
O
stating
/steɪt/ = VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: δηλώνοντας, αναφέροντας, δηλώνει, αναφέρει, διευκρινίζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
stationery
/ˈsteɪ.ʃən.ər.i/ = NOUN: χαρτικά, χαρτοπωλείο, είδη γραφικής;
USER: χαρτικά, Γραφική ύλη, γραφικής ύλης, χαρτικών, χαρτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
status
/ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση;
USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος
GT
GD
C
H
L
M
O
stays
/steɪ/ = NOUN: κορσές, στηθόδεσμος, στήριγμα;
USER: μένει, παραμένει, διαμένει, διαμένουν, διαμονή
GT
GD
C
H
L
M
O
steering
/ˈstɪə.rɪŋ ˌkɒl.əm/ = NOUN: πηδαλιούχηση;
USER: πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, τιμόνι, υδραυλικό
GT
GD
C
H
L
M
O
steps
/step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα;
VERB: πατώ, βηματίζω;
USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
stock
/stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο;
VERB: εφοδιάζω;
ADJECTIVE: έτοιμος;
USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της
GT
GD
C
H
L
M
O
strategies
/ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία;
USER: στρατηγικές, στρατηγικών, τις στρατηγικές, των στρατηγικών, στρατηγικές για
GT
GD
C
H
L
M
O
street
/striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό
GT
GD
C
H
L
M
O
strengthen
/ˈstreŋ.θən/ = VERB: ενισχύω, δυναμώνω, εδραιώνω, ανδυναμώνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση, ενισχύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
strictly
/ˈstrɪkt.li/ = ADVERB: αυστηρά, αυστηρώς;
USER: αυστηρά, αυστηρώς, απολύτως, αυστηρή, στενά
GT
GD
C
H
L
M
O
strive
/straɪv/ = VERB: προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω;
USER: προσπαθούν, επιδιώξουν, προσπαθήσει, να προσπαθούν, να προσπαθήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
strong
/strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη
GT
GD
C
H
L
M
O
stronger
/strɒŋ/ = USER: ισχυρότερη, ισχυρότερες, ισχυρότερο, ισχυρότερα, ισχυρή, ισχυρή
GT
GD
C
H
L
M
O
stubs
/stʌb/ = NOUN: στέλεχος, κορμός, απομεινάρι, κοτσάνι, στέλεχος διπλοτύπου;
USER: στέλεχος, στελέχη, στελεχών, αποκόμματα
GT
GD
C
H
L
M
O
subject
/ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος;
ADJECTIVE: υποκείμενος;
VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω;
USER: θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
GT
GD
C
H
L
M
O
subjecting
/səbˈdʒɛkt/ = USER: της υποβολής του, την υποβολή του, υποβολή του, υποβολής του, υποβάλλεται το,
GT
GD
C
H
L
M
O
subjects
/ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος;
VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω;
USER: θέματα, υποκείμενα, άτομα, μαθήματα, τα θέματα
GT
GD
C
H
L
M
O
submitted
/səbˈmɪt/ = VERB: υποτάσσομαι, υπείκω;
USER: υποβάλλεται, υποβάλλονται, υποβάλλουν, υπέβαλε, υποβληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
substance
/ˈsʌb.stəns/ = NOUN: ουσία, περιεχόμενο, υπόσταση, πραγματικότητα, περιουσία, πραγματικότης;
USER: ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσίες, ουσία που
GT
GD
C
H
L
M
O
substances
/ˈsʌb.stəns/ = NOUN: ουσία, περιεχόμενο, υπόσταση, πραγματικότητα, περιουσία, πραγματικότης;
USER: ουσίες, ουσιών, ουσίες που, τις ουσίες
GT
GD
C
H
L
M
O
substantial
/səbˈstæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης, ουσιαστικός, χορταστικός;
USER: ουσιώδης, ουσιαστικός, σημαντική, ουσιαστική, σημαντικό
GT
GD
C
H
L
M
O
success
/səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ;
USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της
GT
GD
C
H
L
M
O
successful
/səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος;
USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
suggest
/səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι;
USER: προτείνω, δείχνουν, προτείνει, προτείνουν, προτείνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
suggests
/səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι;
USER: προτείνει, υποδηλώνει, υποδεικνύει, συνιστά, δείχνει
GT
GD
C
H
L
M
O
sultanate
/ˈsʌl.tə.nət/ = NOUN: σουλτανάτο;
USER: σουλτανάτο, σουλτανάτο του, σουλτανάτων, σουλτανάτου,
GT
GD
C
H
L
M
O
superior
/suːˈpɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: ανώτερος, υπέρτερος, ηγούμενος;
USER: ανώτερος, ανώτερη, superior, ανώτερο, ανώτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
supervise
/ˈsuː.pə.vaɪz/ = VERB: εποπτεύω, επιβλέπω;
USER: εποπτεύει, επιβλέπει, εποπτεύουν, επιβλέπουν, εποπτεία
GT
GD
C
H
L
M
O
supervising
/ˈsuː.pə.vaɪz/ = VERB: εποπτεύω, επιβλέπω;
USER: εποπτεία, την εποπτεία, επίβλεψη, εποπτεύει, εποπτείας
GT
GD
C
H
L
M
O
supervisor
/ˈso͞opərˌvīzər/ = NOUN: επόπτης, επιτηρητής, επιστάτης;
USER: επόπτης, επιτηρητής, επόπτη, επιβλέπων, επιβλέποντα
GT
GD
C
H
L
M
O
supplement
/ˈsʌp.lɪ.mənt/ = NOUN: συμπλήρωμα, παράρτημα;
VERB: συμπληρώνω;
USER: συμπλήρωμα, συμπλήρωση, συμπληρώσει, συμπληρώνουν, συμπληρώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
supplier
/səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτής;
USER: προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές
GT
GD
C
H
L
M
O
suppliers
/səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτές;
USER: προμηθευτές, προμηθευτών, τους προμηθευτές, οι προμηθευτές, των προμηθευτών
GT
GD
C
H
L
M
O
supplies
/səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθειες, εφόδια;
USER: προμήθειες, εφόδια, προμηθειών, παραδόσεις, εφοδιασμού, εφοδιασμού
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
supporting
/səˈpɔː.tɪŋ/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, στήριξη, την υποστήριξη, υποστηρίζοντας, υποστηρίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
sure
/ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής;
ADVERB: βέβαια;
USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
survey
/ˈsɜː.veɪ/ = NOUN: επισκόπηση, εξέταση, τοπογράφηση, καταμέτρηση;
VERB: αγναντεύω, καταμετρώ, τοπογραφώ, επισκοπώ;
USER: επισκόπηση, έρευνα, έρευνας, έρευνα του, μελέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
suspect
/səˈspekt/ = ADJECTIVE: ύποπτος;
VERB: υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, υποπτεύω;
USER: ύποπτος, υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, υποψιάζεστε, υποψιάζεστε ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
suspected
/səˈspekt/ = VERB: υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, υποπτεύω;
USER: υποψία, ύποπτα, υποψίες, υπόνοιες, υπόνοια
GT
GD
C
H
L
M
O
suspicious
/səˈspɪʃ.əs/ = ADJECTIVE: ύποπτος, καχύποπτος, δύσπιστος, φιλύποπτος;
USER: καχύποπτος, ύποπτος, ύποπτες, ύποπτων, ύποπτη
GT
GD
C
H
L
M
O
suspiciously
/səˈspɪʃ.əs.li/ = USER: καχύποπτα, ύποπτα, καχυποψία, ύποπτη, υπόπτως
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
table
/ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ;
ADJECTIVE: επιτραπέζιος;
VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση;
USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
takes
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
taking
/tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη;
ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων;
USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
talent
/ˈtæl.ənt/ = NOUN: ταλέντο, ιδιοφυία, ταλάντο;
USER: ταλέντο, ταλέντων, το ταλέντο, ταλέντου, ταλέντα
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
talking
/ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια;
ADJECTIVE: ομιλών;
USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
tangible
/ˈtæn.dʒə.bl̩/ = ADJECTIVE: απτός, αισθητός;
USER: απτά, απτή, ενσώματων, ενσώματα, απτό
GT
GD
C
H
L
M
O
target
/ˈtɑː.ɡɪt/ = NOUN: στόχος;
USER: στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων
GT
GD
C
H
L
M
O
tasks
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά
GT
GD
C
H
L
M
O
taste
/teɪst/ = NOUN: γεύση, γούστο;
VERB: δοκιμάζω;
USER: γεύση, γούστο, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
technical
/ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός;
USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
telephones
/ˈtel.ɪ.fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
USER: Τηλέφωνα, τηλεφώνων, τηλέφωνο, τα τηλέφωνα, Ασύρματα Τηλέφωνα
GT
GD
C
H
L
M
O
tell
/tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
tells
/tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: λέει, αφηγείται, ενημερώνει, πει, αναφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
temporary
/ˈtem.pər.ər.i/ = ADJECTIVE: προσωρινός;
USER: προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
termination
/ˌtɜː.mɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: λήξη, τερματισμός, τέλος, κατάληξη;
USER: λήξη, τερματισμός, τέλος, τερματισμού, τερματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
terms
/tɜːm/ = NOUN: όροι;
USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
GT
GD
C
H
L
M
O
terrorists
/ˈter.ə.rɪst/ = NOUN: τρομοκράτης;
USER: τρομοκράτες, τρομοκρατών, οι τρομοκράτες, τους τρομοκράτες, των τρομοκρατών
GT
GD
C
H
L
M
O
textron
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thank
/θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ;
USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
thing
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα
GT
GD
C
H
L
M
O
things
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
think
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
thinking
/ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη;
ADJECTIVE: σκεπτόμενος;
USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
though
/ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι;
USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
timecards
= NOUN: φύλλο παρουσίας;
USER: timecards,
GT
GD
C
H
L
M
O
timely
/ˈtaɪm.li/ = ADJECTIVE: έγκαιρος, επίκαιρος;
USER: έγκαιρος, έγκαιρη, την έγκαιρη, η έγκαιρη, έγκαιρα
GT
GD
C
H
L
M
O
times
/taɪmz/ = NOUN: φορές;
USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
together
/təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα;
USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό
GT
GD
C
H
L
M
O
told
/təʊld/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: είπε, δήλωσε, πει, είπαν, στους
GT
GD
C
H
L
M
O
toll
/təʊl/ = NOUN: διόδια, κωδωνισμός, χτύπημα καμπάνας;
VERB: φορολογώ, κωδωνίζω πενθιμώς;
USER: διόδια, διοδίων, τηλεδιοδίων, των διοδίων, φόρο
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
tool
/tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο
GT
GD
C
H
L
M
O
topics
/ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα;
USER: θέματα, τα θέματα, θεμάτων, θέματα που, ζητήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
tourism
/ˈtʊə.rɪ.zəm/ = NOUN: τουρισμός;
USER: τουρισμός, τουρισμού, τουρισμό, τον τουρισμό, του τουρισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
trade
/treɪd/ = NOUN: εμπόριο, τέχνη;
VERB: ανταλλάσσω, εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι;
USER: εμπόριο, συναλλαγές, το εμπόριο, εμπορίου, εμπορικές, εμπορικές
GT
GD
C
H
L
M
O
trademarks
/ˈtreɪd.mɑːk/ = NOUN: εμπορικό σήμα, σήμα, σήμα κατατεθέν, σήμα εργοστάσιου, φίρμα επωνυμία;
USER: εμπορικά σήματα, σήματα, τα εμπορικά σήματα, κατατεθέντα, σημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
trades
/treɪd/ = NOUN: εμπόριο, τέχνη;
VERB: ανταλλάσσω, εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι;
USER: συναλλαγές, επαγγέλματα, συναλλαγών, τις συναλλαγές, εμπορεύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
trading
/ˈtreɪ.dɪŋ/ = NOUN: εμπορία, διακίνηση;
USER: εμπορία, συναλλαγών, διαπραγμάτευση, εμπορίας, διαπραγμάτευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
traffickers
/ˈtræf.ɪ.kər/ = NOUN: εμπορευόμενος, μαυραγορίτης;
USER: διακινητές, διακινητών, εμπόρων, σωματεμπόρων, λαθρεμπόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
trafficking
/ˈtræf.ɪk/ = VERB: εμπορεύομαι;
USER: εμπορίας, εμπορίας ανθρώπων, εμπορία, διακίνησης, διακίνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
train
/treɪn/ = NOUN: αμαξοστοιχία, τρένο, τραίνο, σειρά, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος;
VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι;
USER: τρένο, αμαξοστοιχία, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
GT
GD
C
H
L
M
O
transaction
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης
GT
GD
C
H
L
M
O
transactions
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
transfer
/trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου;
VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ;
USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
transferring
/trænsˈfɜːr/ = VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ;
USER: μεταφορά, τη μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφοράς, μεταφέροντας
GT
GD
C
H
L
M
O
transmitted
/trænzˈmɪt/ = VERB: διαβιβάζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω;
USER: διαβιβάζονται, μεταδίδονται, διαβιβάζεται, μεταδιδόμενα, μεταδίδεται, μεταδίδεται
GT
GD
C
H
L
M
O
transportation
/ˌtræn.spɔːˈteɪ.ʃən/ = NOUN: μεταφορά, μεταγωγή, διαμετακόμιση, μετακόμιση;
USER: μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
transported
/trænˈspɔːt/ = VERB: μεταφέρω, μετακομίζω, διαβιβάζω, παραφέρω;
USER: μεταφέρονται, μεταφέρεται, μεταφερθούν, μεταφορά, μεταφερθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
treat
/triːt/ = NOUN: κέρασμα, τρατάρισμα;
VERB: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, περιποιούμαι, διαπραγματεύομαι, κερνώ, τρατάρω, φιλεύω;
USER: θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπεία της, θεραπεία του, αντιμετωπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
treated
/triːt/ = ADJECTIVE: κέραστος;
USER: αγωγή, αντιμετωπίζεται, θεραπεία, αντιμετωπίζονται, επεξεργασία
GT
GD
C
H
L
M
O
treatment
/ˈtriːt.mənt/ = NOUN: θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, κατεργασία;
USER: θεραπεία, αγωγή, μεταχείριση, κατεργασία, θεραπείας
GT
GD
C
H
L
M
O
tremendous
/trɪˈmen.dəs/ = ADJECTIVE: τρομακτικός, καταπληκτικός, τρομαχτικός;
USER: τεράστια, τεράστιες, τεράστιο, τρομερή, τρομακτική
GT
GD
C
H
L
M
O
trip
/trɪp/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, περιοδεία, παραπάτημα;
VERB: σκοντάπτω, βαδίζω ελαφρώς, κάνω κάποιον να σκοντάψει;
USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, Εκδρομή
GT
GD
C
H
L
M
O
trust
/trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός;
VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση;
USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
try
/traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω;
NOUN: δοκιμή, προσπάθεια;
USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
turn
/tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος;
VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει
GT
GD
C
H
L
M
O
turned
/tərn/ = VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: γύρισε, στράφηκε, μετατράπηκε, στράφηκαν, μετατραπεί, μετατραπεί
GT
GD
C
H
L
M
O
turns
/tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος;
VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: αποδεικνύεται, γυρίζει, μετατρέπει, στροφές, τελικά
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
types
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους
GT
GD
C
H
L
M
O
typically
/ˈtɪp.ɪ.kəl.i/ = USER: τυπικά, συνήθως, κατά κανόνα, κανόνα, τυπικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
u
/ju/ = USER: u, u Κάντε, κα, το u, Κάντε u,
GT
GD
C
H
L
M
O
unannounced
/ˌʌn.əˈnaʊnst/ = ADJECTIVE: απροειδοποίητος;
USER: αιφνιδιαστικές, αιφνιδιαστικά, αιφνίδιες, αιφνιδιαστικών, αιφνίδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
unauthorized
/ˌənˈôTHəˌrīzd/ = ADJECTIVE: ανεξουσιοδότητος;
USER: μη εξουσιοδοτημένη, χωρίς άδεια, παράνομη, μη εξουσιοδοτημένης, παράνομης
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
understandable
/ˌəndərˈstandəbəl/ = ADJECTIVE: κατανοητός, νοητός, καταληπτός;
USER: κατανοητός, κατανοητό, κατανοητή, κατανοητές, κατανοητά
GT
GD
C
H
L
M
O
understanding
/ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση;
USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης
GT
GD
C
H
L
M
O
unethical
/ˌʌnˈeθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: αήθης, ανέντιμος, μη συνεπής προς την επιστημονικήν συνήθειαν;
USER: αήθης, ανήθικη, ανήθικο, ανήθικες, αντιδεοντολογική
GT
GD
C
H
L
M
O
unfit
/ʌnˈfɪt/ = ADJECTIVE: ανίκανος, ακατάλληλος;
USER: ανίκανος, ακατάλληλος, ακατάλληλα, ακατάλληλο, είναι ακατάλληλα
GT
GD
C
H
L
M
O
union
/ˈjuː.ni.ən/ = NOUN: ένωση, συνένωση, συντεχνία;
USER: ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, Union, συνδικαλιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
unit
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
united
/jʊˈnaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ενωμένος, ενιαίος, ηνωμένος;
USER: ενωμένος, ενιαίος, Ηνωμένες, Ηνωμένο, ενωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
units
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
unless
/ənˈles/ = CONJUNCTION: εκτός, εάν, εί μη;
USER: εκτός, εάν, εκτός εάν, εκτός αν, αν
GT
GD
C
H
L
M
O
unlikely
/ʌnˈlaɪ.kli/ = ADVERB: απίθανος, ανομοίως;
USER: απίθανος, απίθανο, πιθανό, απίθανη, μάλλον απίθανο
GT
GD
C
H
L
M
O
until
/ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε;
CONJUNCTION: ώσπου, ότου;
USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να
GT
GD
C
H
L
M
O
untrue
/ʌnˈtruː/ = ADJECTIVE: αναληθής;
USER: αναληθής, αναληθές, αναληθείς, αναληθή, ψευδή
GT
GD
C
H
L
M
O
unwelcome
/ʌnˈwel.kəm/ = ADJECTIVE: ανεπιθύμητος;
USER: ανεπιθύμητος, ανεπιθύμητη, είναι ανεπιθύμητη, ανεπιθύμητες, δυσάρεστη
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
upon
/əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις;
USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά
GT
GD
C
H
L
M
O
urgent
/ˈɜː.dʒənt/ = ADJECTIVE: επείγων, κατεπείγων;
USER: επείγων, επείγουσα, επείγουσες, επείγοντα, επείγον
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
v
/viː/ = USER: v, κατά, ν
GT
GD
C
H
L
M
O
valuable
/ˈvæl.jʊ.bl̩/ = ADJECTIVE: πολύτιμος;
USER: πολύτιμος, πολύτιμη, πολύτιμο, πολύτιμες, πολύτιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
valuation
/ˌvæl.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξία;
USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξία, αποτίμησης, αποτίμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
value
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
values
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές
GT
GD
C
H
L
M
O
variety
/vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος;
USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα
GT
GD
C
H
L
M
O
various
/ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους;
USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους
GT
GD
C
H
L
M
O
vary
/ˈveə.ri/ = VERB: ποικίλλω, διαφέρω, αλλάσσω;
USER: ποικίλλουν, ποικίλλει, ποικίλουν, ποικίλει, διαφέρουν
GT
GD
C
H
L
M
O
venture
/ˈven.tʃər/ = NOUN: τόλμημα, διακύβευση;
VERB: τολμώ, αποτολμώ, ριψοκινδυνεύω;
USER: επιχείρηση, επιχείρησης, επιχειρηματικών, εγχείρημα, επιχειρηματικά
GT
GD
C
H
L
M
O
verify
/ˈver.ɪ.faɪ/ = VERB: επαληθεύω, επιβεβαιώ, επικυρώ;
USER: επαληθεύει, επαλήθευση, επαληθεύουν, επαληθεύσει, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
vessel
/ˈves.əl/ = NOUN: σκάφος, πλοίο, αγγείο, σωλήν;
USER: σκάφος, πλοίο, αγγείο, σκάφους, δοχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
veteran
/ˈvet.ər.ən/ = NOUN: βετεράνος, παλαίμαχος, απόστρατος, απόμαχος;
USER: βετεράνος, παλαίμαχος, παλαίμαχο, βετεράνο, βετεράνου
GT
GD
C
H
L
M
O
via
/ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου;
USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των
GT
GD
C
H
L
M
O
vice
/vaɪs/ = NOUN: μέγγενη, κακία, ελάττωμα, φαυλότητα, βίτσιο, σφιγκτήρ, φαυλότης, αντικαταστάτης;
USER: κακία, μέγγενη, αντιπρόεδρος, αντιπροέδρου, αντιπρόεδρο
GT
GD
C
H
L
M
O
view
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ
GT
GD
C
H
L
M
O
vigorously
/ˈvɪɡ.ər.əs/ = USER: σθεναρά, ζωηρά, δυναμικά, σθεναρά την, έντονα
GT
GD
C
H
L
M
O
violate
/ˈvaɪə.leɪt/ = VERB: παραβιάζω, παραβαίνω, βιάζω;
USER: παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβιάσει, παραβίαζε, παραβιάζουν τα
GT
GD
C
H
L
M
O
violation
/ˌvaɪəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: παράβαση, βεβήλωση;
USER: παράβαση, παραβίαση, παραβίασης, παράβασης, παραβιάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
violations
/ˌvaɪəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: παράβαση, βεβήλωση;
USER: παραβιάσεις, παραβιάσεων, παραβάσεις, τις παραβιάσεις, παραβιάσεις των
GT
GD
C
H
L
M
O
virtually
/ˈvɜː.tju.ə.li/ = ADVERB: πρακτικώς, κατ' ουσίαν;
USER: πρακτικώς, σχεδόν, ουσιαστικά, πρακτικά, σχεδόν σε
GT
GD
C
H
L
M
O
visa
/ˈviː.zə/ = NOUN: θεώρηση, βίζα, επικύρωση, θεώρησις διαβατήριου;
VERB: επιθεωρώ και επικυρώ;
USER: θεώρηση, βίζα, θεώρησης, θεωρήσεων, θεωρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
visiting
/ˈvizit/ = VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφτείτε, επισκέπτονται, επισκεφθείτε, που επισκέπτονται
GT
GD
C
H
L
M
O
visitors
/ˈvizitər/ = NOUN: επισκέπτης, μουσαφίρης;
USER: επισκέπτες, οι επισκέπτες, επισκεπτών, τους επισκέπτες, στους επισκέπτες
GT
GD
C
H
L
M
O
visual
/ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός;
USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
voice
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
voicemail
/ˈvɔɪ.s.meɪl/ = USER: τηλεφωνητή, αυτόματου τηλεφωνητή, φωνητικού ταχυδρομείου, φωνητικό ταχυδρομείο, ηχητικό μήνυμα
GT
GD
C
H
L
M
O
volume
/ˈvɒl.juːm/ = NOUN: τόμος, όγκος;
USER: όγκος, τόμος, όγκο, όγκου, ένταση
GT
GD
C
H
L
M
O
voucher
/ˈvaʊ.tʃər/ = NOUN: εγγυητής, απόδειξη πληρωμής, μάρτυς, διατακτική ταξιδιού, παραστατικό στοιχείο;
USER: κουπόνι, voucher, δελτίο, κουπονιών, δωροεπιταγή
GT
GD
C
H
L
M
O
wait
/weɪt/ = NOUN: αναμονή;
VERB: περιμένω, αναμένω;
USER: περιμένετε, περιμένω, περιμένουμε, περιμένει, wait, wait
GT
GD
C
H
L
M
O
waiver
/ˈweɪ.vər/ = NOUN: παραίτηση;
USER: παραίτηση, άρσης, άρση, απαλλαγή, απαλλαγή από την υποχρέωση
GT
GD
C
H
L
M
O
wants
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλει, επιθυμεί, θέλουν, θέλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
warranty
/ˈwɒr.ən.ti/ = NOUN: εγγύηση, εξουσιοδότηση;
USER: εγγύηση, εξουσιοδότηση, εγγύησης, εγγύηση καλής λειτουργίας, εγγύηση καλής
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
web
/web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή;
VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω;
USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
wedding
/ˈwed.ɪŋ/ = NOUN: γάμος, παντρεία;
ADJECTIVE: γαμήλιος;
USER: γάμος, γάμο, γάμου, γαμήλια, του γάμου
GT
GD
C
H
L
M
O
week
/wiːk/ = NOUN: εβδομάδα;
USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
welcome
/ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις;
VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι;
ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος;
USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
westminster
/ˌwestˈmɪn.stər/ = USER: Westminster, Γουέστμινστερ, Γούεστμινστερ
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
wherever
/weəˈrev.ər/ = ADVERB: οπουδήποτε;
USER: οπουδήποτε, όπου, όπου κι, όπου και, όπου και
GT
GD
C
H
L
M
O
whether
/ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε;
USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
whole
/həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο;
ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος;
USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
whom
/huːm/ = PRONOUN: ποιόν;
USER: ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποία
GT
GD
C
H
L
M
O
whose
/huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH;
USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
wide
/waɪd/ = ADJECTIVE: ευρύς, φαρδύς, πλατύς;
USER: ευρύς, ευρύ, μεγάλη, ευρεία, ευρείας, ευρείας
GT
GD
C
H
L
M
O
widely
/ˈwaɪd.li/ = USER: ευρέως, σε μεγάλο βαθμό, ευρύτατα, ευρύτερα, ευρεία
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
willing
/ˈwɪl.ɪŋ/ = ADJECTIVE: πρόθυμος, εκούσιος, επιθυμών;
USER: πρόθυμος, πρόθυμοι, πρόθυμη, διατεθειμένοι, επιθυμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
wine
/waɪn/ = NOUN: κρασί, οίνος;
VERB: ευωχώ με οίνον, κερνώ κρασί;
USER: κρασί, οίνος, οίνου, κρασιού, οίνο
GT
GD
C
H
L
M
O
wishes
/ˌbest ˈwɪʃɪz/ = NOUN: επιθυμία, ευχή, ευχές;
VERB: επιθυμώ, εύχομαι;
USER: επιθυμίες, ευχές, επιθυμεί, τις επιθυμίες, επιθυμία
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
word
/wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση;
VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων;
USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
wording
/ˈwɜː.dɪŋ/ = NOUN: διατύπωση;
USER: διατύπωση, κείμενο, γράμμα, φράση, διατύπωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
words
/wɜːd/ = NOUN: λόγια;
USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
workers
/ˈwɜː.kər/ = NOUN: εργάτης;
USER: εργαζομένων, των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι, εργαζόμενοι, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
workplace
/ˈwɜːk.pleɪs/ = USER: στο χώρο εργασίας, χώρο εργασίας, εργασίας, εργασιακό χώρο, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
workplaces
/ˈwɜːk.pleɪs/ = USER: χώρους εργασίας, εργασίας, εργασιακούς χώρους, θέσεις εργασίας, τους χώρους εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
works
/wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο;
USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
worldwide
/ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος;
USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
write
/raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω;
USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει
GT
GD
C
H
L
M
O
writings
/ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα;
USER: συγγράμματα, γραφές, γραπτά, τα γραπτά, κείμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
yes
/jes/ = INTERJECTION: Ναί!;
USER: ναί, ναι, yes, Αναφορά, Αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
GT
GD
C
H
L
M
O
yours
/jɔːz/ = PRONOUN: δικό σου, δικός σας, δικός σου, υμέτερος;
USER: δικό σου, δικός σας, δικός σου, δική σας, δικά σας
GT
GD
C
H
L
M
O
yourself
/jɔːˈself/ = PRONOUN: σύ ο ίδιος, το εαυτόν σου;
USER: τον εαυτό σας, εαυτό σας, τον εαυτό, σας, εαυτό, εαυτό
1676 words