Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
abilities /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητες, ικανοτήτων, ικανότητές, τις ικανότητες, δυνατότητες

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
above /əˈbʌv/ = PREPOSITION: πάνω από; ADVERB: άνω, άνωθεν, υπεράνω, από πάνω, ως άνωθεν, εκεί πάνω, ανώτερος σε βαθμό; USER: πάνω από, άνω, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω

GT GD C H L M O
abroad /əˈbrɔːd/ = ADVERB: στο εξωτερικό, απέξω, μακράν, έξω από το σπίτι, εκτενώς, ευρεώς, σε πλάνη, σε ταξίδι, στο ύπαιθρο, στην αλλοδάπη; NOUN: εξωτερικό; USER: στο εξωτερικό, εξωτερικό, εξωτερικού, το εξωτερικό, αλλοδαπή

GT GD C H L M O
absorbed /əbˈzɔːbd/ = VERB: απορροφώ, αφομοιώνω; USER: απορροφάται, απορροφηθεί, απορροφήθηκε, απορροφώνται, απορρόφησε

GT GD C H L M O
abuse /əˈbjuːz/ = NOUN: κατάχρηση, ύβρις; VERB: καταχρώμαι, υβρίζω; USER: κατάχρηση, abuse, κατάχρησης, προσβλητική συμπεριφορά, κακοποίησης

GT GD C H L M O
accept /əkˈsept/ = VERB: αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι; USER: αποδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δέχεται, δέχονται, δέχονται

GT GD C H L M O
acceptable /əkˈsept.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δεκτός, ευπρόσδεκτος; USER: αποδεκτό, αποδεκτά, αποδεκτές, αποδεκτή, αποδεκτός

GT GD C H L M O
acceptance /əkˈsep.təns/ = NOUN: αποδοχή, παραδοχή; USER: αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, παραλαβής

GT GD C H L M O
accepted /əkˈsep.tɪd/ = ADJECTIVE: δεκτός; USER: δεκτός, αποδεκτή, δεκτή, δεκτές, αποδεκτές

GT GD C H L M O
accepting /əkˈsept/ = VERB: αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι; USER: αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, αποδέχεται, αποδοχή των

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
accordance /əˈkɔː.dəns/ = NOUN: συμφωνία; USER: συμφωνία, σύμφωνα, βάσει, φωνα, κατά

GT GD C H L M O
accountable /əˈkaʊn.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, ευξήγητος; USER: υπεύθυνος, λογοδοτεί, υπόλογοι, υπεύθυνη, υπόλογη

GT GD C H L M O
accounting /əˈkaʊn.tɪŋ/ = NOUN: λογιστική; ADJECTIVE: λογιστικός; USER: λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικές, αντιπροσωπεύοντας

GT GD C H L M O
accounts /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς

GT GD C H L M O
accuracy /ˈæk.jʊ.rə.si/ = NOUN: ακρίβεια; USER: ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβείας

GT GD C H L M O
accurate /ˈæk.jʊ.rət/ = ADJECTIVE: ακριβής; USER: ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές

GT GD C H L M O
accurately /ˈæk.jʊ.rət/ = USER: ακρίβεια, με ακρίβεια, επακριβώς, ακριβή, ακριβώς

GT GD C H L M O
achieve /əˈtʃiːv/ /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει

GT GD C H L M O
achieved /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτυγχάνονται, επιτευχθούν, επιτεύχθηκε

GT GD C H L M O
acknowledge /əkˈnɒl.ɪdʒ/ = VERB: αναγνωρίζω, ομολογώ; USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίσουμε, γνωρίσω

GT GD C H L M O
acknowledgement /əkˈnɒl.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: αναγνώριση, ομολογία; USER: αναγνώριση, απόδειξη, βεβαίωση, αποδεικτικό, βεβαίωσης

GT GD C H L M O
acknowledgment /əkˈnɒl.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: αναγνώριση, ομολογία; USER: αναγνώριση, απόδειξη, βεβαίωση, αποδεικτικό, βεβαίωσης

GT GD C H L M O
acquired /əˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: επίκτητος; USER: αποκτήθηκαν, απέκτησε, αποκτήσει, αποκτηθεί, αποκτήθηκε

GT GD C H L M O
acquires /əˈkwī(ə)r/ = VERB: αποκτώ; USER: αποκτά, εξαγοράζει, αποκτά με, αποκτά την, εξαγοράζει την

GT GD C H L M O
acquisition /ˌæk.wɪˈzɪʃ.ən/ = NOUN: απόκτηση, απόκτημα; USER: απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
act /ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο; VERB: ενεργώ, δρω; USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει

GT GD C H L M O
acting /ˈæk.tɪŋ/ = NOUN: δράση, ενέργεια, ηθοποιία, υπόκριση; ADJECTIVE: αναπληρωματικός, πράττων; USER: δράση, ενεργεί, αποφασίζοντας, ενεργούν, ενεργώντας

GT GD C H L M O
action /ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια; USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή

GT GD C H L M O
actions /ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια; USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις

GT GD C H L M O
active /ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων; USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού

GT GD C H L M O
activities /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες; USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές

GT GD C H L M O
activity /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα; USER: δραστηριότητα, δραστικότητα, δραστηριότητας, δραστηριοτήτων, δράση

GT GD C H L M O
actual /ˈæk.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; USER: πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
addition /əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση; USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από

GT GD C H L M O
additional /əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος; USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα

GT GD C H L M O
additionally /əˈdɪʃ.ən.əl/ = USER: επιπλέον, επιπροσθέτως, Επιπρόσθετα, συμπληρωματικά, επί πλέον

GT GD C H L M O
address /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο

GT GD C H L M O
addresses /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διευθύνσεις, διευθύνσεων, τις διευθύνσεις, διεύθυνση, στην διεύθυνση

GT GD C H L M O
addressing /əˈdres/ = VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: αντιμετώπιση, αντιμετώπιση των, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζοντας, αντιμετώπιση της

GT GD C H L M O
adds /æd/ = USER: προσθέτει, προστίθεται

GT GD C H L M O
adhere /ədˈhɪər/ = VERB: εμμένω, προσκολλιέμαι; USER: τηρούν, να τηρούν, συμμορφώνονται, τηρήσουν, τηρήσει

GT GD C H L M O
adopted /əˈdɒp.tɪd/ = ADJECTIVE: θετός; USER: θεσπίζονται, εγκρίθηκε, ενέκρινε, υιοθέτησε, εξέδωσε

GT GD C H L M O
adopting /əˈdɒpt/ = VERB: υιοθετώ, ενστερίζομαι; USER: έκδοση, θέσπιση, έγκριση, την έγκριση, υιοθέτηση

GT GD C H L M O
advance /ədˈvɑːns/ = NOUN: προκαταβολή, πρόοδος, προέλαση, προπόρευση; VERB: προχωρώ, προάγω, προοδεύω, προκαταβάλλω; ADJECTIVE: προκαταβολικός; USER: προκαταβολή, πρόοδος, προωθήσει, εκ των προτέρων, προχωρήσει

GT GD C H L M O
advances /ədˈvɑːns/ = NOUN: προκαταβολή, πρόοδος, προέλαση, προπόρευση; VERB: προχωρώ, προάγω, προοδεύω, προκαταβάλλω; USER: προκαταβολές, προκαταβολών, χορηγήσεις, προόδους, εξελίξεις

GT GD C H L M O
adverse /ˈæd.vɜːs/ = ADJECTIVE: δυσμενής, αντίθετος, ενάντιος; USER: δυσμενής, δυσμενείς, ανεπιθύμητες, αρνητικές, ανεπιθύμητων

GT GD C H L M O
affairs /əˈfeər/ = NOUN: υπόθεση, συμβάν, εορτή; USER: υποθέσεις, υποθέσεων, θέματα, Θεμάτων, Πολιτικής

GT GD C H L M O
affect /əˈfekt/ = VERB: επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι; USER: επηρεάζουν, επηρεάσουν, επηρεάζει, επηρεάσει, να επηρεάσει

GT GD C H L M O
affecting /əˈfek.tɪŋ/ = ADJECTIVE: συγκινητικός; USER: επηρεάζουν, που επηρεάζουν, που επηρεάζουν την, επηρεάζει, επηρεάζουν την

GT GD C H L M O
affiliate /əˈfɪl.i.eɪt/ = VERB: υιοθετώ, εισδέχομαι μέλη, σχετίζω; USER: θυγατρικών, θυγατρική, Affiliate, θυγατρικής, εταιρικά

GT GD C H L M O
affiliated /əˈfɪl.i.eɪt/ = VERB: υιοθετώ, εισδέχομαι μέλη, σχετίζω; USER: συνδεδεμένες, συνδέονται, συνδέονται κατά, συνδεδεμένη, συνδέεται

GT GD C H L M O
afraid /əˈfreɪd/ = ADJECTIVE: φοβισμένος; USER: φοβισμένος, φοβούνται, φοβάται, φοβάστε, φοβόμαστε

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
afterwards /ˈɑːf.tə.wədz/ = ADVERB: κατόπιν, έπειτα; USER: κατόπιν, έπειτα, μετά, στη συνέχεια, συνέχεια

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
age /eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή; VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω; USER: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών

GT GD C H L M O
agencies /ˈeɪ.dʒən.si/ = NOUN: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, παράγων, μέσο; USER: υπηρεσίες, οργανισμούς, οργανισμών, οργανισμοί, γραφεία

GT GD C H L M O
agency /ˈeɪ.dʒən.si/ = NOUN: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, παράγων, μέσο; USER: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό

GT GD C H L M O
agents /ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας; USER: παράγοντες, πράκτορες, παραγόντων, μέσα, πρακτόρων

GT GD C H L M O
ago /əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον; USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ

GT GD C H L M O
air /eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς; ADJECTIVE: αεροπορικός; VERB: αερίζω; USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα

GT GD C H L M O
aircraft /ˈeə.krɑːft/ = NOUN: αεροσκάφος, αερόπλοια; USER: αεροσκάφος, αεροσκαφών, αεροσκάφη, αεροσκάφους, τα αεροσκάφη

GT GD C H L M O
alcohol /ˈæl.kə.hɒl/ = NOUN: αλκοόλ; USER: αλκοόλ, αλκοόλης, αλκοόλη, οινοπνεύματος, οινόπνευμα, οινόπνευμα

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allowable /əˈlaʊ.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: επιτρεπόμενος, επιτρεπτός; USER: επιτρεπόμενος, επιτρεπτός, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, επιτρεπόμενων

GT GD C H L M O
along /əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός; USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
alternative /ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο; ADJECTIVE: εναλλακτικός, εναλλάκτεος; USER: εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών

GT GD C H L M O
alternatively /ôlˈtərnətivlē/ = USER: εναλλακτικά, εναλλακτικώς, επικουρικώς

GT GD C H L M O
although /ɔːlˈðəʊ/ = ADVERB: αν και, παρόλο, παρά; CONJUNCTION: μολονότι; USER: παρόλο, αν και, μολονότι, παρά, αν, αν

GT GD C H L M O
always /ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς; USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα

GT GD C H L M O
am /æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.

GT GD C H L M O
ambiguity /ˌambiˈgyo͞o-itē/ = USER: ασάφεια, αμφισημία, ασάφειας, αμφισημίας, ασάφειες

GT GD C H L M O
among /əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ; USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους

GT GD C H L M O
amount /əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό; VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι; USER: ποσό, ποσότητα, ποσού, ύψος, ποσό που, ποσό που

GT GD C H L M O
amputations = NOUN: ακρωτηριασμός, αποκοπή; USER: ακρωτηριασμούς, ακρωτηριασμοί, ακρωτηριασμών, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού,

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analysis /əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση; USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
anniversary /ˌanəˈvərsərē/ = NOUN: επέτειος; USER: επέτειος, επέτειο, επετείου, χρόνια, χρόνων

GT GD C H L M O
announced /əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω; USER: ανακοίνωσε, ανήγγειλε, ανακοίνωσε την, ανακοινώθηκε, ανακοίνωσαν

GT GD C H L M O
annual /ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος; USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας

GT GD C H L M O
anonymous /əˈnɒn.ɪ.məs/ = ADJECTIVE: ανώνυμος; USER: ανώνυμος, ανώνυμο, ανώνυμα, ανώνυμη, ανώνυμες

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
answer /ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση; VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: απάντηση, απαντώ, απαντήσει, απαντήσετε, answer, answer

GT GD C H L M O
answered /ˈɑːn.sər/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: απάντησαν, απαντηθεί, απάντησε, απαντά, απαντηθούν

GT GD C H L M O
anti /ˈæn.ti/ = PREFIX: αντι-; USER: αντι, anti, κατά, καταπολέμησης, καταπολέμηση

GT GD C H L M O
anticipated /ænˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: προσδοκώ, προβλέπω, προλαμβάνω; USER: αναμένεται, προβλέπεται, προβλεφθεί, αναμενόταν, αναμένονται

GT GD C H L M O
antitrust /ˌæn.tiˈtrʌst/ = USER: αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, αντιμονοπωλιακής, αντιμονοπωλιακή, αντιμονοπωλιακών, συμπράξεων

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
anything /ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι; USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα

GT GD C H L M O
anywhere /ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε; USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε

GT GD C H L M O
appear /əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι; USER: φαίνεται, εμφανίζονται, εμφανίζεται, εμφανιστούν, εμφανιστεί

GT GD C H L M O
appearance /əˈpɪə.rəns/ = NOUN: εμφάνιση, παρουσία, παρουσιαστικό; USER: εμφάνιση, εμφάνισή, εμφάνισης, όψη, την εμφάνιση

GT GD C H L M O
applicability = USER: εφαρμογής, εφαρμοσιμότητα, εφαρμογή, δυνατότητα εφαρμογής, δυνατότητας εφαρμογής

GT GD C H L M O
applicable /əˈplɪk.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: εφαρμόσιμος; USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ισχύει, ισχύουν, εφαρμοστέο

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
applies /əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι; USER: εφαρμόζεται, ισχύει, εφαρμογή, εφαρμόζει, ισχύει και, ισχύει και

GT GD C H L M O
apply /əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι; USER: ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
appoint /əˈpɔɪnt/ = VERB: διορίζω; USER: διορίζει, διορίσει, διορίζουν, διορίσουν, ορίσει

GT GD C H L M O
appointing /əˈpɔɪnt/ = VERB: διορίζω; USER: για το διορισμό, διορισμό, το διορισμό, διορισμού, τον διορισμό

GT GD C H L M O
appointment /əˈpɔɪnt.mənt/ = NOUN: ραντεβού, διορισμός, συνέντευξη; USER: ραντεβού, διορισμός, διορισμό, διορισμού, το διορισμό

GT GD C H L M O
approach /əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση; VERB: πλησιάζω; USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της

GT GD C H L M O
approached /əˈprəʊtʃ/ = VERB: πλησιάζω; USER: πλησίασε, προσεγγιστεί, προσεγγίζεται, προσεγγίσει, προσέγγισε

GT GD C H L M O
appropriate /əˈprəʊ.pri.ət/ = ADJECTIVE: κατάλληλος; VERB: προορίζω, σφετερίζομαι; USER: κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες

GT GD C H L M O
appropriately /əˈprəʊ.pri.ət/ = USER: κατάλληλα, καταλλήλως, δεόντως, κατάλληλη, κατάλληλο

GT GD C H L M O
approval /əˈpruː.vəl/ = NOUN: έγκριση, επιδοκιμασία; USER: έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή

GT GD C H L M O
approved /əˈpruːvd/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω; USER: εγκεκριμένο, εγκρίθηκε, εγκριθεί, εγκρίνει, ενέκρινε

GT GD C H L M O
arab /ˈær.əb/ = NOUN: Άραβας, Αράπης, αραβικός ίππος; ADJECTIVE: άστεγος; USER: Άραβας, Αραβικά, arab, Αραβικής, αραβικές

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
aren /ɑːnt/ = USER: aren, έτσι δεν, έτσι δεν είναι, ενθουσιάζεστε, ενθουσιάζεστε

GT GD C H L M O
around /əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω; USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο

GT GD C H L M O
articles /ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα; USER: άρθρα, Τα άρθρα, είδη, αντικείμενα, άρθρων

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
aside /əˈsaɪd/ = ADVERB: κατά μέρος, χώρια; USER: κατά μέρος, καλλιέργειας, μέρος, άκρη, αναιρέσει

GT GD C H L M O
ask /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από

GT GD C H L M O
asked /ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς; USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από

GT GD C H L M O
asking /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ζητώντας, ζητά, ζητώντας από, ρωτώντας, ζητούν, ζητούν

GT GD C H L M O
asks /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ρωτά, ζητά, ζητεί από, ρωτάει, ζητεί, ζητεί

GT GD C H L M O
assessment /əˈses.mənt/ = NOUN: εκτίμηση, διατίμηση; USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξιολόγησης, εκτίμησης, την αξιολόγηση

GT GD C H L M O
asset /ˈæs.et/ = NOUN: κεφάλαιο, προσόν; USER: προσόν, κεφάλαιο, περιουσιακό στοιχείο, ενεργητικού, περιουσιακού στοιχείου

GT GD C H L M O
assets /ˈaset/ = NOUN: ακίνητη περιουσία, ενεργητικόν; USER: ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, περιουσιακών στοιχείων, στοιχεία ενεργητικού, περιουσιακά

GT GD C H L M O
assignment /əˈsaɪn.mənt/ = NOUN: εκχώρηση, εντολή, ανάθεση εργασίας, ανατέθεν έργο; USER: εκχώρηση, ανάθεση, εκχώρησης, ανάθεσης, αποστολή

GT GD C H L M O
assistance /əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια; USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση

GT GD C H L M O
associated /əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι; USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται

GT GD C H L M O
associates /əˈsəʊ.si.eɪt/ = NOUN: σύντροφος; USER: συνεργάτες, συγγενείς, συγγενών, συνεργατών, συνδεδεμένες

GT GD C H L M O
association /əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος; USER: σχέση, σύνδεσμος, Σύνδεσης, ένωση, Association, Association

GT GD C H L M O
assumption /əˈsʌmp.ʃən/ = NOUN: υπόθεση, ανάληψη, αξίωση, κοίμησις, κοίμηση της θεοτόκου; USER: υπόθεση, ανάληψη, παραδοχή, υποτεθεί, προϋπόθεση

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attended /əˈtend/ = VERB: φοιτώ, παραβρίσκομαι, προσέχω, ακολουθώ, υπηρετώ, διακούω; USER: παρακολούθησαν, παρακολούθησε, συμμετείχαν, παρέστη, συμμετείχε

GT GD C H L M O
attention /əˈten.ʃən/ = NOUN: σημασία, περίθαλψη; USER: προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη

GT GD C H L M O
attentions /əˈtenCHən/ = NOUN: φιλοφρονήσεις; USER: φιλοφρονήσεις, προσοχή, την προσοχή, προσοχές, προσοχής

GT GD C H L M O
attorneys /əˈtɜː.ni/ = NOUN: δικηγόρος, πληρεξούσιος; USER: δικηγόροι, δικηγόρους, δικηγόρων, πληρεξούσιους, εντολοδόχοι

GT GD C H L M O
attract /əˈtrækt/ = VERB: προσελκύω, έλκω, προσελκείω; USER: προσέλκυση, προσελκύσουν, προσελκύουν, προσελκύσει, την προσέλκυση

GT GD C H L M O
attractive /əˈtræk.tɪv/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, ωραίος; USER: ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά

GT GD C H L M O
audit /ˈɔː.dɪt/ = NOUN: έλεγχος, έλεγχος λογαριασμών, εξετάζω λογαριασμούς; USER: έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών

GT GD C H L M O
auditing /ˈɔː.dɪt/ = USER: λογιστικού ελέγχου, ελέγχου, ελεγκτικά, έλεγχο, τον έλεγχο

GT GD C H L M O
authorities /ɔːˈθɒr.ɪ.ti/ = NOUN: εξουσία, κύρος, αυθεντία; USER: αρχές, αρχών, αρχές της, αρχές που

GT GD C H L M O
authority /ɔːˈθɒr.ɪ.ti/ = NOUN: εξουσία, κύρος, αυθεντία; USER: εξουσία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
avoid /əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω; USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται

GT GD C H L M O
avoided /əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω; USER: αποφεύγονται, αποφεύγεται, αποφεύγεται η, αποφευχθεί, αποφευχθούν

GT GD C H L M O
aware /əˈweər/ = ADJECTIVE: ενήμερος, γνωρίζων; VERB: αντιλαμβάνομαι; USER: ενήμερος, γνωρίζει, γνωρίζουν, επίγνωση, γνώση

GT GD C H L M O
badges /bædʒ/ = NOUN: σήμα, έμβλημα; USER: κονκάρδες, εμβλήματα, σήματα, διακριτικά, διακριτικών

GT GD C H L M O
bank /bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη; ADJECTIVE: τραπεζικός; VERB: αναχώνω; USER: τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό

GT GD C H L M O
banks /bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη; VERB: αναχώνω; USER: τράπεζες, οι τράπεζες, τραπεζών, τις τράπεζες, των τραπεζών

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
basis /ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή; USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση

GT GD C H L M O
basket /ˈbɑː.skɪt/ = NOUN: καλάθι, πανέρι, κοφίνι, κανίστρο; USER: καλάθι, καλάθι αγορών, κουπόνι, καλάθι Αγορά, καλαθιού

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
behalf /bɪˈhɑːf/ = NOUN: χάρη, συμφέρο; USER: λογαριασμό, ονόματος, εξ ονόματος, εκ μέρους, μέρους

GT GD C H L M O
behaving /bɪˈheɪv/ = VERB: συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, λειτουργώ; USER: συμπεριφέρεται, συμπεριφέρονται, συμπεριφορά, να συμπεριφέρεται, να συμπεριφέρονται

GT GD C H L M O
behavior /bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική; USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των

GT GD C H L M O
behaviors /bɪˈheɪ·vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική; USER: συμπεριφορές, συμπεριφορών, τις συμπεριφορές, συμπεριφορά, συμπεριφορές που

GT GD C H L M O
behind /bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος; USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
believe /bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω; USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει

GT GD C H L M O
below /bɪˈləʊ/ = PREPOSITION: κάτω; ADVERB: παρακάτω, κάτω, κάτωθι, κάτωθεν, από κάτω; USER: κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω, πιο κάτω

GT GD C H L M O
benchmark /ˈbentʃ.mɑːk/ = USER: αναφοράς, σημείο αναφοράς, συγκριτική αξιολόγηση, δείκτη αναφοράς, κριτήριο αναφοράς

GT GD C H L M O
benefit /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν

GT GD C H L M O
benefits /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
bid /bɪd/ = NOUN: προσφορά, απόπειρα, προσφορά τιμής, διαταγή, δήλωση; VERB: διατάσσω, προσφέρω τιμή, καλώ, πλειοδοτώ; USER: προσφορά, προσφοράς, προσπάθεια, την προσφορά, προσφορών

GT GD C H L M O
bidding /ˈbɪd.ɪŋ/ = NOUN: διαταγή, πρόσκληση; USER: προσφορά, προσφορών, διαγωνισμούς, υποβολής προσφορών, διαγωνισμών

GT GD C H L M O
bids /bɪd/ = NOUN: προσφορά, απόπειρα, προσφορά τιμής, διαταγή, δήλωση; USER: προσφορές, προσφορών, οι προσφορές, τις προσφορές, προσφορών που

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
bonds /bɒnd/ = NOUN: ομολογίες; USER: ομολογίες, ομόλογα, ομολόγων, δεσμούς, ομολογιών

GT GD C H L M O
books /bʊk/ = NOUN: βιβλίο; VERB: εγγράφω; USER: βιβλία, τα βιβλία, βιβλίων, books, βιβλία που, βιβλία που

GT GD C H L M O
borders /bɔː.dər/ = NOUN: σύνορο, όριο, περιθώριο, άκρο; VERB: συνορεύω; USER: σύνορα, συνόρων, τα σύνορα, των συνόρων, σύνορά

GT GD C H L M O
boss /bɒs/ = NOUN: αφεντικό, διευθυντής, εξέχων όγκος; VERB: διευθύνω; USER: αφεντικό, το αφεντικό, αφεντικού, αφεντικό του εαυτού, boss, boss

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
bottle /ˈbɒt.l̩/ = NOUN: φιάλη, μπουκάλι, μπουκαπόρτα, μποτιλιά; VERB: μποτιλιάρω; USER: μπουκάλι, φιάλη, φιάλης, φιαλών, μπουκαλιών

GT GD C H L M O
box /bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα; VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ; USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση

GT GD C H L M O
boycott /ˈbɔɪ.kɒt/ = NOUN: μποϋκοτάζ, μπουλντόζα; VERB: αποφεύγω να αγοράσω εμπόρευμα, μπουκοτάρω; USER: μποϋκοτάζ, μποϊκοτάρουν, μποϋκοτάρουν, μποϊκοτάρει, μποϊκοτάζ

GT GD C H L M O
boycotts /ˈbɔɪ.kɒt/ = NOUN: μποϋκοτάζ, μπουλντόζα; VERB: αποφεύγω να αγοράσω εμπόρευμα, μπουκοτάρω; USER: μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, εμπορικού αποκλεισμού, μποϊκοταρίσματα, αποκλεισμούς,

GT GD C H L M O
brands /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκες, σήματα, εμπορικά σήματα, σημάτων, φιρμών

GT GD C H L M O
breach /briːtʃ/ = NOUN: αθέτηση, ρήγμα, ρήξη, θραύση, παράβαση νόμου; VERB: διαρρηγνύω; USER: αθέτηση, παράβαση, παραβίαση, παραβίασης, παραβάσεως

GT GD C H L M O
breaches /briːtʃ/ = NOUN: αθέτηση, ρήγμα, ρήξη, θραύση, παράβαση νόμου; USER: παραβάσεις, παραβιάσεις, παραβάσεων, παραβιάσεων, παραβίασης

GT GD C H L M O
bribery /braɪb/ = NOUN: δωροδοκία; USER: δωροδοκία, δωροδοκίας, της δωροδοκίας, πράξεων δωροδοκίας, τη δωροδοκία

GT GD C H L M O
bribes /braɪb/ = NOUN: δωροδοκία; VERB: δωροδοκώ; USER: δωροδοκίες, δωροδοκία, μίζες, δωροδοκίας, δωροδοκιών

GT GD C H L M O
brother /ˈbrʌð.ər/ = NOUN: αδελφός, αδερφός; USER: αδελφός, αδερφός, αδελφό, τον αδελφό, ο αδελφός

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
businesses /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
buyer /ˈbaɪ.ər/ = NOUN: αγοραστής, παραγγελιοδότης; USER: αγοραστής, αγοραστή, αγοραστών, ο αγοραστής

GT GD C H L M O
buying /baɪ/ = NOUN: εξαγορά; USER: εξαγορά, αγορά, την αγορά, αγοράζουν, αγοράσετε

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
c /ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,

GT GD C H L M O
calendars /ˈkæl.ɪn.dər/ = NOUN: ημερολόγιο, καζαμίας; USER: ημερολόγια, ημερολογίων, τα ημερολόγια, χρονοδιαγράμματα, ημερολόγιά

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
campaign /kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση; VERB: εκστρατεύω; USER: εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, εκστρατεία για

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
candidate /ˈkæn.dɪ.dət/ = NOUN: υποψήφιος; USER: υποψήφιος, υποψήφιες, υποψηφίων, υποψήφια, υποψήφιο

GT GD C H L M O
candidates /ˈkæn.dɪ.dət/ = NOUN: υποψήφιος; USER: υποψηφίων, οι υποψήφιοι, υποψηφίους, υποψήφιοι, των υποψηφίων

GT GD C H L M O
cannot /ˈkæn.ɒt/ = VERB: δεν δύναμαι, δε μπορώ, δεν μπορώ; USER: δεν μπορώ, δεν μπορεί, δεν μπορεί να, δεν μπορούν, δεν μπορούν να, δεν μπορούν να

GT GD C H L M O
capacity /kəˈpæs.ə.ti/ = NOUN: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, θέση, αξίωμα, πνευματική αντίληψη; USER: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, ικανότητας, χωρητικότητας

GT GD C H L M O
card /kɑːd/ = NOUN: κάρτα, καρτέλα, καρτέλλα, τραπουλόχαρτο, δελτάριο, παιγνιόχαρτο; VERB: λαναρίζω, λαναρίζω μαλλιά, ξαίνω; USER: κάρτα, κάρτας, καρτών, κάρτες, της κάρτας

GT GD C H L M O
cards /kɑːd/ = NOUN: καρτέλλες; USER: κάρτες, καρτών, χαρτιά, φύλλα, τις κάρτες

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
careful /ˈkeə.fəl/ = ADJECTIVE: προσεκτικός, επιμελής; USER: προσεκτικός, προσεκτική, προσεκτικοί, επερχόμενο, είστε προσεκτικοί

GT GD C H L M O
carefully /ˈkeə.fəl.i/ = ADVERB: προσεκτικά; USER: προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεκτική

GT GD C H L M O
carries /ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ; USER: μεταφέρει, φέρει, πραγματοποιεί, ασκεί, φέρνει

GT GD C H L M O
carry /ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ; USER: φέρουν, να, μεταφέρουν, μεταφέρει, φέρει

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
cases /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις

GT GD C H L M O
cash /kæʃ/ = NOUN: μετρητά, ρευστό χρήμα, μετρητά χρήματα; VERB: εισπράττω, εξαργυρώνω; USER: μετρητά, μετρητών, σε μετρητά, ροών, ταμειακών

GT GD C H L M O
casualty /ˈkæʒ.ju.əl.ti/ = NOUN: ατύχημα, θύμα, απώλεια, δυστύχημα, θάνατος; USER: ατύχημα, θύμα, απώλεια, ατυχήματος, ατυχημάτων

GT GD C H L M O
cayman /ˈkāmən/ = USER: είδος κροκοδείλου της Νότιας Αμερικής, cayman, Καϊμάν, Κέιμαν, Καϋμάν,

GT GD C H L M O
celebrate /ˈsel.ɪ.breɪt/ = VERB: γιορτάζω, πανηγυρίζω, εορτάζω, δοξολογώ, εξυμνώ; USER: γιορτάσουμε, γιορτάσουν, γιορτάζουν, γιορτάζουμε, γιορτάσει

GT GD C H L M O
cell /sel/ = NOUN: κύτταρο, κελί, στοιχείο, κελλίο, πυρήνας, οικίσκος; USER: κύτταρο, κελί, κυττάρων, κυττάρου, τηλέφωνο

GT GD C H L M O
center /ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο; VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω; USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο

GT GD C H L M O
ceremonial /ˈser.ɪ.mə.ni/ = ADJECTIVE: εθιμοτυπικός, τελετουργικός, τυπικός, επίσημος; NOUN: τελετή; USER: εθιμοτυπικός, τελετή, τελετουργικός, τελετουργικό, τελετουργική

GT GD C H L M O
ceremony /ˈser.ɪ.mə.ni/ = NOUN: τελετή, επισημότητα, εθιμοτυπία, τυπικότητα, τύποι; USER: τελετή, τελετής, τελετή απονομής, τελετή που, τελετή του, τελετή του

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
certainly /ˈsɜː.tən.li/ = ADVERB: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, φυσικά, μάλιστα; USER: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, βέβαιο

GT GD C H L M O
certificate /səˈtɪf.ɪ.kət/ = NOUN: πιστοποιητικό, βεβαίωση, πτυχίο; USER: πιστοποιητικό, βεβαίωση, πιστοποιητικού, πιστοποιητικό που, πιστοποιητικών, πιστοποιητικών

GT GD C H L M O
certification /ˈsɜː.tɪ.faɪ/ = NOUN: πιστοποίηση, βεβαίωση; USER: πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, πιστοποίησης που, βεβαίωση

GT GD C H L M O
certifications /ˌsɜr·t̬ə·fɪˈke·ʃən/ = NOUN: πιστοποίηση, βεβαίωση; USER: πιστοποιήσεις, πιστοποιήσεων, Πιστοποιήσεις της, πιστοποιητικά, βεβαιώσεις

GT GD C H L M O
chaired /tʃeər/ = VERB: προεδρεύω; USER: υπό την προεδρία, προεδρεύει, της οποίας προεδρεύει, προήδρευσε, προεδρεύεται

GT GD C H L M O
chairman /-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής; USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός

GT GD C H L M O
challenge /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν

GT GD C H L M O
challenges /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: προκλήσεις, προκλήσεων, τις προκλήσεις, προκλήσεις που, προκλήσεων που

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
changing /ˈtʃeɪn.dʒɪŋ/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβαλλόμενες, αλλάζει, την αλλαγή, αλλάζοντας

GT GD C H L M O
channels /ˈtʃæn.əl/ = NOUN: κανάλι, δίαυλος, μέσο, αγωγός, αυλάκι, πορθμός; VERB: αυλακώνω, μεταφέρω, διοχετεύω; USER: κανάλια, καναλιών, τα κανάλια, διαύλους, διαύλων

GT GD C H L M O
charitable /ˈCHaritəbəl/ = ADJECTIVE: φιλάνθρωπος, συμπονετικός, ελεήμονας, σπλαχνικός; USER: φιλανθρωπικές, φιλανθρωπικών, φιλανθρωπικούς, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική

GT GD C H L M O
chat /tʃæt/ = NOUN: κουβέντα, φιλική συζήτηση, ομιλία; VERB: συζητώ, κουβεντιάζω; USER: κουβέντα, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat, κάνει chat

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
checking /CHek/ = NOUN: έλεγχος, αναχαίτιση; USER: έλεγχος, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχοντας

GT GD C H L M O
chemical /ˈkem.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: χημικός; NOUN: χημική ουσία; USER: χημικός, χημική ουσία, χημικών, χημική, χημικές

GT GD C H L M O
chief /tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων; ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος; USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων

GT GD C H L M O
child /tʃaɪld/ = NOUN: παιδί, τέκνο; USER: παιδί, τέκνο, παιδιού, παιδιών, παιδιά

GT GD C H L M O
chipped /CHip/ = VERB: πελεκώ, κόπτω, κόβω κομματάκια; USER: πελεκημένη, πελεκημένη κατά, πελεκημένα, αποκρουσμένο, θρυμματισμένο,

GT GD C H L M O
choice /tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή

GT GD C H L M O
choose /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν

GT GD C H L M O
chosen /ˈtʃəʊ.zən/ = ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέγεται, επιλέγονται, επιλέξει, επιλεγεί, επέλεξε

GT GD C H L M O
circumstances /ˈsərkəmˌstans,-stəns/ = NOUN: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, κατάσταση, περιστατικό, λεπτομέρεια; USER: περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, τις συνθήκες

GT GD C H L M O
citizen /ˈsɪt.ɪ.zən/ = NOUN: πολίτης, υπήκοος, κάτοικος; USER: πολίτης, υπήκοος, πολίτη, πολιτών, πολίτες

GT GD C H L M O
civil /ˈsɪv.əl/ = ADJECTIVE: αστικός, εμφύλιος, πολιτικός, ευγενικός, ευγενής; USER: αστικός, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών

GT GD C H L M O
classification /ˌklæs.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ταξινόμηση, κατάταξη; USER: ταξινόμηση, κατάταξη, ταξινόμησης, κατάταξης, χαρακτηρισμό

GT GD C H L M O
clear /klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος; ADVERB: καθαρά, εντελώς; VERB: καθαρίζω, αθωώνω; USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει

GT GD C H L M O
clearly /ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα; USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα

GT GD C H L M O
close /kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον; VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω; NOUN: λήξη, τέλος, πέρας; ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος; USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε

GT GD C H L M O
cocktail /ˈkɒk.teɪl/ = NOUN: κοκτέιλ, μίγμα ποτών ή ορεκτικών; USER: κοκτέιλ, cocktail

GT GD C H L M O
codes /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; USER: κώδικες, κωδικούς, κωδικοί, κωδικών, Κωδικός

GT GD C H L M O
colleague /ˈkɒl.iːɡ/ = NOUN: συνάδελφος; USER: συνάδελφος, συνάδελφό, συνάδελφός, συναδέλφου, συνάδελφο, συνάδελφο

GT GD C H L M O
collect /kəˈlekt/ = VERB: συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, παίρνω, εισπράττω, περισυλλέγω, περιμαζεύω, συγκεντρώνομαι, συμμαζεύω, κάνω έρανο; NOUN: προσευχή; USER: συλλέγουν, συλλέγει, συλλογή, συλλέξει, τη συλλογή

GT GD C H L M O
collecting /kəˈlekt/ = NOUN: περισυλλογή; USER: συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, συλλογικής

GT GD C H L M O
collusion /kəˈluː.ʒən/ = NOUN: συμπαιγνία, συνεννόηση; USER: συμπαιγνία, συμπαιγνίας, συμπαιγνία ως προς, αθέμιτη σύμπραξη, συμπαιγνία ως

GT GD C H L M O
color /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία; ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός; VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα; USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
commemorates /kəˈmem.ə.reɪt/ = VERB: εορτάζω την μνήμη, τιμώ μνήμη; USER: αποτίει φόρο,

GT GD C H L M O
commemorative /kəˈmem(ə)rətiv,kəˈmeməˌrātiv/ = ADJECTIVE: αναμνηστικός, εορταστικός; USER: αναμνηστικός, Αναμνηστικό, αναμνηστικά, Αναμνηστικές, αναμνηστικών

GT GD C H L M O
comment /ˈkɒm.ent/ = NOUN: σχόλιο, παρατήρηση; VERB: σχολιάζω; USER: σχόλιο, ένα σχόλιο, σχολιάσει, σχολιάσετε, παρατηρήσεις

GT GD C H L M O
comments /ˈkɒm.ent/ = NOUN: σχόλιο, παρατήρηση; VERB: σχολιάζω; USER: σχόλια, τα σχόλια, παρατηρήσεις, σχολίων, παρατηρήσεων

GT GD C H L M O
commercial /kəˈmɜː.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; NOUN: εμπορική διαφήμηση; USER: εμπορικός, εμπορική, εμπορικές, εμπορικών, εμπορικής

GT GD C H L M O
commission /kəˈmɪʃ.ən/ = NOUN: προμήθεια, επιτροπή, διάπραξη, αξίωμα, διορισμός, εξοπλισμός; VERB: επιφορτίζω; USER: προμήθεια, επιτροπή, διάπραξη, Επιτροπής, της Επιτροπής

GT GD C H L M O
commit /kəˈmɪt/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω; USER: διαπράττουν, δεσμεύονται, δεσμευτούν, δεσμευθούν, διαπράξουν

GT GD C H L M O
commitment /kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση; USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή

GT GD C H L M O
commitments /kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση; USER: δεσμεύσεις, δεσμεύσεων, υποχρεώσεων, αναλήψεις υποχρεώσεων, υποχρεώσεις

GT GD C H L M O
committed /kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω; USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε

GT GD C H L M O
committee /kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή; USER: επιτροπή, επιτροπής, της επιτροπής, ΕΟΚΕ, ΟΚΕ

GT GD C H L M O
committees /kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή; USER: επιτροπές, επιτροπών, των επιτροπών, τις επιτροπές, επιτροπών που

GT GD C H L M O
commodities /kəˈmɒd.ə.ti/ = NOUN: εμπορεύματα; USER: εμπορεύματα, εμπορευμάτων, προϊόντων, προϊόντα, αγαθά

GT GD C H L M O
communicate /kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω; USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία

GT GD C H L M O
communication /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα; USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών

GT GD C H L M O
communications /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: διαβιβάσεις; USER: επικοινωνιών, επικοινωνίες, επικοινωνία, ανακοινώσεις, επικοινωνίας

GT GD C H L M O
communities /kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα; USER: κοινότητες, κοινοτήτων, των κοινοτήτων, τις κοινότητες, κοινωνίες

GT GD C H L M O
community /kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα; USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
compensate /ˈkɒm.pən.seɪt/ = VERB: αποζημιώνω, ισοφαρίζω; USER: αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αποζημίωση, αντισταθμίζουν

GT GD C H L M O
compensation /ˌkɒm.penˈseɪ.ʃən/ = NOUN: αποζημίωση; USER: αποζημίωση, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως

GT GD C H L M O
compete /kəmˈpiːt/ = VERB: συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι; USER: ανταγωνίζονται, ανταγωνιστούν, ανταγωνιστεί, ανταγωνίζεται, ανταγωνισμού

GT GD C H L M O
competing /kəmˈpiːt/ = VERB: συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι; USER: ανταγωνιστικών, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστικά, ανταγωνιστικές, ανταγωνίστριες

GT GD C H L M O
competition /ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση; USER: ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, τον ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού

GT GD C H L M O
competitive /kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός; USER: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής

GT GD C H L M O
competitiveness /kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνιστικότητα, συναγωνιστικότης; USER: ανταγωνιστικότητα, ανταγωνιστικότητας, της ανταγωνιστικότητας, την ανταγωνιστικότητα, η ανταγωνιστικότητα

GT GD C H L M O
competitor /kəmˈpet.ɪ.tər/ = NOUN: ανταγωνιστής, αντίπαλος, συναγωνιζόμενος; USER: ανταγωνιστής, ανταγωνιστή, αγωνιζόμενος, ανταγωνίστρια, ανταγωνιστές

GT GD C H L M O
competitors /kəmˈpet.ɪ.tər/ = NOUN: ανταγωνιστής, αντίπαλος, συναγωνιζόμενος; USER: ανταγωνιστές, ανταγωνιστών, ανταγωνιστές της, οι ανταγωνιστές, τους ανταγωνιστές

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
completed /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: ολοκληρώθηκε το; USER: ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί, ολοκληρωθούν

GT GD C H L M O
completion /kəmˈpliː.ʃən/ = NOUN: συμπλήρωση, ολοκλήρωση, αποπεράτωση, τελειοποίηση, συντέλεση, αποτελείωση; USER: ολοκλήρωση, συμπλήρωση, ολοκλήρωσης, την ολοκλήρωση, υλοποίηση

GT GD C H L M O
complex /ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ; ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος; USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες

GT GD C H L M O
compliance /kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης; USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση

GT GD C H L M O
compliant /kəmˈplɑɪ.ənt/ = ADJECTIVE: υποχωρητικός, συμμορφούμενος, μαλακός; NOUN: δουλοπρεπής, ενδίδων; USER: υποχωρητικός, συμβατό, συμβατή, συμμορφώνεται, συμμορφούμενα

GT GD C H L M O
complied /kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι; USER: τηρούνται, συμμορφώθηκε, συμμορφωθεί, τηρηθεί, τηρήσει

GT GD C H L M O
complies /kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι; USER: συμμορφώνεται, πληροί, σύμφωνη, συνάδει, ανταποκρίνεται

GT GD C H L M O
comply /kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι; USER: συμμορφώνονται, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί, συμμορφωθούν, τηρούν

GT GD C H L M O
complying /kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι; USER: συμμορφώνονται, συμμόρφωση, συμμορφώνεται, πληρούν, σύμφωνα

GT GD C H L M O
compromise /ˈkɒm.prə.maɪz/ = NOUN: συμβιβασμός; VERB: συμβιβάζομαι, εκθέτω, συμβιβάζω, διακινδυνεύω; USER: συμβιβασμός, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση

GT GD C H L M O
computers /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές

GT GD C H L M O
concern /kənˈsɜːn/ = NOUN: ανησυχία, μέριμνα, φροντίδα, υπόθεση, σχέση, συμφέρο, εμπορικός οίκος; VERB: ανησυχώ, αφορώ, νοιάζομαι, ενδιαφέρω; USER: ανησυχία, μέριμνα, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίας

GT GD C H L M O
concerning /kənˈsɜː.nɪŋ/ = PREPOSITION: σχετικά με, προς, ως, όσο αφορά, εν σχέσει με; USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά, αφορούν, αφορά

GT GD C H L M O
concerns /kənˈsɜːn/ = NOUN: ανησυχία, μέριμνα, φροντίδα, υπόθεση, σχέση, συμφέρο, εμπορικός οίκος; VERB: ανησυχώ, αφορώ, νοιάζομαι, ενδιαφέρω; USER: ανησυχίες, ανησυχιών, τις ανησυχίες, προβληματισμούς, αφορά

GT GD C H L M O
conclusion /kənˈkluː.ʒən/ = NOUN: σύναψη, συμπέρασμα, πέρας, τέλος, κατάληξη, λήξη, αποτέλεσμα, φινάλε; USER: συμπέρασμα, σύναψη, σύναψης, τη σύναψη, κατακλείδι

GT GD C H L M O
conditions /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις; USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών

GT GD C H L M O
conduct /kənˈdʌkt/ = NOUN: συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, οδηγία; VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: συμπεριφορά, διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διεξάγουν

GT GD C H L M O
conducted /kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: διεξάγεται, διεξάγονται, πραγματοποιούνται, πραγματοποιήθηκε, διεξαχθεί

GT GD C H L M O
conducting /kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διενέργεια, τη διενέργεια

GT GD C H L M O
confidential /ˌkɒn.fɪˈden.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπιστευτικός, απόρρητος; USER: εμπιστευτικός, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, εμπιστευτική

GT GD C H L M O
confidentiality /ˌkɒn.fɪ.den.ʃiˈæl.ɪ.ti/ = USER: εμπιστευτικότητα, απόρρητο, εμπιστευτικότητας, απορρήτου, την εμπιστευτικότητα

GT GD C H L M O
confines = NOUN: όρια; USER: όρια, περιορίζεται, ορίων, περιορίζει, περιορίζεται στο,

GT GD C H L M O
confirm /kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω; USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν

GT GD C H L M O
confirmed /kənˈfɜːmd/ = ADJECTIVE: επιβεβαιωμένος, επικυρωμένος, αποδεδειγμένος, αμετάπειστος, αθεράπευτος, αδιόρθωτος, έμμονος; USER: επιβεβαιωθεί, επιβεβαίωσε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν, επιβεβαιώθηκε

GT GD C H L M O
conflict /ˈkɒn.flɪkt/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω

GT GD C H L M O
conflicts /ˈkɒn.flɪkt/ = NOUN: σύγκρουση, αντίθεση, διαμάχη, πάλη, αντίκρουση; VERB: συγκρούομαι, αντιμάχομαι; USER: συγκρούσεις, συγκρούσεων, οι συγκρούσεις, των συγκρούσεων, διενέξεις

GT GD C H L M O
congratulate /kənˈgraCHəˌlāt,-ˈgrajə-/ = VERB: συγχαιρώ; USER: συγχαίρω, συγχαρώ, συγχαρούμε, συγχαρώ τον, συγχαρώ την

GT GD C H L M O
conjunction /kənˈdʒʌŋk.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σύζευξη, σύνδεσμος, συνδρομή, συρροή, συνδετική λέξη; USER: σύνδεση, σύζευξη, συνδυασμό, συνεργασία, κοινού

GT GD C H L M O
connection /kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία; USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο

GT GD C H L M O
consider /kənˈsɪd.ər/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: σκεφτείτε, θεωρούν, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάσουν

GT GD C H L M O
considerations /kənˌsɪd.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: μελέτη, θεώρηση, αμοιβή, παράγοντας, λόγος, σεβασμός, υπόληψη, λεπτότητα; USER: εκτιμήσεις, θεωρήσεις, σκέψεις, σκέψεων, σκεπτικό

GT GD C H L M O
considered /kənˈsɪd.əd/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθούν, θεωρείται ότι, εξέτασε

GT GD C H L M O
consistent /kənˈsɪs.tənt/ = ADJECTIVE: συνεπής, σταθερός; USER: συνεπής, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, σύμφωνη

GT GD C H L M O
consistently /kənˈsɪs.tənt/ = ADVERB: με συνέπεια; USER: με συνέπεια, συνέπεια, σταθερά, πάγια, συνεχώς

GT GD C H L M O
constitute /ˈkɒn.stɪ.tjuːt/ = VERB: αποτελώ, διορίζω, συγκροτώ, συνιστώ, απαρτίζω, εκλέγω; USER: συνιστούν, αποτελούν, συνιστά, αποτελεί, αποτελέσει

GT GD C H L M O
consult /kənˈsʌlt/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται, συμβουλευτείτε το

GT GD C H L M O
consultant /kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας; USER: σύμβουλος, σύμβουλο, συμβούλου, συμβούλων

GT GD C H L M O
consultants /kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας; USER: σύμβουλοι, συμβούλους, συμβούλων, τους συμβούλους, μελετών

GT GD C H L M O
consultation /ˌkɒn.sʌlˈteɪ.ʃən/ = NOUN: διαβούλευση, σύσκεψη, συμβούλιο; USER: διαβούλευση, διαβούλευσης, διαβουλεύσεις, διαβουλεύσεων, συνεννόηση

GT GD C H L M O
consulted /kənˈsʌlt/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: διαβούλευση, διαβουλεύσεις, γνωμοδοτήσει, γνώμη, διαβούλευση με

GT GD C H L M O
consulting /kənˈsʌl.tɪŋ/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: συμβουλευτικές, διαβούλευση, συμβούλων, συμβουλών, διαβούλευση με

GT GD C H L M O
consumer /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
contain /kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω; USER: περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνει, περιλαμβάνουν, να περιέχουν

GT GD C H L M O
contains /kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω; USER: περιέχει, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, περιέχουν

GT GD C H L M O
contents /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενα; USER: περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
context /ˈkɒn.tekst/ = NOUN: συμφραζόμενα, γενικό πλαίσιο, συναφής έκφραση; USER: συμφραζόμενα, πλαίσιο, πλαίσια, πλαίσιο αυτό, πλαισίου

GT GD C H L M O
continue /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν

GT GD C H L M O
continuing /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: συνεχίζοντας, συνεχιζόμενη, συνεχίζει, συνέχιση, συνεχή

GT GD C H L M O
continuous /kənˈtɪn.ju.əs/ = ADJECTIVE: συνεχής, αδιάκοπος; USER: συνεχής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, τη συνεχή

GT GD C H L M O
contract /ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό; VERB: αναλαμβάνω, συστέλλομαι, συνάπτω, συστέλλω, ζαρώνω, στενεύω, συμβάλλομαι, συναιρούμαι, παίρνω, κολλώ, κάνω συμβόλαι; USER: σύμβαση, συμβόλαιο, σύμβασης, συμβάσεως, της σύμβασης

GT GD C H L M O
contractor /kənˈtræk.tər/ = NOUN: εργολάβος, ανάδοχος έργου; USER: εργολάβος, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, αντισυμβαλλόμενος

GT GD C H L M O
contracts /ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό; USER: συμβάσεις, συμβάσεων, συμβόλαια, τις συμβάσεις, οι συμβάσεις

GT GD C H L M O
contractual //kənˈtrakCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: του συμβολαίου; USER: συμβατικών, συμβατικής, συμβατική, συμβατικές, συμβατικό

GT GD C H L M O
contribute /kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ; USER: συμβάλλει, συμβάλλουν, συνεισφέρουν, συμβάλει, συμβάλουν

GT GD C H L M O
contribution /ˌkɒn.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεργασία, άρθρο; USER: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεισφοράς, συμμετοχή

GT GD C H L M O
contributions /ˌkɒn.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεργασία, άρθρο; USER: συνεισφορές, εισφορές, εισφορών, συνεισφορών, των εισφορών

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
controlled /kənˈtrōl/ = VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: ελέγχεται, ελέγχονται, ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχθεί

GT GD C H L M O
controls /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; USER: ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι, ελέγχου, τους ελέγχους

GT GD C H L M O
conversation /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη; USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης

GT GD C H L M O
cooperating /kəʊˈɒp.ər.eɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ, συμβάλλω, συμπράττω; USER: συνεργαζόμενων, συνεργαζόμενες, συνεργαζόμενοι, συνεργασία, συνεργάζεται

GT GD C H L M O
coordination /kəʊˌɔː.dɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: συντονισμός; USER: συντονισμός, συντονισμού, συντονισμό, ο συντονισμός, τον συντονισμό

GT GD C H L M O
coordinator /kəʊˈɔː.dɪ.neɪ.tər/ = NOUN: συντονιστής; USER: συντονιστής, συντονιστή, συντονίστρια, συντονιστής του, συντονιστής της

GT GD C H L M O
copiers /ˈkɒp.i.ər/ = NOUN: αντιγραφέας, αντιγραφεύς; USER: φωτοαντιγραφικά, φωτοτυπικά μηχανήματα, φωτοαντιγραφικά μηχανήματα, φωτοτυπικά, φωτοαντιγραφικών μηχανημάτων

GT GD C H L M O
copy /ˈkɒp.i/ = NOUN: αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγραφή, κόπια, ύλη; VERB: αντιγράφω; USER: αντιγράψετε, αντιγραφή, αντιγράψτε, αντίγραφο, αντιγράψει, αντιγράψει

GT GD C H L M O
copyrights /ˈkɒp.i.raɪt/ = NOUN: πνευματική ιδιοκτησία, συγγραφικό δικαίωμα, δικαίωμα αντιγραφής; USER: πνευματικά δικαιώματα, τα πνευματικά δικαιώματα, πνευματικών δικαιωμάτων, copyrights, δικαιώματα

GT GD C H L M O
core /kɔːr/ = NOUN: πυρήνας, καρδιά, κέντρο, πυρήν, κουκούτσι; VERB: ξεκουκιάζω; USER: πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, βασική

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
corporation /ˌkɔː.pərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εταιρεία, σωματείο, νομικό πρόσωπο, συντεχνία, μετοχική εταιρεία, δημοτικό συμβούλιο, σωματείο νομικώς ανεγνωρισμένο, ανώνυμος εταιρεία; USER: εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρειών, των εταιριών

GT GD C H L M O
correct /kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής; VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ; USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει

GT GD C H L M O
corrective /kəˈrek.tɪv/ = ADJECTIVE: διορθωτικός, επανορθωτικός, σωφρονιστικός; USER: διορθωτικός, διορθωτικά, διορθωτικών, διορθωτικές, διορθωτικού

GT GD C H L M O
corrupt /kəˈrʌpt/ = ADJECTIVE: διεφθαρμένος, φαύλος, παρεφθαρμένος; VERB: διαφθείρω, διαφθείρομαι, φθείρω, φθείρομαι, δωροδοκώ; USER: διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένα, διεφθαρμένων

GT GD C H L M O
corruption /kəˈrʌp.ʃən/ = NOUN: διαφθορά, δωροδοκία, φθορά, αλλοίωση, παραφθορά; USER: διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
costly /ˈkɒst.li/ = ADJECTIVE: δαπανηρός, ακριβός, πολυδάπανος; USER: δαπανηρός, δαπανηρή, δαπανηρές, δαπανηρό, δαπανηρά

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
counsel /ˈkaʊn.səl/ = NOUN: συμβουλή, δικηγόρος, συνήγορος, γνώμη, σύσκεψη, διαβούλευση; VERB: συμβουλεύω; USER: συμβουλή, συνήγορος, δικηγόρος, σύμβουλος, σύμβουλο

GT GD C H L M O
countries /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες

GT GD C H L M O
country /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος; USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες

GT GD C H L M O
courage /ˈkʌr.ɪdʒ/ = NOUN: θάρρος, ανδρεία; USER: θάρρος, το θάρρος, κουράγιο, θάρρους, σθένος

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
covered /-kʌv.əd/ = ADJECTIVE: σκεπαστός; USER: καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, που, καλύπτει

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
created /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε

GT GD C H L M O
creates /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί

GT GD C H L M O
credibility /ˌkredəˈbilitē/ = NOUN: αξιοπιστία,, αξιοπιστίας, η αξιοπιστία

GT GD C H L M O
credit /ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή; VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω; USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές

GT GD C H L M O
crime /kraɪm/ = NOUN: έγκλημα, κακούργημα, παράπτωμα; USER: έγκλημα, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, εγκληματικότητα

GT GD C H L M O
crimes /kraɪm/ = NOUN: έγκλημα, κακούργημα, παράπτωμα; USER: εγκλημάτων, εγκλήματα, τα εγκλήματα, των εγκλημάτων, εγκλήματα που

GT GD C H L M O
criminal /ˈkrɪm.ɪ.nəl/ = NOUN: εγκληματίας; ADJECTIVE: ποινικός, εγκληματικός, κακούργος; USER: εγκληματίας, ποινικές, ποινικής, ποινικών, ποινικό

GT GD C H L M O
criteria /krīˈti(ə)rēən/ = NOUN: κριτήριο; USER: κριτήρια, τα κριτήρια, κριτηρίων, κριτήρια που, κριτήρια της

GT GD C H L M O
culture /ˈkʌl.tʃər/ = NOUN: καλλιέργεια, κουλτούρα, πολιτισμός, παιδεία, μόρφωση; USER: πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό

GT GD C H L M O
currency /ˈkʌr.ən.si/ = NOUN: νόμισμα, νομίσματα, συνάλλαγμα, χρήματα, χαρτονομίσματα, κυκλοφορία, νόμισμα χώρας; USER: νόμισμα, νομίσματα, συνάλλαγμα, νομίσματος, συναλλάγματος

GT GD C H L M O
current /ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους; ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών; USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή

GT GD C H L M O
customary /ˈkʌs.tə.mər.i/ = ADJECTIVE: συνήθης, συνηθισμένος; USER: συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθίζεται, σύνηθες

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
d /əd/ = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
daily /ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά; ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός; NOUN: καθημερινή εφημερίδα; USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια

GT GD C H L M O
damaging /ˈdæm.ɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: επιβλαβής, επιζήμιος; USER: επιβλαβής, βλάπτουν, καταστροφή, καταστραφεί, βλάπτει

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
databases /ˈdatəˌbās,ˈdā-/ = NOUN: βάση δεδομένων; USER: βάσεις δεδομένων, βάσεων δεδομένων, βάσεις, δεδομένων, βάσεων

GT GD C H L M O
date /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού; USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
days /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα

GT GD C H L M O
deal /dɪəl/ = NOUN: συμφωνία, μεταχείριση, μοιρασιά; VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι; USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, ασχοληθεί

GT GD C H L M O
dealers /ˈdiː.lər/ = NOUN: έμπορος; USER: πωλητές, εμπόρους, αντιπρόσωποι, έμποροι, αντιπροσώπους

GT GD C H L M O
dealing /dēl/ = NOUN: μοιρασιά; USER: αντιμετώπιση, που ασχολούνται, ασχολούνται, την αντιμετώπιση, ασχολείται

GT GD C H L M O
dealings /ˌdʌb.l̩ˈdiː.lɪŋ/ = NOUN: σχέσεις, δοσοληψίες, σχέση, συναλλαγή, παρτίδα; USER: σχέσεις, δοσοληψίες, σχέση, συναλλαγές, τις συναλλαγές

GT GD C H L M O
debate /dɪˈbeɪt/ = NOUN: δημόσια συζήτηση; VERB: συζητώ; USER: δημόσια συζήτηση, συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση

GT GD C H L M O
decision /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή

GT GD C H L M O
decisions /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, τις αποφάσεις, αποφάσεις που

GT GD C H L M O
declined /dɪˈklaɪn/ = VERB: αρνούμαι, κλίνω, κλίνω γραμματική, εκκλίνω, παρακμάζω; USER: μειώθηκε, μειώθηκαν, υποχώρησε, αρνήθηκε, μειωθεί

GT GD C H L M O
dedicated /ˈded.ɪ.keɪ.tɪd/ = VERB: αφιερώνω, εγκαινιάζω; USER: αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερωμένος, αφιερώνεται, αφιερωμένες

GT GD C H L M O
deed /diːd/ = NOUN: πράξη, έγγραφο, έργο, κατόρθωμα, άθλος, συμφωνητικό, συμβόλαιο μεταβίβασης κτήματος; USER: πράξη, πράξης, μάλιστα, έγγραφο, έργο

GT GD C H L M O
deemed /diːm/ = VERB: θεωρώ; USER: θεωρείται, θεωρούνται, θεωρείται ότι, κρίνεται, κρίνονται, κρίνονται

GT GD C H L M O
degree /dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου; USER: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, βαθμό, βαθμού

GT GD C H L M O
delegation /ˌdel.ɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: αντιπροσωπεία, αποστολή, εξουσιοδότηση, επιτροπή; USER: αντιπροσωπεία, εξουσιοδότηση, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, αντιπροσωπίας

GT GD C H L M O
delete /dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω; USER: διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, διαγραφεί

GT GD C H L M O
deliver /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; NOUN: διανομέας, λυτρότητα; USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν

GT GD C H L M O
delivery /dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας; USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή

GT GD C H L M O
demonstrate /ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη; USER: αποδεικνύουν, αποδείξει, καταδεικνύουν, να αποδείξει, αποδείξουν

GT GD C H L M O
demonstrations /ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο; USER: διαδηλώσεις, επιδείξεις, διαδηλώσεων, τις διαδηλώσεις, επιδείξεων

GT GD C H L M O
department /dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος; USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department

GT GD C H L M O
depends /dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι; USER: εξαρτάται, εξαρτάται από, εξαρτώνται, εξαρτάται σε, εξαρτώνται από

GT GD C H L M O
described /dɪˈskraɪb/ = VERB: περιγράφω, χαρακτηρίζω; USER: περιγράφεται, περιγράφονται, περιγράφηκε, περιγραφεί, που περιγράφονται, που περιγράφονται

GT GD C H L M O
describes /dɪˈskraɪb/ = VERB: περιγράφω, χαρακτηρίζω; USER: περιγράφει, περιγράφει την, περιγράφει τον, περιγράφει τις, περιγράφεται

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
designer /dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής; USER: σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, ντιζάιν

GT GD C H L M O
desks /desk/ = NOUN: γραφείο, θρανίο; USER: γραφεία, θρανία, desks, τα γραφεία, επιφάνεια

GT GD C H L M O
destination /ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προορισμός; USER: προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό, περίγυρο

GT GD C H L M O
detailed /ˈdiː.teɪld/ = ADJECTIVE: λεπτομερής; USER: λεπτομερής, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομέρειες, λεπτομερών

GT GD C H L M O
detect /dɪˈtekt/ = VERB: διακρίνω, ανιχνεύω, ανακαλύπτω; USER: ανίχνευση, ανιχνεύσει, ανιχνεύουν, ανιχνεύει, εντοπίσει

GT GD C H L M O
determination /dɪˌtɜː.mɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, απόφαση; USER: προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, απόφαση, προσδιορισμό

GT GD C H L M O
determine /dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω; USER: καθοριστεί, καθορίσουν, καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
devices /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων

GT GD C H L M O
devote /dɪˈvəʊt/ = VERB: αφιερώνω, αφοσιώνω; USER: αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσουν, αφιερώσουμε, αφιερώνει

GT GD C H L M O
diaries /ˈdaɪə.ri/ = NOUN: ημερολόγιο, ημερολόγιο συμβάντων; USER: ημερολόγια, Diaries, ημερολογίων, ημερολόγιά, ατζέντες

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
differ /ˈdɪf.ər/ = VERB: διαφέρω; USER: διαφέρουν, διαφέρει, διαφορές, να διαφέρουν, διαφορετικές

GT GD C H L M O
differences /ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία; USER: διαφορές, οι διαφορές, διαφορών, τις διαφορές, διαφορές που

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
difficult /ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος; USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες

GT GD C H L M O
digital /ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός; USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών

GT GD C H L M O
diligence /ˈdɪl.ɪ.dʒənt/ = NOUN: επιμέλεια, προκοπή, ταχυδρομική άμαξα; USER: επιμέλεια, επιμέλειας, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας, ευσυνειδησίας

GT GD C H L M O
dimension /ˌdaɪˈmen.ʃən/ = NOUN: διάσταση, μέγεθος; USER: διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων

GT GD C H L M O
dinner /ˈdɪn.ər/ = NOUN: δείπνο; USER: δείπνο, βραδινό, το δείπνο, γεύμα, δείπνου

GT GD C H L M O
direct /daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής; VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας

GT GD C H L M O
directing /diˈrekt,dī-/ = VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνοντας, σκηνοθεσία, διεύθυνση, κατευθύνει, κατεύθυνση

GT GD C H L M O
direction /daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία; USER: κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά

GT GD C H L M O
directly /daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν; USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
directors /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: σκηνοθέτες, διευθυντές, διευθυντών, συμβουλίου, συμβούλιο

GT GD C H L M O
disability /ˌdisəˈbilitē/ = NOUN: αναπηρία, ανικανότητα; USER: αναπηρία, ανικανότητα, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας

GT GD C H L M O
discard /dɪˈskɑːd/ = VERB: απορρίπτω, αποβάλλω, παραμερίζω, πετώ; USER: απορρίπτω, απορρίψει, απορρίψτε, απορρίψετε, πετάξτε

GT GD C H L M O
disciplinary /ˌdɪs.əˈplɪn.ər.i/ = ADJECTIVE: πειθαρχικός; USER: πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικών, πειθαρχικής

GT GD C H L M O
disclosed /dɪˈskləʊz/ = ADJECTIVE: φανερωθείς; USER: αποκαλύπτονται, αποκαλύπτεται, γνωστοποιούνται, που αποκαλύπτονται, αποκαλυφθεί

GT GD C H L M O
disclosure /dɪˈskləʊ.ʒər/ = NOUN: αποκάλυψη, παράθεση; USER: αποκάλυψη, γνωστοποίηση, κοινοποίηση, δημοσιοποίηση, κοινολόγηση

GT GD C H L M O
disclosures /dɪˈskləʊ.ʒər/ = NOUN: αποκάλυψη, παράθεση; USER: γνωστοποιήσεις, αποκαλύψεις, δημοσιοποιήσεις, γνωστοποιήσεις που, γνωστοποιήσεων

GT GD C H L M O
discounts /ˈdɪs.kaʊnt/ = NOUN: έκπτωση, προεξόφληση; USER: εκπτώσεις, Οι εκπτώσεις, τις εκπτώσεις, εκπτώσεων, Οι εκπτώσεις για

GT GD C H L M O
discrimination /dɪˌskrɪm.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: διάκριση; USER: διάκριση, διακρίσεων, διακρίσεις, των διακρίσεων, διάκρισης

GT GD C H L M O
discuss /dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ; USER: συζητήσουν, συζητήσει, συζητήσετε, συζητούν, να συζητήσουν

GT GD C H L M O
discussed /dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ; USER: συζητήθηκε, συζητήθηκαν, συζητούνται, συζητηθεί, συζήτησε

GT GD C H L M O
discussion /dɪˈskʌʃ.ən/ = NOUN: συζήτηση; USER: συζήτηση, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, τη συζήτηση

GT GD C H L M O
discussions /dɪˈskʌʃ.ən/ = NOUN: συζήτηση; USER: συζητήσεις, οι συζητήσεις, συζητήσεων, τις συζητήσεις, των συζητήσεων

GT GD C H L M O
disposed /dɪˈspəʊzd/ = ADJECTIVE: διατεθειμένος; USER: απορρίπτονται, διατίθενται, απορρίπτεται, διατεθούν, διάθεση

GT GD C H L M O
disposition /ˌdɪs.pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: διάθεση, παράταξη; USER: διάθεση, διάταξη, διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση

GT GD C H L M O
disseminate /dɪˈsem.ɪ.neɪt/ = VERB: διασπείρω, διαδίδω; USER: διάδοση, τη διάδοση, διάδοση των, διαδίδουν, διαδίδει

GT GD C H L M O
disseminated /dɪˈsem.ɪ.neɪt/ = VERB: διασπείρω, διαδίδω; USER: διαδίδονται, διαδοθούν, διάδοση, διαδοθεί, διαδίδεται

GT GD C H L M O
dissemination /dɪˈsem.ɪ.neɪt/ = USER: διάδοση, διάδοσης, τη διάδοση, η διάδοση, διάχυση

GT GD C H L M O
distribution /ˌdɪs.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: διανομή; USER: διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή

GT GD C H L M O
distributors /disˈtribyətər/ = NOUN: διανομέας; USER: διανομείς, διανομέων, οι διανομείς, τους διανομείς, διανομής

GT GD C H L M O
diversity /daɪˈvɜː.sɪ.ti/ = NOUN: ποικιλία; USER: ποικιλία, πολυμορφία, ποικιλομορφία, πολυμορφίας, ποικιλομορφίας

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
document /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο; VERB: τεκμηριώνω; USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που

GT GD C H L M O
documentation /ˌdɒk.jʊ.menˈteɪ.ʃən/ = NOUN: απόδειξη με έγγραφα; USER: τεκμηρίωση, τεκμηρίωσης, έγγραφα, τεκμηρίωση του, τεκμηρίωση που

GT GD C H L M O
documents /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφα; USER: έγγραφα, εγγράφων, εγγράφων που, των εγγράφων, των εγγράφων που

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
dollar /ˈdɒl.ər/ = NOUN: δολάριο; USER: δολάριο, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου

GT GD C H L M O
dominates /ˈdɒm.ɪ.neɪt/ = USER: κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουσιάζει, κυριαρχούν, επικρατεί

GT GD C H L M O
donnelly = USER: Donnelly, Ντόνελι,

GT GD C H L M O
doubt /daʊt/ = VERB: αμφιβάλλω; NOUN: αμφιβολία; USER: αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφιβάλλουν, αμφιβάλλει, αμφιβολίες

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
drawing /ˈdrɔː.ɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, τράβηγμα, σχεδιάγραμμα, ιχνογραφία; USER: σχέδιο, κατάρτιση, την κατάρτιση, εκπόνηση, αντλώντας

GT GD C H L M O
drawings /ˈdrɔː.ɪŋ/ = NOUN: αναλήψεις; USER: αναλήψεις, σχέδια, σχεδίων, τα σχέδια, σχήματα

GT GD C H L M O
drug /drʌɡ/ = VERB: πνίγω, πνίγομαι; USER: φάρμακο, ναρκωτικό, ναρκωτικών, φαρμάκου, φαρμάκων

GT GD C H L M O
drugs /drʌɡ/ = NOUN: φάρμακο, ναρκωτικό; VERB: δίνω ναρκωτικό; USER: φάρμακα, ναρκωτικά, τα ναρκωτικά, ναρκωτικών, φαρμάκων

GT GD C H L M O
dual /ˈdjuː.əl/ = ADJECTIVE: διπλός; USER: διπλός, διπλής, διπλή, διπλό, διπλού

GT GD C H L M O
due /djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος; USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας

GT GD C H L M O
duration /djʊəˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διάρκεια; USER: διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια

GT GD C H L M O
during /ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια; USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια

GT GD C H L M O
duties /ˈdjuː.ti/ = NOUN: καθήκοντα; USER: καθήκοντα, δασμών, καθηκόντων, δασμοί, δασμούς

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
early /ˈɜː.li/ = ADVERB: νωρίς, από νωρίς; ADJECTIVE: πρώιμος, πρόωρος; USER: νωρίς, από νωρίς, αρχές, αρχές του, έγκαιρη, έγκαιρη

GT GD C H L M O
east /iːst/ = NOUN: ανατολή; ADJECTIVE: ανατολικός; USER: ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικά της

GT GD C H L M O
easy /ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος; USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη

GT GD C H L M O
economic /iː.kəˈnɒm.ɪk/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; USER: οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές

GT GD C H L M O
effect /ɪˈfekt/ = NOUN: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, εφφέ, εντύπωση, σκοπός; VERB: κατορθώνω, επιτελώ; USER: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ισχύος, ισχύ

GT GD C H L M O
effective /ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων; USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές

GT GD C H L M O
effects /ɪˈfekt/ = NOUN: υπάρχοντα; USER: αποτελέσματα, επιπτώσεις, επιδράσεις, εφέ, συνέπειες

GT GD C H L M O
effort /ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια; USER: προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
election /ɪˈlek.ʃən/ = NOUN: εκλογή; USER: εκλογή, εκλογές, εκλογών, εκλογής, εκλογική

GT GD C H L M O
electronic /ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός; USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
elsewhere /ˌelsˈweər/ = ADVERB: αλλού, κάπου αλλού; USER: αλλού, κάπου αλλού, άλλο, άλλα μέρη, άλλα

GT GD C H L M O
embargoes = VERB: απαγορεύω την είσοδο; USER: εμπάργκο, αποκλεισμοί, αποκλεισμών, αποκλεισμούς, εμπάργκο που

GT GD C H L M O
embarrassingly /ɪmˈbær.əs/ = USER: ντροπιαστικά, επαίσχυντα, αμηχανία, ανησυχητικά, embarrassingly,

GT GD C H L M O
emphasize /ˈem.fə.saɪz/ = VERB: τονίζω, δίνω έμφαση; USER: τονίζουν, έμφαση, τονίσω, τονίσει, υπογραμμίζουν

GT GD C H L M O
employ /ɪmˈplɔɪ/ = VERB: χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι; USER: απασχολούν, απασχολεί, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιήσει

GT GD C H L M O
employee /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο

GT GD C H L M O
employees /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
employer /ɪmˈplɔɪ.ər/ = NOUN: εργοδότης; USER: εργοδότης, εργοδότη, εργοδοτών, ο εργοδότης, τον εργοδότη

GT GD C H L M O
employment /ɪmˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: εργασία, πρόσληψη; USER: εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, της απασχόλησης

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
enacted /ɪˈnækt/ = VERB: θεσπίζω, νομοθετώ, εκτελώ, παριστάνω; USER: θεσπιστεί, θεσπίστηκε, θεσπίστηκαν, θεσπίσει, θέσπισε

GT GD C H L M O
encourages /ɪnˈkʌr.ɪdʒ/ = VERB: ενθαρρύνω, εμψυχώνω; USER: ενθαρρύνει, ενθαρρύνει την, ενθαρρύνει τις, ενθαρρύνει τα, παροτρύνει

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
enforced /ɪnˈfɔːs/ = VERB: επιβάλλω, θέτω σε ενέργεια; USER: εκτελεστεί, επιβάλλεται, επιβληθεί, επιβάλλονται, εκτελούνται

GT GD C H L M O
enforcement /ɪnˈfɔːs/ = NOUN: επιβολή; USER: επιβολή, επιβολής, επιβολής του, εκτέλεση, εφαρμογή

GT GD C H L M O
engage /ɪnˈɡeɪdʒ/ = VERB: προσυμφωνώ, μισθώνω, ενασχολώ, ενασχολούμαι, συμπλέκομαι, αρραβωνιάζω; USER: ασκούν, εμπλακούν, συμμετάσχουν, συμμετέχουν, ασχολούνται

GT GD C H L M O
engaged /ɪnˈɡeɪdʒd/ = ADJECTIVE: αρραβωνιασμένος, κατειλημμένος, πιασμένος; USER: που ασχολούνται, ασχολούνται, που ασχολούνται με, ασχολούνται με, ασχολείται

GT GD C H L M O
engaging /ɪnˈɡeɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, συμπαθητικός, ευχάριστος; USER: συμμετοχή, εμπλοκής, εμπλοκή, τη συμμετοχή, ασκούν

GT GD C H L M O
engineer /ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός; VERB: σχεδιάζω; USER: μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί

GT GD C H L M O
enrich /ɪnˈrɪtʃ/ = VERB: εμπλουτίζω, πλουτίζω; USER: εμπλουτίζουν, εμπλουτίσουν, εμπλουτισμό, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
ensuring /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: διασφαλίζοντας, εξασφαλίζοντας, εξασφάλιση, την εξασφάλιση, διασφάλιση

GT GD C H L M O
entered /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εγγράφεται, εισήλθε, εγγράφονται, άρχισε, τέθηκε

GT GD C H L M O
enterprise /ˈen.tə.praɪz/ = NOUN: επιχείρηση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, επιχείρησης, των επιχειρήσεων, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
entertainment /ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση; USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης

GT GD C H L M O
entities /ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία; USER: οντότητες, οντοτήτων, φορείς, φορέων, πρόσωπα

GT GD C H L M O
entity /ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία; USER: οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας

GT GD C H L M O
entries /ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση; USER: καταχωρήσεις, εγγραφές, καταχωρήσεων, καταχωρίσεις, συμμετοχές

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
environmental /enˌvīrənˈmen(t)l,-ˌvī(ə)rn-/ = USER: περιβάλλοντος, περιβαλλοντικών, περιβαλλοντικής, περιβαλλοντικές, περιβαλλοντική

GT GD C H L M O
environmentally /ɪnˌvaɪ.rən.ˈmen.təl/ = USER: περιβάλλον, το περιβάλλον, περιβαλλοντικά, περιβαλλοντικώς, περιβαλλοντική

GT GD C H L M O
equal /ˈiː.kwəl/ = ADJECTIVE: ίσος; VERB: ισοφαρίζω, ισώνω, ισούμαι, είμαι ίσον; USER: ίσος, ίση, ίσης, ίσο, ίσες

GT GD C H L M O
equipment /ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός; USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές

GT GD C H L M O
equivalent /ɪˈkwɪv.əl.ənt/ = ADJECTIVE: ισοδύναμος, ταυτόσημος, ισάξιος; NOUN: ισοτιμία, ισότιμος; USER: ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμου, ισοδύναμες

GT GD C H L M O
especially /ɪˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικά; USER: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα, ειδικότερα

GT GD C H L M O
essential /ɪˈsen.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης; USER: ουσιώδης, βασικές, απαραίτητη, απαραίτητο, ουσιωδών, ουσιωδών

GT GD C H L M O
establish /ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω; USER: δημιουργία, θεσπίσει, θέσπιση, καθιερώσει, καθιέρωση

GT GD C H L M O
established /ɪˈstæb.lɪʃt/ = ADJECTIVE: καθιερωμένος; USER: εγκατεστημένος, εγκατεστημένοι, καθοριστεί, έδρα, ιδρύθηκε

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
ethical /ˈeθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ηθικός; USER: ηθικός, ηθικές, ηθική, ηθικά, ηθικής

GT GD C H L M O
ethically /ˈeθ.ɪ.kəl/ = USER: ηθικά, δεοντολογικά, ηθική, δεοντολογική, δεοντολογικώς

GT GD C H L M O
ethics /ˈeθ.ɪk/ = NOUN: ηθική, δεοντολογία, ηθικολογία, ηθολογία; USER: δεοντολογία, ηθική, δεοντολογίας, ηθικής, τη δεοντολογία

GT GD C H L M O
european /ˌyərəˈpēən,ˌyo͝orə-/ = ADJECTIVE: ευρωπαϊκός; NOUN: Ευρωπαίος; USER: Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκό, ευρώπη, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκού

GT GD C H L M O
evaluate /ɪˈvæl.ju.eɪt/ = VERB: αξιολογώ, εκτιμώ, διατιμώ; USER: αξιολογήσει, αξιολογήσουν, αξιολογούν, αξιολόγηση, αξιολογεί

GT GD C H L M O
evaluation /ɪˈvæl.ju.eɪt/ = NOUN: εκτίμηση, διατίμηση; USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξιολόγησης, την αξιολόγηση, της αξιολόγησης

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
event /ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν; USER: συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει

GT GD C H L M O
events /ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν; USER: εκδηλώσεις, γεγονότα, τα γεγονότα, εκδηλώσεων, συμβάντα, συμβάντα

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
examples /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα

GT GD C H L M O
exceed /ɪkˈsiːd/ = VERB: υπερβαίνω, υπερβάλλω; USER: υπερβαίνουν, υπερβαίνει, υπερβαίνει το, να υπερβαίνει το, να υπερβαίνει

GT GD C H L M O
exceeds /ɪkˈsiːd/ = VERB: υπερβαίνω, υπερβάλλω; USER: υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, υπερβεί, ξεπερνά

GT GD C H L M O
excellence /ˈek.səl.əns/ = NOUN: υπεροχή; USER: υπεροχή, αριστείας, αριστεία, την αριστεία, τελειότητα

GT GD C H L M O
excess /ɪkˈses/ = NOUN: υπέρβαση, υπερβασία, ακρότητα; ADJECTIVE: υπερβολή, υπερβολικός, υπέρβαρος; USER: υπέρβαση, υπερβολή, περίσσεια, υπερβαίνει, περίσσειας

GT GD C H L M O
exchange /ɪksˈtʃeɪndʒ/ = NOUN: ανταλλαγή, συνάλλαγμα, επικαταλλαγή, χρηματηστήριο; VERB: ανταλλάσσω; USER: ανταλλαγή, ανταλλαγής, συναλλάγματος, την ανταλλαγή, ανταλλαγών

GT GD C H L M O
exchanging /ɪksˈtʃeɪndʒ/ = VERB: ανταλλάσσω; USER: ανταλλαγή, την ανταλλαγή, ανταλλάσσοντας, ανταλλάσσουν, ανταλλαγής

GT GD C H L M O
executes /ˈek.sɪ.kjuːt/ = VERB: εκτελώ, θανατώνω; USER: εκτελεί, εκτελείται, εκτελεί τις, εκτελέσει, διενεργεί

GT GD C H L M O
execution /ˌek.sɪˈkjuː.ʃən/ = NOUN: εκτέλεση, θανάτωση; USER: εκτέλεση, εκτέλεσης, την εκτέλεση, εκτέλεσή, εκτέλεση του

GT GD C H L M O
executive /ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός; NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος; USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά

GT GD C H L M O
exemption /ɪɡˈzempt/ = NOUN: απαλλαγή, εξαίρεση; USER: απαλλαγή, εξαίρεση, απαλλαγής, εξαίρεσης, απαλλαγής κατά

GT GD C H L M O
expect /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν

GT GD C H L M O
expectation /ˌek.spekˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσδοκία, αναμονή, ελπίδα, προσμονή; USER: προσδοκία, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνης, προσδοκίες, προσδοκίας

GT GD C H L M O
expectations /ˌek.spekˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσδοκία, αναμονή, ελπίδα, προσμονή; USER: προσδοκίες, προσδοκιών, τις προσδοκίες, οι προσδοκίες, προσδοκίες των

GT GD C H L M O
expected /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: αναμένεται, αναμένονται, αναμενόμενο, αναμενόμενη, αναμενόταν, αναμενόταν

GT GD C H L M O
expense /ɪkˈspens/ = NOUN: δαπάνη, έξοδο; USER: δαπάνη, έξοδο, βάρος, έξοδα, εξόδων

GT GD C H L M O
expensive /ɪkˈspen.sɪv/ = ADJECTIVE: ακριβός, δαπανηρός; USER: ακριβός, δαπανηρός, ακριβό, ακριβά, δαπανηρή

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
experts /ˈek.spɜːt/ = NOUN: εμπειρογνώμονας, πραγματογνώμονας, εξπέρ; USER: εμπειρογνώμονες, εμπειρογνωμόνων, οι ειδικοί, ειδικοί, οι εμπειρογνώμονες

GT GD C H L M O
explaining /ɪkˈspleɪ.nɪŋ/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω; USER: εξηγώντας, εξηγεί, εξηγούν, εξήγηση, εξηγήσει

GT GD C H L M O
explanation /ˌek.spləˈneɪ.ʃən/ = NOUN: εξήγηση, αιτιολογία; USER: εξήγηση, επεξήγηση, εξηγήσεις, αιτιολόγηση, περαιτέρω επεξήγηση

GT GD C H L M O
explicitly /ɪkˈsplɪs.ɪt/ = USER: ρητά, ρητώς, ρητή, σαφώς

GT GD C H L M O
explosion /ɪkˈspləʊ.ʒən/ = NOUN: έκρηξη; USER: έκρηξη, έκρηξης, εκρήξεις, εκρήξεως, εκρήξεων

GT GD C H L M O
export /ɪkˈspɔːt/ = NOUN: εξαγωγή; VERB: εξάγω; USER: εξαγωγή, εξαγωγής, εξάγουν, εξαγωγές, εξάγει

GT GD C H L M O
exported /ɪkˈspɔːt/ = VERB: εξάγω; USER: εξάγονται, που εξάγονται, εξαγόμενα, εξαχθεί, εξάγεται

GT GD C H L M O
exporter /ɪkˈspɔː.tər/ = NOUN: εξαγωγέας; USER: εξαγωγέας, εξαγωγέα

GT GD C H L M O
exports /ɪkˈspɔːt/ = NOUN: εξαγωγή; USER: εξαγωγές, οι εξαγωγές, εξαγωγών, των εξαγωγών, τις εξαγωγές

GT GD C H L M O
extension /ɪkˈstenʃən/ = NOUN: επέκταση, παράταση, προέκταση, εσωτερικό; USER: επέκταση, παράταση, προέκταση, επέκτασης, παράτασης

GT GD C H L M O
extent /ɪkˈstent/ = NOUN: έκταση, μέγεθος; USER: έκταση, μέγεθος, βαθμό, μέτρο, βαθμό που

GT GD C H L M O
external /ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός; USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής

GT GD C H L M O
extra /ˈek.strə/ = ADVERB: επιπλέον, περιπλέον; ADJECTIVE: πρόσθετος, έκτακτος; USER: επιπλέον, έξτρα, πρόσθετη, εκτός, πρόσθετο

GT GD C H L M O
extravagant /ikˈstravəgənt/ = ADJECTIVE: υπερβολικός, πολυδάπανος, άμετρος; USER: πολυδάπανος, υπερβολικός, εξωφρενικές, υπερβολικό, υπερβολικές

GT GD C H L M O
facilities /fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: εγκαταστάσεις; USER: εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεων, παροχές, διευκολύνσεις, τις εγκαταστάσεις

GT GD C H L M O
facility /fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευκολία, ευχέρεια, βολικότητα; USER: ευκολία, εγκατάσταση, διευκόλυνση, εγκατάστασης, διευκόλυνσης

GT GD C H L M O
fact /fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο; USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός

GT GD C H L M O
factor /ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF; USER: παράγοντας, συντελεστής, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο

GT GD C H L M O
factors /ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF; USER: παράγοντες, παραγόντων, παράγοντες που, συντελεστές, τους παράγοντες

GT GD C H L M O
factory /ˈfæk.tər.i/ = NOUN: εργοστάσιο, φάμπρικα; USER: εργοστάσιο, εργοστασίου, εργοστάσιό, εργοστασιακή, εργοστασιακές

GT GD C H L M O
facts /fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο; USER: γεγονότα, τα γεγονότα, πραγματικά περιστατικά, περιστατικά, στοιχεία

GT GD C H L M O
fail /feɪl/ = VERB: αποτυγχάνω, αποτυχαίνω, χρεωκοπώ, εκπίπτω, παραλείπω, απορρίπτω, χρεοκοπώ; USER: αποτυγχάνουν, αποτύχουν, αποτύχει, δεν, να αποτύχει

GT GD C H L M O
failing /ˈfeɪ.lɪŋ/ = NOUN: έλλειψη, ελάττωμα; ADJECTIVE: αποτυγχάνων; USER: παραλείποντας, ελλείψει, μη, αποτυχία, άλλως

GT GD C H L M O
failure /ˈfeɪ.ljər/ = NOUN: αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, πτώχευση, χρεοκοπία, ανακοπή, τζίφος; USER: αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, μη, ανεπάρκεια

GT GD C H L M O
fair /feər/ = ADJECTIVE: δίκαιος, καλός, αίθριος, τίμιος, ξανθός, ωραίος, ξάστερος; NOUN: έκθεση, πανηγύρι; USER: δίκαιος, έκθεση, δίκαιη, εύλογη, δίκαιο

GT GD C H L M O
fairly /ˈfeə.li/ = ADVERB: αρκετά, δίκαια, αρκούντως; USER: αρκετά, δίκαια, σχετικά, δίκαιη, μάλλον

GT GD C H L M O
fairness /ˈfeə.nəs/ = NOUN: δικαιοσύνη, ευθύτητα, ωραιότητα; USER: δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, ισότητας, αμεροληψία, δίκαιο

GT GD C H L M O
faith /feɪθ/ = NOUN: πίστη; USER: πίστη, πίστης, την πίστη, πίστεως, πίστει

GT GD C H L M O
false /fɒls/ = ADJECTIVE: ψευδής, ψεύτικος, εσφαλμένος, πλαστός, καλπικός; USER: ψευδής, ψεύτικος, ψευδείς, ψευδή, ψευδών

GT GD C H L M O
falsifying = VERB: νοθεύω, ψευτίζω, πλαστογραφώ; USER: παραποίηση,

GT GD C H L M O
familiar /fəˈmɪl.i.ər/ = ADJECTIVE: οικείος, συνήθης; USER: οικείος, εξοικειωμένοι, γνωστό, οικεία, οικείο, οικείο

GT GD C H L M O
family /ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι; USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά

GT GD C H L M O
fatalities /fəˈtalɪti,feɪ-/ = NOUN: μοιραίο; USER: θανάτων, θάνατοι, θανάτους, των θανάτων, θανατηφόρων ατυχημάτων,

GT GD C H L M O
fax /fæks/ = NOUN: φαξ; USER: φαξ, fax, με φαξ, αποστολή φαξ, στείλετε με φαξ

GT GD C H L M O
federal /ˈfed.ər.əl/ = ADJECTIVE: ομοσπονδιακός; USER: ομοσπονδιακός, Ομοσπονδιακή, ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακές, ομοσπονδιακής

GT GD C H L M O
fellow /ˈfel.əʊ/ = NOUN: σύντροφος; USER: συναδέλφους, τους συναδέλφους, συμπολίτες, συνάδελφοι, συναδέλφων

GT GD C H L M O
few /fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι; USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες

GT GD C H L M O
file /faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος; VERB: λιμάρω, ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά; USER: αρχείο, αρχείου, αρχείων, το αρχείο, φάκελο

GT GD C H L M O
filed /faɪl/ = VERB: λιμάρω, ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά; USER: κατατεθεί, κατατίθενται, κατέθεσε, που κατατέθηκε, κατατέθηκε

GT GD C H L M O
files /faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος; USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που

GT GD C H L M O
filings /ˈfaɪ.lɪŋ/ = NOUN: ρινίσματα; USER: ρινίσματα, κοινοποιήσεων, αρχειοθετήσεις, κοινοποιήσεις, καταθέσεις

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
finance /ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία; VERB: χρηματοδοτώ; USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει

GT GD C H L M O
financial /faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; NOUN: γενική λογιστική; USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
fines /faɪn/ = NOUN: πρόστιμο, χρηματική ποινή, πρόστημο; USER: πρόστιμα, προστίμων, τα πρόστιμα, των προστίμων, πρόστιμα που

GT GD C H L M O
fire /faɪər/ = NOUN: φωτιά, πυρκαγιά, πυρ, πυρκαϊά; VERB: πυροβολώ, φλέγω, ανάπτω; USER: φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρκαγιών

GT GD C H L M O
firm /fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος; ADJECTIVE: σταθερός, σφιχτός; USER: εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
five /faɪv/ = USER: five-, five; USER: πέντε, από πέντε

GT GD C H L M O
fixing /ˈfɪk.sɪŋ/ = NOUN: διόρθωση, στερέωμα, προσήλωση; USER: για τον καθορισμό, τον καθορισμό, καθορισμό, καθορισμού, για καθορισμό

GT GD C H L M O
focus /ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία; VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω; USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται

GT GD C H L M O
follow /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε

GT GD C H L M O
following /ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία; ADJECTIVE: ακόλουθος; USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forced /fɔːst/ = ADJECTIVE: vynucený, přinucený, křečovitý; USER: αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάζεται, αναγκάστηκε, ανάγκασε, ανάγκασε

GT GD C H L M O
foreign /ˈfɒr.ən/ = ADJECTIVE: αλλοδαπός, ξένος, μέτοικος; USER: ξένος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, εξωτερικού, εξωτερικού

GT GD C H L M O
form /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή

GT GD C H L M O
former /ˈfɔː.mər/ = ADJECTIVE: πρώην, τέως, προηγούμενος, πρότερος; NOUN: μορφωτής; USER: πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη

GT GD C H L M O
forms /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών

GT GD C H L M O
fosters /ˈfɒs.tər/ = NOUN: θετός; USER: καλλιεργεί, ενθαρρύνει, προωθεί, προάγει, ενισχύει

GT GD C H L M O
free /friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα; ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος; VERB: ελευθερώνω; USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς

GT GD C H L M O
frequently /ˈfriː.kwənt.li/ = ADVERB: συχνά, τακτικά; USER: συχνά, Συχνές, Συνήθεις, συχνότερα, συχνότητα

GT GD C H L M O
friend /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fruit /fruːt/ = NOUN: καρπός, φρούτο, οπωρικό; USER: καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς

GT GD C H L M O
fulfilled /fʊlˈfɪld/ = VERB: εκπληρώ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ; USER: πληρούνται, πληρούται, εκπληρώσει, εκπληρωθεί, εκπληρωθούν

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
functions /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα

GT GD C H L M O
funds /fʌnd/ = NOUN: χρήματα; USER: χρήματα, κεφάλαια, κεφαλαίων, ταμεία, πόρων

GT GD C H L M O
further /ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον; ADJECTIVE: απώτερος; VERB: προάγω; USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
g /dʒiː/ = NOUN: σολ; USER: g, ζ, γρ, γραμ.

GT GD C H L M O
gates /ɡeɪt/ = NOUN: πύλη, πόρτα, θύρα, αυλόπορτα, εξώθυρα; USER: πύλες, τις πύλες, πυλών, πόρτες, θύρες

GT GD C H L M O
gathering /ˈɡæð.ər.ɪŋ/ = NOUN: συγκέντρωση, συνάθροιση, συναγωγή; USER: συγκέντρωση, συλλογή, τη συλλογή, συλλογής, τη συγκέντρωση

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
geography /dʒiˈɒɡ.rə.fi/ = NOUN: γεωγραφία; USER: γεωγραφία, Γεωγραφίας, τη γεωγραφία, γεωγραφική, η γεωγραφία

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
gift /ɡɪft/ = NOUN: δώρο, χάρισμα; USER: δώρο, Δώρων, δώρου, Gift, δώρα

GT GD C H L M O
gifts /ɡɪft/ = NOUN: δώρο, χάρισμα; USER: Δώρα, τα δώρα, δώρων, Gifts, Είδη Δώρων

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
given /ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος; USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
globally /ˈɡləʊ.bəl/ = USER: σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμίως, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο, παγκόσμιο

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
goals /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, στόχους, στόχων, στόχοι, τους στόχους

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
goods /ɡʊd/ = NOUN: εμπορεύματα; USER: εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά

GT GD C H L M O
govern /ˈɡʌv.ən/ = VERB: κυβερνώ, συγκρατώ; USER: διέπουν, διέπει, κυβερνούν, διέπουν τις, διέπουν την

GT GD C H L M O
governed /ˈɡʌv.ən/ = VERB: κυβερνώ, συγκρατώ; USER: διέπονται, διέπεται, που διέπονται, που διέπεται, ρυθμίζονται

GT GD C H L M O
government /ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση; USER: κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, την κυβέρνηση, κυβερνητικές

GT GD C H L M O
governments /ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση; USER: κυβερνήσεις, οι κυβερνήσεις, κυβερνήσεων, τις κυβερνήσεις, των κυβερνήσεων

GT GD C H L M O
gratuities = NOUN: φιλοδώρημα; USER: φιλοδωρήματα,

GT GD C H L M O
greetings /ˈɡriː.tɪŋz ˌkɑːd/ = NOUN: χαιρετίσματα; USER: χαιρετίσματα, χαιρετισμούς, ευχές, χαιρετισμό, τους χαιρετισμούς

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
growth /ɡrəʊθ/ = NOUN: ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση, όγκος; USER: ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, αύξησης, την ανάπτυξη

GT GD C H L M O
guarding /ɡɑːd/ = NOUN: φρούρηση; USER: φρούρηση, φύλαξη, φύλαξης, φύλαγε, φρουρούν

GT GD C H L M O
guards /ɡɑːd/ = NOUN: φρουρά, φύλαξη, φύλακας, φρουρός, βάρδια, καραούλι; VERB: φρουρώ, προστατεύω, φυλάττω; USER: φύλακες, προφυλακτήρες, φρουροί, φρουρών, φρουρούς

GT GD C H L M O
guidance /ˈɡaɪ.dəns/ = NOUN: οδηγία, χειραγώγηση; USER: οδηγία, καθοδήγηση, καθοδήγησης, οδηγίες, προσανατολισμού

GT GD C H L M O
guide /ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός; VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω; USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση

GT GD C H L M O
guideline /ˈɡaɪd.laɪn/ = USER: κατευθυντήρια γραμμή, κατευθυντήριες γραμμές, κατευθυντήρια, Κατευθυντήριες γραμμές για, κατευθυντήριας γραμμής

GT GD C H L M O
guidelines /ˈɡaɪd.laɪn/ = USER: κατευθυντήριες γραμμές, κατευθυντήριων γραμμών, τις κατευθυντήριες γραμμές, κατευθυντήριες γραμμές για, οδηγίες

GT GD C H L M O
hand /hænd/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, χεριών

GT GD C H L M O
handicap /ˈhæn.dɪ.kæp/ = NOUN: μειονέκτημα, εμπόδιο, δρόμος με εμπόδεια; VERB: εμποδίζω; USER: μειονέκτημα, Χάντικαπ, Handicap, μειονεκτήματος, αναπηρία

GT GD C H L M O
handling /ˈhænd.lɪŋ/ = ADJECTIVE: χειριζόμενος; USER: χειρισμό, χειρισμού, το χειρισμό, χειρισμός, χειρισμό των

GT GD C H L M O
harassment /ˈhær.əs.mənt/ = NOUN: ενόχληση, στενοχώρια, βασάνιση; USER: παρενόχληση, παρενόχλησης, παρενοχλήσεις, την παρενόχληση, παρενοχλήσεων

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
having /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
health /helθ/ = NOUN: υγεία; ADJECTIVE: υγειονομικός; USER: υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, για την υγεία, για την υγεία

GT GD C H L M O
healthful /ˈhelθ.fəl/ = ADJECTIVE: υγιεινός; USER: υγιεινός, υγιεινή, υγιεινό, υγιεινά, υγιεινές

GT GD C H L M O
heard /hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω; USER: ακούσει, άκουσα, ακούγεται, άκουσε, ακουστεί

GT GD C H L M O
hears /hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω; USER: ακούει, ακούσει, εκδικάζει, ακούει τη

GT GD C H L M O
held /held/ = VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: που πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιήθηκε, έκρινε, πραγματοποιηθεί, κατέχει

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
helped /help/ = VERB: βοηθώ; USER: βοήθησε, βοήθησαν, συνέβαλε, βοηθήσει, βοήθησε να

GT GD C H L M O
helpful /ˈhelp.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, εξυπηρετικός, βοηθητικός, βοηθιτικός; USER: χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο, ήταν χρήσιμη

GT GD C H L M O
helpline /ˈhelp.laɪn/ = USER: τηλεφωνική γραμμή, γραμμή βοήθειας, Γραμμή, τηλεφωνική γραμμή βοήθειας, γραμμή βοηθείας,

GT GD C H L M O
her /hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της; USER: αυτήν, της, την

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hide /haɪd/ = VERB: κρύβω, κρύπτω, τρυπώνω, κρύπτομαι; USER: κρύβω, απόκρυψη, κρύψει, αποκρύψετε, κρύβουν

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
him /hɪm/ = PRONOUN: αυτόν; USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ

GT GD C H L M O
hire /haɪər/ = NOUN: ενοικίαση, μίσθωση, εκμίσθωση, απασχόληση, νοίκιασμα, μισθός; VERB: προσλαμβάνω, ενοικιάζω, μισθώνω, νοικιάζω, προσλαμβάνομαι για εργασία, εκμισθώνω; USER: μίσθωση, ενοικίαση, εκμίσθωση, προσλάβει, προσλαμβάνουν

GT GD C H L M O
hired /haɪər/ = NOUN: μισθωτός; USER: προσέλαβε, προσληφθεί, προσλάβει, προσλαμβάνονται, μισθωμένο, μισθωμένο

GT GD C H L M O
hiring /ˈhaɪə.rɪŋ/ = VERB: προσλαμβάνω, ενοικιάζω, μισθώνω, νοικιάζω, προσλαμβάνομαι για εργασία, εκμισθώνω; USER: μίσθωση, πρόσληψη, την πρόσληψη, πρόσληψης, η μίσθωση

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
historical /hɪˈstɒr.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιστορικός; USER: ιστορικός, ιστορική, ιστορικό, ιστορικά, ιστορικές

GT GD C H L M O
hold /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει

GT GD C H L M O
holding /ˈhəʊl.dɪŋ/ = NOUN: κράτημα, περιουσία; USER: κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, εκμετάλλευση, κρατώντας

GT GD C H L M O
holds /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κατέχει, έχει, κάτοχος, κατέχει το, κρατά

GT GD C H L M O
holiday /ˈhɒl.ɪ.deɪ/ = NOUN: αργία, γιορτή, εορτή, σχολή; USER: αργία, γιορτή, διακοπές, διακοπών, τις διακοπές

GT GD C H L M O
home /həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος; USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού

GT GD C H L M O
honest /ˈɒn.ɪst/ = ADJECTIVE: τίμιος, έντιμος, αδιάβλητος; USER: τίμιος, έντιμος, ειλικρινής, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής

GT GD C H L M O
honesty /ˈɒn.ə.sti/ = NOUN: τιμιότητα, τιμιότης; USER: τιμιότητα, ειλικρίνεια, εντιμότητα, ειλικρίνειας, εντιμότητας

GT GD C H L M O
hospital /ˈhɒs.pɪ.təl/ = NOUN: νοσοκομείο; USER: νοσοκομείο, νοσοκομείου, νοσοκομειακή, νοσοκομείων, νοσοκομεία

GT GD C H L M O
hostile /ˈhɒs.taɪl/ = ADJECTIVE: εχθρικός; USER: εχθρικός, εχθρικό, εχθρική, εχθρικές, εχθρικά

GT GD C H L M O
hotline /ˈhɒt.laɪn/ = USER: hotline, ανοικτή γραμμή, τηλεφωνική γραμμή, γραμμή, ανοικτή γραμμή επικοινωνίας

GT GD C H L M O
hour /aʊər/ = NOUN: ώρα; USER: ώρα, ώρες, ωρών, ώρας, ωρη, ωρη

GT GD C H L M O
hourly /ˈaʊə.li/ = ADJECTIVE: ωριαίος; ADVERB: καθ' έκαστην ώραν; USER: ωριαίος, ωριαία, ωριαίες, ωριαίο, ωριαίων

GT GD C H L M O
hours /aʊər/ = NOUN: ώρα; USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
however /ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα; ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε; USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
hundred /ˈhʌn.drəd/ = USER: hundred-, hundred, hundred; USER: εκατό, εκατοντάδες, εκατόν, διακόσια, εκατοντάδων, εκατοντάδων

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
identified /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = ADJECTIVE: αναγνωρισθείς; USER: προσδιορίζονται, που προσδιορίζονται, εντοπιστεί, εντοπίστηκαν, προσδιόρισε

GT GD C H L M O
identify /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω; USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό

GT GD C H L M O
identity /aɪˈden.tɪ.ti/ = NOUN: ταυτότητα, ταυτότης; USER: ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
illegal /ɪˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: παράνομος, αθέμιτος, άνομος; USER: παράνομος, παράνομη, παράνομης, παράνομων, παράνομες

GT GD C H L M O
illness /ˈɪl.nəs/ = NOUN: ασθένεια, νόσος, πάθηση, νόσημα, αρρώστεια; USER: ασθένεια, νόσος, ασθένειας, ασθένειες, ασθενειών

GT GD C H L M O
images /ˈɪm.ɪdʒ/ = NOUN: εικών, ομοίωμα; VERB: εικονίζω, φαντάζομαι; USER: εικόνων, εικόνες, φωτογραφίες, τις εικόνες, εικόνες που

GT GD C H L M O
immediate /ɪˈmiː.di.ət/ = ADJECTIVE: άμεσος, πλησιέστερος; USER: άμεσος, άμεση, άμεσα, άμεσο, άμεσες

GT GD C H L M O
immediately /ɪˈmiː.di.ət.li/ = ADVERB: αμέσως, άμεσα; USER: αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα, πάραυτα

GT GD C H L M O
impact /imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση; VERB: προσκρούω, εμπήγω; USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο

GT GD C H L M O
impair /ɪmˈpeər/ = VERB: χειροτερεύω, καταστρέφω; USER: βλάπτουν, βλάψουν, βλάψει, βλάπτει, επηρεάσει

GT GD C H L M O
implement /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος; VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
implementation /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση; USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
implications /ˌɪm.plɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: υπαινιγμός, ενοχή, συμπερασμός, ενοχοποίηση; USER: επιπτώσεις, συνέπειες, συνεπειών, τις επιπτώσεις, επίπτωση

GT GD C H L M O
import /ɪmˈpɔːt/ = NOUN: εισαγωγή, σημασία, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα; VERB: εισάγω; USER: εισαγωγή, εισαγωγής, εισάγουν, εισαγάγετε, εισάγει

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
importation /ˈɪm.pɔːt/ = NOUN: εισαγωγή; USER: εισαγωγή, εισαγωγής, εισαγωγές, την εισαγωγή, τις εισαγωγές

GT GD C H L M O
imports /ˌpær.ə.lel ˈɪm.pɔːts/ = NOUN: εισαγωγή, σημασία, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα; USER: εισαγωγές, οι εισαγωγές, εισαγωγών, των εισαγωγών, τις εισαγωγές

GT GD C H L M O
imposed /ɪmˈpəʊz/ = VERB: επιβάλλω, απατώ, υπαγορεύω; USER: επιβληθεί, επιβάλλονται, που επιβάλλονται, επιβάλλεται, επέβαλε, επέβαλε

GT GD C H L M O
impress /ˈimˌpres/ = VERB: εντυπωσιάζω, αποτυπώνω, κάνω εντύπωσιν, ναυτολογώ, στρατολογώ, εντυπώ; USER: εντυπωσιάσει, εντυπωσιάζουν, εντυπωσιάσουν, εντυπωσιάσετε, εντυπωσιάζει

GT GD C H L M O
improper /ɪmˈprɒp.ər/ = ADJECTIVE: ακατάλληλος, ανάρμοστος, απρεπής, άκοσμος; USER: ακατάλληλη, ανάρμοστη, ακατάλληλης, καταχρηστική, κακή

GT GD C H L M O
improperly /ɪmˈprɒp.ər/ = USER: εσφαλμένα, σωστά, αντικανονικά, κακώς, ακατάλληλα

GT GD C H L M O
impropriety /ˌɪm.prəˈpraɪ.ə.ti/ = NOUN: απρέπεια, ανοικειότης, ανοικειότητα, ασχημία, ακοσμία; USER: απρέπεια, οποιαδήποτε παρατυπία, οδηγήσει σε παρατυπία, ανάρμοστη συμπεριφορά, ατόπημα

GT GD C H L M O
improve /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει

GT GD C H L M O
improvement /ɪmˈpruːv.mənt/ = NOUN: βελτίωση, πρόοδος, καλυτέρευση; USER: βελτίωση, βελτίωσης, τη βελτίωση, βελτίωση της, βελτίωσης της

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inappropriate /ˌinəˈprōprē-it/ = ADJECTIVE: ακατάλληλος; USER: ακατάλληλος, ανάρμοστο, ακατάλληλη, ακατάλληλο, ακατάλληλες

GT GD C H L M O
inappropriateness = NOUN: ακαταλληλότητα; USER: ακαταλληλότητα,

GT GD C H L M O
inc /ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.

GT GD C H L M O
incident /ˈɪn.sɪ.dənt/ = NOUN: περιστατικό, προσπίπτων, σύμπτωση; USER: περιστατικό, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού, γεγονός

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
includes /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
incorporated /inˈkôrpəˌrātid/ = ADJECTIVE: συσσωματωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματώνεται, ενσωματώνονται, ενσωματώθηκαν, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
incorrect /ˌɪn.kərˈekt/ = ADJECTIVE: ανακριβής, εσφαλμένος; USER: ανακριβής, εσφαλμένος, εσφαλμένη, λανθασμένη, εσφαλμένες

GT GD C H L M O
increasingly /ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο; USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και

GT GD C H L M O
independent /ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος; USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες

GT GD C H L M O
indicate /ˈɪn.dɪ.keɪt/ = VERB: υποδεικνύω, δείχνω, δεικνύω, υποδηλώνω, σημειώνω; USER: υποδεικνύουν, δείχνουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφέρουν

GT GD C H L M O
indirectly /ˌɪn.daɪˈrekt/ = USER: έμμεσα, εμμέσως, έμμεση, έμμεσο

GT GD C H L M O
individual /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός; USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική

GT GD C H L M O
individuals /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
influence /ˈɪn.flu.əns/ = NOUN: επιρροή, επήρεια; VERB: επηρεάζω, επιδρώ; USER: επιρροή, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει

GT GD C H L M O
inform /ɪnˈfɔːm/ = VERB: πληροφορώ, ενημερώνω, ειδοποιώ; USER: ενημερώνουν, ενημερώνει, ενημερώσουν, πληροφορεί, ενημερώσει

GT GD C H L M O
informal /ɪnˈfɔː.məl/ = ADJECTIVE: άτυπος, ανεπίσημος; USER: άτυπος, ανεπίσημος, άτυπη, άτυπης, ανεπίσημη

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
informed /ɪnˈfɔːmd/ = ADJECTIVE: προειδοποίητος; USER: ενημερωμένοι, ενημερωθείτε, ενημέρωσε, ενημερώνονται, ενημερώνεται

GT GD C H L M O
informing /ɪnˈfɔːm/ = VERB: πληροφορώ, ενημερώνω, ειδοποιώ; USER: ενημέρωση, ενημερώνοντας, την ενημέρωση, ενημέρωση των, ενημερώσει

GT GD C H L M O
injured /ˈɪn.dʒəd/ = ADJECTIVE: τραυματίας; USER: τραυματίας, τραυματίστηκαν, τραυματίες, τραυματίστηκε, τραυματιστεί

GT GD C H L M O
injuries /ˈɪn.dʒər.i/ = NOUN: βλάβη, κάκωση, ζημιά, πληγή; USER: τραυματισμοί, τραυματισμούς, τραυματισμών, βλάβες, κακώσεις

GT GD C H L M O
injury /ˈɪn.dʒər.i/ = NOUN: βλάβη, κάκωση, ζημιά, πληγή; USER: βλάβη, κάκωση, ζημίας, ζημία, τραυματισμό

GT GD C H L M O
innovation /ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση; USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία

GT GD C H L M O
inquiries /ɪnˈkwaɪə.ri/ = NOUN: έρευνα, εξέταση, ερώτηση, αίτηση πληροφορίων; USER: έρευνες, ερευνών, τις έρευνες, πληροφορίες, ερωτήσεις

GT GD C H L M O
inscribed /ɪnˈskraɪb/ = VERB: επιγράφω, χαράσσω; USER: ενεπίγραφη, χαραγμένα, ενεπίγραφα, επιγραφή, χαραγμένο

GT GD C H L M O
inside /ɪnˈsaɪd/ = ADVERB: μέσα, εντός, απομέσα; ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε

GT GD C H L M O
insider /ɪnˈsaɪ.dər/ = NOUN: γνώστης, ευρισκόμενος μέσα; USER: εμπιστευτικές, insider, εμπιστευτικών, εμπιστευτικών πληροφοριών, εμπιστευτικές πληροφορίες

GT GD C H L M O
inspection /ɪnˈspek.ʃən/ = NOUN: επιθεώρηση; USER: επιθεώρηση, επιθεώρησης, ελέγχου, έλεγχο, την επιθεώρηση

GT GD C H L M O
inspections /ɪnˈspek.ʃən/ = NOUN: επιθεώρηση; USER: επιθεωρήσεις, επιθεωρήσεων, ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι

GT GD C H L M O
inspector /ɪnˈspek.tər/ = NOUN: επιθεωρητής; USER: επιθεωρητής, επιθεωρητή, ελεγκτής, ελεγκτή, επιθεώρησης

GT GD C H L M O
install /ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω; USER: εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήσει, εγκαταστήστε, εγκαταστήσετε το

GT GD C H L M O
instances /ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη; USER: περιπτώσεις, παρουσίες, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις

GT GD C H L M O
intangible /inˈtanjəbəl/ = ADJECTIVE: άϋλος, αδιόρατος, άθικτος, αόριστος, άπιαστος, απροσδιόριστος, μη ψηλαφητός; USER: άυλων, άυλα, άϋλων, άυλες, άυλο

GT GD C H L M O
integrity /ɪnˈteɡ.rə.ti/ = NOUN: ακεραιότητα, ακεραιότης; USER: ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα

GT GD C H L M O
intellectual /ˌintlˈekCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: διανοούμενος, διανοητικός, νοερός; USER: πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, διανοητική, την πνευματική

GT GD C H L M O
intended /ɪnˈten.dɪd/ = VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: προορίζονται, προορίζεται, που προορίζονται, που προορίζεται, αποσκοπεί

GT GD C H L M O
intent /ɪnˈtent/ = NOUN: πρόθεση, προσέχων; ADJECTIVE: σκοπός, προσηλωμένος, αφωσιωμένος; USER: πρόθεση, προθέσεων, πρόθεσης, προθέσεως, την πρόθεση

GT GD C H L M O
interactions /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπιδράσεις, αλληλεπιδράσεων, αλληλεπίδρασης, αλληλεπίδραση, τις αλληλεπιδράσεις

GT GD C H L M O
interest /ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο; VERB: ενδιαφέρω; USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος

GT GD C H L M O
interested /ˈɪn.trəs.tɪd/ = ADJECTIVE: ενδιαφερόμενος; USER: ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενα, τα ενδιαφερόμενα, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερομένων, ενδιαφερομένων

GT GD C H L M O
interests /ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο; VERB: ενδιαφέρω; USER: συμφέροντα, συμφερόντων, τα συμφέροντα, συμφέροντά, συμφέρον

GT GD C H L M O
interferes /ˌɪn.təˈfɪər/ = VERB: επεμβαίνω, παρεμβαίνω, συγκρούομαι; USER: παρεμβαίνει, παρεμποδίζει, παρεμβάλλεται, επηρεάζει, επεμβαίνει

GT GD C H L M O
internal /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό

GT GD C H L M O
internally /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADVERB: εσωτερικώς; USER: εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της

GT GD C H L M O
international /ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής; USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών

GT GD C H L M O
internet /ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο; USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ

GT GD C H L M O
interruption /ˌɪn.təˈrʌp.ʃən/ = NOUN: διακοπή, παρέμβαση; USER: διακοπή, διακοπής, διακοπή της, τη διακοπή, η διακοπή

GT GD C H L M O
intimidating /inˈtimiˌdāt/ = VERB: εκφοβίζω, τρομάζω; USER: εκφοβισμό, τον εκφοβισμό, εκφοβιστικό, εκφοβίσει, εκφοβιστική

GT GD C H L M O
inventions /ɪnˈven.ʃən/ = NOUN: εφεύρεση; USER: εφευρέσεις, εφευρέσεων, εφευρέσεων που, εφευρέσεις που, τις εφευρέσεις

GT GD C H L M O
inventory /ˈɪn.vən.tər.i/ = NOUN: καταγραφή εμπορευμάτων, απογραφή εμπορευμάτων; USER: απογραφή, απογραφής, απόθεμα, αποθέματος, αποθεμάτων

GT GD C H L M O
invest /ɪnˈvest/ = VERB: επενδύω, ενδύω, τοποθετώ, τοποθετώ χρήματα, περιβάλλω, περικυκλώ; USER: επενδύσεις, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύσει, επενδύει

GT GD C H L M O
investigated /inˈvestiˌgāt/ = VERB: ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω; USER: διερευνηθεί, διερευνώνται, διερευνάται, ερευνώνται, ερευνηθεί

GT GD C H L M O
investigation /ɪnˌves.tɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο; USER: έρευνα, έρευνας, διερεύνηση, της έρευνας, διερεύνησης

GT GD C H L M O
investigations /ɪnˌves.tɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: διερευνήσεις; USER: διερευνήσεις, έρευνες, ερευνών, τις έρευνες, έρευνες που

GT GD C H L M O
investment /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, των επενδύσεων, επένδυσης

GT GD C H L M O
investor /ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα; USER: επενδυτής, επενδυτή, επενδυτών, των επενδυτών, επενδυτές

GT GD C H L M O
investors /ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα; USER: επενδυτές, οι επενδυτές, επενδυτών, τους επενδυτές, των επενδυτών

GT GD C H L M O
invitations /ˌɪn.vɪˈteɪ.ʃən/ = NOUN: πρόσκληση, κάλεσμα, προσκάλεσμα; USER: προσκλήσεις, προσκλήσεων, προσκλήσεις για, προσκλήσεων υποβολής, πρόσκληση

GT GD C H L M O
invoice /ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ; VERB: τιμολογώ; USER: τιμολόγιο, τιμολογίου, τιμολόγιο που, τιμολογίων

GT GD C H L M O
involve /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: συνεπάγονται, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, συμμετοχή, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
involved /ɪnˈvɒlvd/ = ADJECTIVE: εμπλεγμένος, περίπλοκος; USER: συμμετέχουν, που συμμετέχουν, εμπλέκονται, που εμπλέκονται, συμμετέχει

GT GD C H L M O
involving /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: με τη συμμετοχή, συμμετοχή, τη συμμετοχή, αφορούν, που αφορούν

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
islands /ˈaɪ.lənd/ = NOUN: νησί, νήσος; USER: νησιά, νησιών, τα νησιά, νησιά του, Νήσοι

GT GD C H L M O
israeli /ɪzˈreɪ.li/ = NOUN: Ισραηλίτης, κάτοικος του Ισραήλ; USER: Ισραήλ, ισραηλινή, ισραηλινών, ισραηλινής, ισραηλινές

GT GD C H L M O
issue /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης

GT GD C H L M O
issued /ˈɪʃ.uː/ = ADJECTIVE: εκδοθείς; USER: εκδίδεται, εκδοθεί, εκδίδονται, που εκδίδονται, εξέδωσε

GT GD C H L M O
issues /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
item /ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα; USER: είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, προϊόν

GT GD C H L M O
items /ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα; USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
jeopardize /ˈdʒep.ə.daɪz/ = VERB: διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω; USER: να θέσει σε κίνδυνο, θέσουν σε κίνδυνο, θέτουν σε κίνδυνο, θέσει σε κίνδυνο, έθετε σε κίνδυνο

GT GD C H L M O
jeopardized /ˈdʒep.ə.daɪz/ = VERB: 'ιακιν'υνεύω, ριψοκιν'υνεύω; USER: σε κίν'υνο, τεθεί σε κίν'υνο, κίν'υνο, 'ιακυIεύεται, τίθεται σε κίν'υνο,

GT GD C H L M O
job /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος; USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας

GT GD C H L M O
jobs /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; USER: θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, θέσεις, εργασίας, εργασίες

GT GD C H L M O
joint /dʒɔɪnt/ = NOUN: άρθρωση, αρμός, κλείδωση, τεμάχιο κρέατος, μέγα τεμάχιο κρέατος, καταγώνιο, καταγώγιο, τρώγλη; ADJECTIVE: συλλογικός, συντονισμένος, συνδεδεμένος εκ κοινού, συνδυασμένος; VERB: προσαρμόζω; USER: άρθρωση, κοινή, κοινού, κοινής, κοινές

GT GD C H L M O
judgment /ˈdʒʌdʒ.mənt/ = NOUN: κρίση, κρίση, δικαστική απόφαση, δικαστική απόφαση, εκδίκαση, εκδίκαση, θεία δίκη, θεία δίκη, απόφαση δικαστική, απόφαση δικαστική; USER: κρίση, δικαστική απόφαση, απόφαση, αποφάσεως, απόφασης

GT GD C H L M O
jurisdictions /ˌdʒʊərɪsˈdɪkʃən/ = NOUN: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα; USER: δικαιοδοσίες, δικαιοδοσίας, δικαιοδοσιών, χώρες, έννομες τάξεις

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
k = ABBREVIATION: μεγάλο; USER: l, ιβ, αριθ. L, Ι, λίτρο

GT GD C H L M O
keen /kiːn/ = ADJECTIVE: οξύς, κοφτερός, τσουχτερός, σφοδρός, κοπτερός, δριμύς; NOUN: μοιρολόγι; VERB: μοιρολογώ; USER: έντονος, πρόθυμοι, έντονο, επιθυμεί, πρόθυμη

GT GD C H L M O
keeping /ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση; USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας

GT GD C H L M O
keeps /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: κρατά, διατηρεί, κρατάει, συνεχίζει, τηρεί

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
kickback /ˈkɪk.bæk/ = NOUN: τραμπούκο, τραμπούκος, αμοιβή για κάποια υπηρεσία, δωροδοκία για κάποια υπηρεσία, προμήθεια; USER: τραμπούκο, τραμπούκος, λακτίσματος, κλώτσημα, κλωτσήματος

GT GD C H L M O
kickbacks /ˈkikˌbak/ = NOUN: τραμπούκο, τραμπούκος, αμοιβή για κάποια υπηρεσία, προμήθεια, δωροδοκία για κάποια υπηρεσία; USER: μίζες, ανταποδόσεις, λακτίσματα, λακτισμάτων, kickbacks

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
kinds /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; USER: είδη, τα είδη, ειδών, των ειδών, είδους

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
known /nəʊn/ = ADJECTIVE: γνωστός; USER: γνωστός, γνωστό, γνωστή, γνωστές, γνωστά

GT GD C H L M O
labor /ˈleɪ.bər/ = NOUN: εργασία, εργασία, μόχθος, μόχθος, κόπος, κόπος, ωδίνες, ωδίνες; VERB: κοπιάζω, κοπιάζω, εργάζομαι, εργάζομαι; USER: εργασία, εργασίας, εργατικού, εργατικό, της εργασίας

GT GD C H L M O
languages /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
larger /lɑːdʒ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος, μείζων; USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
latest /ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο; ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος; USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο

GT GD C H L M O
launder /ˈlɔːn.dər/ = VERB: πλύνω και σιδηρώνω, πλένω και σιδερώνω; USER: ξεπλύνουν, νομιμοποίηση, πλύνετε, τη νομιμοποίηση, ξέπλυμα

GT GD C H L M O
laundering = VERB: πλύνω και σιδηρώνω, πλένω και σιδερώνω; USER: εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ξεπλύματος, ξέπλυμα, το ξέπλυμα, του ξεπλύματος,

GT GD C H L M O
lavish /ˈlæv.ɪʃ/ = ADJECTIVE: πολυτελής, γενναιόδωρος, δαψιλής, αλογάριαστος, αφειδής; VERB: επιδαψιλεύω; USER: γενναιόδωρος, πολυτελής, πλούσιο, πολυτελή, πολυτελές

GT GD C H L M O
law /lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής; ADJECTIVE: νομικός; USER: νόμος, νομική, δικαίου, δίκαιο, νόμου

GT GD C H L M O
lawful /ˈlɔː.fəl/ = ADJECTIVE: νόμιμος, νομότυπος; USER: νόμιμος, νόμιμη, νόμιμο, νόμιμης, νόμιμες

GT GD C H L M O
laws /lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής; USER: νόμων, νομοθεσιών, νόμοι, νόμους, νομοθετικές

GT GD C H L M O
lax /læks/ = ADJECTIVE: αμελής, χαλαρός, ευκοίλιος; USER: αμελής, χαλαρός, LAX, χαλαρή, ΛΑΞ

GT GD C H L M O
lead /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί

GT GD C H L M O
leadership /ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία; USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας

GT GD C H L M O
league /liːɡ/ = NOUN: σύνδεσμος, λεύγα, λεύγη; VERB: συνασπίζομαι, συνασπίζω; USER: πρωτάθλημα, Λιγκ, πρωταθλήματος, αρένα, πρωτάθλημα της

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
least /liːst/ = ADVERB: ελάχιστα; ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος; USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το

GT GD C H L M O
leave /liːv/ = NOUN: άδεια; VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ; USER: άδεια, φύγω, άφησε, αφήσει, αφήνουν

GT GD C H L M O
legal /ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος; USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές

GT GD C H L M O
legally /ˈliː.ɡəl.i/ = USER: νομίμως, νομικά, νόμιμα, νομικώς, νομική

GT GD C H L M O
legislation /ˌledʒ.ɪˈsleɪ.ʃən/ = NOUN: νομοθεσία; USER: νομοθεσία, νομοθεσίας, τη νομοθεσία, της νομοθεσίας, ρύθμιση

GT GD C H L M O
legitimate /-ˌmāt/ = ADJECTIVE: νόμιμος, θεμιτός; USER: νόμιμος, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμα, νόμιμο

GT GD C H L M O
less /les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα; ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων; USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
letter /ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα; VERB: σημειώ με γράμματα; USER: επιστολή, γράμμα, με, με την, έγγραφο

GT GD C H L M O
letters /ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα; VERB: σημειώ με γράμματα; USER: γράμματα, επιστολές, γραμμάτων, τα γράμματα, επιστολών

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
liability /ˌlīəˈbilətē/ = NOUN: ευθύνη, παθητικό, υπόκυψη; USER: ευθύνη, ευθύνης, υποχρέωση, υποχρέωσης, παθητικού

GT GD C H L M O
license /ˈlaɪ.səns/ = NOUN: άδεια, άδεια, επαγγελματική άδεια, επαγγελματική άδεια, υπερβολική ελευθερία, υπερβολική ελευθερεία; VERB: δίδω άδεια, δίδω άδεια; USER: άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
limit /ˈlɪm.ɪt/ = NOUN: όριο; VERB: περιορίζω, συμπτύσσω; USER: όριο, περιορίσει, περιορισμό, περιορίζουν, περιορίσουν

GT GD C H L M O
limited /ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος; USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα

GT GD C H L M O
line /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
listed /list/ = VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: απαριθμούνται, αναφέρονται, παρατίθενται, που αναφέρονται, περιλαμβάνονται

GT GD C H L M O
listen /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε

GT GD C H L M O
listening /ˈlisən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούτε, ακούγοντας, ακρόασης, ακρόαση, ακούει, ακούει

GT GD C H L M O
listing /lɪst/ = VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: Καταχώριση, λίστα, επιχείρηση, εισαγωγή, καταχώρισή

GT GD C H L M O
litigation /ˌlɪt.ɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: δίκη, διαδικασία, δικαστικός αγών; USER: δίκη, ασκήσεως της προσφυγής, διαφορές, διαφορών, της ασκήσεως της προσφυγής

GT GD C H L M O
little /ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς; ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος; USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα

GT GD C H L M O
live /lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω; ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός; USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει

GT GD C H L M O
living /ˈlɪv.ɪŋ/ = NOUN: ζωή, προς το ζήν; ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, έμβιος; USER: ζωή, ζουν, διαβίωσης, που ζουν, ζωής

GT GD C H L M O
local /ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός; USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική

GT GD C H L M O
located /ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι; USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία

GT GD C H L M O
location /ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση; USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών

GT GD C H L M O
lockers /ˈlɒk.ər/ = NOUN: ντουλάπι, θυρίδα, ερμάριο, ιματιοθήκη; USER: θυρίδες, ερμάρια, ντουλάπια, lockers, Τουαλέτα

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looking /ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν

GT GD C H L M O
looks /lʊk/ = NOUN: παρουσιαστικό; USER: φαίνεται, μοιάζει, κοιτάζει, εξετάζει, και φαίνεται

GT GD C H L M O
losing /luːz/ = VERB: χάνω; USER: απώλεια, να χάσει, χάνοντας, χάσει, χάνει

GT GD C H L M O
losses /lɒs/ = NOUN: απώλεια, ζημιά, χάσιμο, πτώση, χαμός, χασούρα; USER: απώλειες, απωλειών, ζημίες, ζημιών, ζημιές

GT GD C H L M O
low /ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος; VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω; USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού

GT GD C H L M O
lunch /lʌntʃ/ = NOUN: μεσημεριανό, μεσημεριανό φαγητό, δεύτερο πρόγευμα, ελαφρό γεύμα; VERB: προγευματίζω; USER: μεσημεριανό, γεύμα, μεσημεριανό γεύμα, Lunch, Σχολής Lunch

GT GD C H L M O
machine /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων

GT GD C H L M O
machinery /məˈʃiː.nə.ri/ = NOUN: μηχανήματα, μηχανισμός, μηχανικός εξοπλισμός; USER: μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, οχημάτων

GT GD C H L M O
machines /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
mail /meɪl/ = NOUN: ταχυδρομείο, αλληλογραφία, θώρακας, πανοπλία; VERB: ταχυδρομώ, θωρακίζω, στέλνω ταχυδρομικώς, ταχυδρομίζω; ADJECTIVE: τεθωρακισμένος; USER: ταχυδρομείο, αλληλογραφία, mail στο, ταχυδρομείου, αλληλογραφίας

GT GD C H L M O
mailing /māl/ = NOUN: ταχυδρομικός; USER: ταχυδρομική, αλληλογραφίας, mailing, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, Πληροφορίες για τις Ταχυδρομικές

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
maintain /meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί

GT GD C H L M O
maintained /mānˈtān/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρηθεί, διατηρείται, διατηρηθούν, διατηρούνται, διατήρησε

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makes /meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή; VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
managed /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
managers /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διαχειριστές, διευθυντικά στελέχη, διευθυντές, οι διαχειριστές, στελέχη

GT GD C H L M O
mandatory /ˈmæn.də.tər.i/ = ADJECTIVE: επιτακτικός, προστακτικός; USER: υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής

GT GD C H L M O
manner /ˈmæn.ər/ = NOUN: τρόπος; USER: τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, τρόπο που, τρόπο με

GT GD C H L M O
manufactured /ˌmanyəˈfakCHər/ = VERB: κατασκευάζω, παράγω; USER: κατασκευάζονται, κατασκευαστεί, παρασκευάζονται, κατασκευάζεται, κατασκευασμένα

GT GD C H L M O
manufacturer /ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης; USER: κατασκευαστής, κατασκευαστή, παραγωγός, κατασκευαστή του, παρασκευαστή

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
map /mæp/ = NOUN: χάρτης, γεωγραφικός χάρτης; VERB: σχεδιάζω, καθορίζω; USER: χάρτης, χάρτη, map, map χάρτης, χάρτη Το

GT GD C H L M O
marital /ˈmær.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: συζυγικός; USER: συζυγικός, Οικογενειακή, συζυγική, συζυγικής, την οικογενειακή

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
marketing /ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών; USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία

GT GD C H L M O
marketplace /ˈmɑː.kɪt.pleɪs/ = NOUN: αγορά, παζάρι; USER: αγορά, αγοράς

GT GD C H L M O
material /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός; USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά

GT GD C H L M O
materials /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών

GT GD C H L M O
matter /ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο; VERB: σημαίνω; USER: ύλη, ζήτημα, σημασία, έχει σημασία, πειράζει

GT GD C H L M O
matters /ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο; VERB: σημαίνω; USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, υποθέσεις, θέματα που

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
meals /mɪəl/ = NOUN: γεύμα, φαγητό, πληγούρι; USER: γεύματα, τα γεύματα, γευμάτων, φαγητά, γεύμα

GT GD C H L M O
mean /miːn/ = ADJECTIVE: μέσος, ποταπός, πρόστυχος, αφιλότιμος, μέζερος, μικροπρεπής, ευτελής; NOUN: μέσο, τρόπος; VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω; USER: μέσος, εννοώ, μέσο, σημαίνει, σημαίνουν

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
measures /ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά; USER: μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για

GT GD C H L M O
mechanism /ˈmek.ə.nɪ.zəm/ = NOUN: μηχανισμός; USER: μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού

GT GD C H L M O
medical /ˈmed.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιατρικός, υγειονομικός; USER: ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικών, ιατρικής

GT GD C H L M O
meet /miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; ADJECTIVE: αρμόδιος; USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί

GT GD C H L M O
meeting /ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα; USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή

GT GD C H L M O
meets /miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; USER: πληροί, ανταποκρίνεται, ικανοποιεί, συναντά, συνεδριάζει

GT GD C H L M O
member /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών

GT GD C H L M O
merit /ˈmer.ɪt/ = NOUN: αξία, προτέρημα, ποσό; VERB: αξίζω; USER: αξίζουν, χρήζουν, αξίζει, αξίζει να, δικαιολογούν

GT GD C H L M O
message /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μήνυμα, μηνύματος, το μήνυμα, μηνυμάτων, μήνυμά

GT GD C H L M O
met /met/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; USER: πληρούνται, συναντήθηκε, συνάντησε, συναντήθηκαν, συνεδρίασε

GT GD C H L M O
method /ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα; USER: μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, τη μέθοδο, η μέθοδος, η μέθοδος

GT GD C H L M O
methods /ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα; USER: μεθόδους, μέθοδοι, μεθόδων, τις μεθόδους, μεθόδους που

GT GD C H L M O
middle /ˈmɪd.l̩/ = NOUN: μέσο; ADJECTIVE: μέσος; USER: μέσο, Μέσης, μέση, μεσαία, μεσαίο, μεσαίο

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
military /ˈmɪl.ɪ.tər.i/ = ADJECTIVE: στρατιωτικός; USER: στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής

GT GD C H L M O
million /ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο; USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων

GT GD C H L M O
millions /ˈmɪl.jən/ = USER: εκατομμύρια, εκατομμυρίων, τα εκατομμύρια, εκατ.

GT GD C H L M O
mindset /ˈmaɪnd.set/ = USER: νοοτροπία, νοοτροπίας, τη νοοτροπία, τρόπο σκέψης, σκέψης

GT GD C H L M O
minister /ˈmɪn.ɪ.stər/ = NOUN: υπουργός, ιερέας, λειτουργός, πρεσβευτής; VERB: υπηρετώ, χορηγώ; USER: υπουργός, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, κ.

GT GD C H L M O
misleading /ˌmɪsˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: αποπλανητικός; USER: παραπλανητική, παραπλάνηση, παραπλανητικές, παραπλανητικά, παραπλανητικό

GT GD C H L M O
modification /ˌmɒd.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τροποποίηση, τροπολογία, μετασχηματισμός; USER: τροποποίηση, τροποποίησης, τροποποίηση που, τροποποιήσεις, την τροποποίηση

GT GD C H L M O
money /ˈmʌn.i/ = NOUN: χρήματα, χρήμα, λεφτά, παραδάκι, παράς; USER: χρήματα, χρήμα, λεφτά, χρημάτων, τα χρήματα, τα χρήματα

GT GD C H L M O
monitor /ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης; USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει

GT GD C H L M O
monitored /ˈmɒn.ɪ.tər/ = USER: παρακολουθείται, παρακολουθούνται, παρακολούθηση, ελέγχονται, ελέγχεται

GT GD C H L M O
month /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, μήνες, μήνες

GT GD C H L M O
moonlight /ˈmuːn.laɪt/ = NOUN: σεληνόφωτο; USER: σεληνόφωτο, Moonlight, σεληνόφως, φως του φεγγαριού, φεγγαρόφωτο

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
mortgage /ˈmɔː.ɡɪdʒ/ = NOUN: υποθήκη; VERB: υποθηκεύω; USER: υποθήκη, υποθηκών, ενυπόθηκων δανείων, υποθήκης, στεγαστικών δανείων

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
multi /mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
municipal /myo͝oˈnisəpəl,myə-/ = ADJECTIVE: δημοτικός, του δήμου; NOUN: δήμος; USER: δημοτικός, Δημοτική, δημοτικές, δημοτικών, δημοτικό

GT GD C H L M O
must /mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος; USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
named /neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά

GT GD C H L M O
narcotics /nɑːˈkɒt.ɪk/ = NOUN: ναρκωτικά; USER: ναρκωτικά, ναρκωτικών, των ναρκωτικών, τα ναρκωτικά, ναρκωτικών ουσιών

GT GD C H L M O
national /ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος; USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές

GT GD C H L M O
nations /ˈneɪ.ʃən/ = NOUN: έθνος; USER: έθνη, εθνών, τα έθνη, των εθνών, Εθνών για

GT GD C H L M O
nature /ˈneɪ.tʃər/ = NOUN: φύση, χαρακτήρας, ουσία, ιδιότητα; USER: φύση, χαρακτήρας, χαρακτήρα, φύσης, τη φύση

GT GD C H L M O
necessary /ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος; USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
neither /ˈnaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: ούτε, μήτε; PRONOUN: κανένας; ADJECTIVE: ούτε ο ένας ούτε άλλος; USER: ούτε, δεν, ούτε η, κανένα, καμία

GT GD C H L M O
never /ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε; USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
nominal /ˈnɒm.ɪ.nəl/ = ADJECTIVE: ονομαστικός, κατ' όνομα; USER: ονομαστικός, ονομαστικής, ονομαστική, ονομαστικό, ονομαστικές

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
nor /nɔːr/ = CONJUNCTION: ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ; USER: ούτε, ούτε και, ούτε να, ούτε για

GT GD C H L M O
normal /ˈnɔː.məl/ = ADJECTIVE: κανονικός, φυσιολογικός, ομαλός, φυσικός; USER: κανονικός, κανονικά, κανονική, κανονικής, κανονικές, κανονικές

GT GD C H L M O
normally /ˈnɔː.mə.li/ = ADVERB: κανονικά, ομαλά; USER: κανονικά, συνήθως, κανόνα, κατά κανόνα, φυσιολογικά

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
nothing /ˈnʌθ.ɪŋ/ = PRONOUN: τίποτα, τίποτε; USER: τίποτα, τίποτε, τίποτα δεν, δεν, καμία, καμία

GT GD C H L M O
notify /ˈnəʊ.tɪ.faɪ/ = VERB: ειδοποιώ, κοινοποιώ, γνωστοποιώ; USER: κοινοποιεί, κοινοποιούν, ειδοποιεί, ενημερώνει, γνωστοποιεί

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
numbers /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί

GT GD C H L M O
objection /əbˈdʒek.ʃən/ = NOUN: ένσταση, αντίρρηση, εναντίωση; USER: αντίρρηση, ένσταση, ενστάσεως, αντιρρήσεις, ένστασης

GT GD C H L M O
objectives /əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο; USER: στόχοι, στόχων, στόχους, τους στόχους, των στόχων

GT GD C H L M O
objectivity /əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: αντικειμενικότητα, αμεροληψία, αντικειμενικότης; USER: αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητας, της αντικειμενικότητας, αντικειμενικότητά, η αντικειμενικότητα

GT GD C H L M O
obligated /əˈblaɪdʒ/ = VERB: υποχρεώνω, αναγκάζω; USER: υποχρεούται, υποχρεωμένος, υποχρεωμένοι, υποχρεωμένη, υπόχρεα

GT GD C H L M O
obligation /ˌɒb.lɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: υποχρέωση; USER: υποχρέωση, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, υποχρέωσή, την υποχρέωση, την υποχρέωση

GT GD C H L M O
obligations /ˌɒb.lɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: υποχρέωση; USER: υποχρεώσεις, υποχρεώσεων, τις υποχρεώσεις, οι υποχρεώσεις, υποχρεώσεις που

GT GD C H L M O
obtaining /əbˈteɪn/ = VERB: αποκτώ, βρίσκω, επικρατώ, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω; USER: την απόκτηση, απόκτηση, λήψη, τη λήψη, απόκτησης

GT GD C H L M O
occasional /əˈkeɪ.ʒən.əl/ = ADJECTIVE: τυχαίος, περιστατικός; USER: περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, έκτακτες

GT GD C H L M O
occupational /ˌɒk.jəˈpeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: επαγγελματικός; USER: επαγγελματικής, επαγγελματικές, επαγγελματικά, επαγγελματική, επαγγελματικών

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
offended /əˈfend/ = VERB: προσβάλλω, παραβαίνω; USER: προσβεβλημένος, προσβάλλεται, προσβάλλονται, προσβληθεί, προσβεβλημένοι

GT GD C H L M O
offending /əˈfen.dɪŋ/ = VERB: προσβάλλω, παραβαίνω; USER: προσβάλλουν, προσβάλλοντας, παραβατική, παραβατικής, προσβολή

GT GD C H L M O
offensive /əˈfen.sɪv/ = ADJECTIVE: επιθετικός, προσβλητικός, ενοχλητικός; NOUN: δυσάρεστος επίθεση; USER: προσβλητικός, επιθετικός, προσβλητικό, επίθεση, επιθετική

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
offered /ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει

GT GD C H L M O
offering /ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία; USER: προσφορά, προσφέρει, προσφέροντας, προσφέρουν, που προσφέρει

GT GD C H L M O
office /ˈɒf.ɪs/ = NOUN: γραφείο, υπηρεσία, αξίωμα, λειτουργία; USER: γραφείο, αξίωμα, υπηρεσία, γραφείου, γραφείων

GT GD C H L M O
officer /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο

GT GD C H L M O
officers /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: υπάλληλοι, αξιωματικών, υπαλλήλους, αξιωματικοί, αξιωματικούς

GT GD C H L M O
offices /ˈɒf.ɪs/ = NOUN: γραφείο, υπηρεσία, αξίωμα, λειτουργία; USER: γραφεία, γραφείων, τα γραφεία, γραφεία της, υπηρεσίες

GT GD C H L M O
officials /əˈfɪʃ.əl/ = NOUN: επίσημος ανώτερος υπάλληλος; USER: υπάλληλοι, υπαλλήλων, υπαλλήλους, αξιωματούχοι, αξιωματούχους

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
old /əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός; NOUN: γέρος, γριά; USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
opening /ˈəʊ.pən.ɪŋ/ = NOUN: άνοιγμα, εγκαίνια, ξάνοιγμα; USER: άνοιγμα, το άνοιγμα, ανοίγματος, άνοιγμα των, ανοίγοντας

GT GD C H L M O
operation /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη

GT GD C H L M O
operations /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες

GT GD C H L M O
opportunities /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
opportunity /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας

GT GD C H L M O
options /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
orders /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
organizations /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργανώσεις, οργανισμούς, οργανισμών, οργανώσεων, οργανισμοί

GT GD C H L M O
orientation /ˌɔː.ri.enˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσανατολισμός; USER: προσανατολισμός, προσανατολισμό, προσανατολισμού, τον προσανατολισμό, προτίμηση

GT GD C H L M O
origin /ˈɒr.ɪ.dʒɪn/ = NOUN: προέλευση, καταγωγή, αρχή, πηγή, προσδιοριστικό σημείο; USER: καταγωγή, προέλευση, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
otherwise /ˈʌð.ə.waɪz/ = ADVERB: αλλιώς, αλλιώτικα; USER: αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
ourselves /ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας; USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outside /ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω; ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερικό μέρος; USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική

GT GD C H L M O
outweigh /ˌaʊtˈweɪ/ = VERB: ζυγίζω περισσότερο, υπερτερώ; USER: υπερτερούν, αντισταθμίζουν, υπερβαίνουν, υπερκαλύπτουν, υπερτερούν των

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
overnight /ˌəʊ.vəˈnaɪt/ = ADVERB: τη νύχτα, αποβραδίς, παρελθούσα νύκτα; NOUN: διανυκτέρευση; ADJECTIVE: βραδινός; USER: τη νύχτα, διανυκτέρευση, όλη τη νύκτα, όλη τη νύχτα, διάρκεια της νύχτας

GT GD C H L M O
oversees /ˌəʊ.vəˈsiː/ = VERB: επιβλέπω, επιθεωρώ, επιτηρώ; USER: επιβλέπει, εποπτεύει, επιβλέπει την, επιτηρεί, εποπτεύει το

GT GD C H L M O
overtones /ˈəʊ.və.təʊn/ = NOUN: απόηχος, αρμονική, κάποιος τόνος, αρμονία; USER: χροιά, αρμονικούς ήχους, αποχρώσεις, απόηχους, προεκτάσεις

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
owned /-əʊnd/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: που ανήκει, ανήκει, ανήκουν, ιδιοκτησία, που ανήκουν

GT GD C H L M O
pages /peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης; VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος; USER: σελίδες, σελίδων, pages, τις σελίδες, σελίδες που

GT GD C H L M O
paid /peɪd/ = ADJECTIVE: έμμισθος, μισθωτός; USER: καταβληθεί, καταβλήθηκε, καταβλήθηκαν, καταβάλλονται, καταβάλλεται

GT GD C H L M O
paper /ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος; ADJECTIVE: χάρτινος; VERB: καλύπτω με χάρτη; USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου

GT GD C H L M O
paperwork /ˈpeɪ.pə.wɜːk/ = USER: γραφειοκρατία, χαρτιά, γραφειοκρατίας, γραφική εργασία, γραφική

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
participants /pɑːˈtɪs.ɪ.pənt/ = NOUN: συμμέτοχος, μετέχων, λαμβάνων μέρος; USER: συμμετέχοντες, συμμετεχόντων, οι συμμετέχοντες, τους συμμετέχοντες, των συμμετεχόντων

GT GD C H L M O
participate /pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι; USER: συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετοχής, συμμετάσχει

GT GD C H L M O
participating /pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι; USER: συμμετέχοντα, συμμετέχουσες, συμμετέχουν, που συμμετέχουν, συμμετεχόντων

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
parties /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: μέρη, κόμματα, μερών, συμβαλλόμενα μέρη, τα μέρη

GT GD C H L M O
partner /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο

GT GD C H L M O
partners /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους

GT GD C H L M O
party /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος

GT GD C H L M O
patents /ˈpeɪ.tənt/ = NOUN: ευρεσιτεχνία, προνόμιο εφευρέσεως; USER: διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πατέντες, ευρεσιτεχνίας, διπλώματα

GT GD C H L M O
pay /peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία; VERB: πληρώνω, προσφέρω; USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν

GT GD C H L M O
payable /ˈpeɪ.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: πληρωτέος, εξοφλητέος; USER: πληρωτέος, καταβάλλεται, πληρωτέα, καταβάλλονται, που καταβάλλονται

GT GD C H L M O
paying /ˈfiːˌpeɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δικαιούχος; USER: πληρώνουν, πληρωμή, καταβολή, την καταβολή, δίνοντας, δίνοντας

GT GD C H L M O
payment /ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση; USER: πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής

GT GD C H L M O
payments /ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση; USER: πληρωμές, πληρωμών, οι πληρωμές, τις πληρωμές, των πληρωμών

GT GD C H L M O
pays /peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία; VERB: πληρώνω, προσφέρω; USER: πληρώνει, καταβάλλει, πληρώνουν, πληρώνει για, δίνει

GT GD C H L M O
penalties /ˈpen.əl.ti/ = NOUN: ποινή, τιμωρία, πενάλτυ; USER: κυρώσεις, κυρώσεων, ποινές, ποινών, τις κυρώσεις

GT GD C H L M O
pending /ˈpen.dɪŋ/ = ADJECTIVE: εκκρεμής; PREPOSITION: κατά την διάρκειαν; USER: εκκρεμής, εν αναμονή, εκκρεμεί, αναμονή, εκκρεμούν

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
perform /pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελεί, εκτελέσετε

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
performing /pərˈfôrm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτέλεση, την εκτέλεση, εκτελεί, εκτελούν, που εκτελεί

GT GD C H L M O
periodic /ˌpɪə.riˈɒd.ɪk/ = ADJECTIVE: περιοδικός; USER: περιοδικός, περιοδική, περιοδικές, περιοδικών, περιοδικής

GT GD C H L M O
permissible /pəˈmɪs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: επιτρεπόμενος, επιτρεπτός, ανεκτός; USER: επιτρέπεται, επιτρεπόμενη, επιτρεπτή, επιτρεπτό, επιτρεπόμενο

GT GD C H L M O
permit /pəˈmɪt/ = NOUN: άδεια, έγγραφος άδεια; VERB: επιτρέπω; USER: άδεια, επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, επιτρέψουν

GT GD C H L M O
permits /pəˈmɪt/ = NOUN: άδεια, έγγραφος άδεια; USER: άδειες, αδειών, οι άδειες, τις άδειες, επιτρέπει

GT GD C H L M O
permitted /pəˈmɪt/ = VERB: επιτρέπω; USER: επιτρέπεται, επιτρεπόμενη, επιτρέπονται, επιτρέπεται η, επιτραπεί

GT GD C H L M O
persists /pəˈsɪst/ = VERB: επιμένω, εξακολουθώ; USER: επιμένει, εμμένει, παραμένει, επιμείνει, εξακολουθεί

GT GD C H L M O
person /ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο; USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα

GT GD C H L M O
personal /ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός; USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά

GT GD C H L M O
personally /ˈpɜː.sən.əl.i/ = ADVERB: προσωπικά, προσωπικώς; USER: προσωπικά, προσωπική, προσωπικές, προσωπικώς

GT GD C H L M O
personnel /ˌpərsəˈnel/ = NOUN: προσωπικό; USER: προσωπικό, προσωπικού, του προσωπικού, το προσωπικό, προσωπικό που

GT GD C H L M O
persons /ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο; USER: πρόσωπα, άτομα, προσώπων, τα πρόσωπα, ατόμων

GT GD C H L M O
perspective /pəˈspek.tɪv/ = NOUN: προοπτική, άποψη; ADJECTIVE: προοπτικός; USER: προοπτική, άποψη, προοπτικών, προοπτικές, προοπτικής

GT GD C H L M O
pertain /pɜːˈteɪn/ = VERB: αναφέρομαι, ανήκω, προσήκω; USER: αφορούν, να αφορούν, ανακύπτουν

GT GD C H L M O
pertaining /pɜːˈteɪn/ = VERB: αναφέρομαι, ανήκω, προσήκω; USER: που αφορούν, αφορούν, σχετικά, που σχετίζονται, σχετίζονται

GT GD C H L M O
phones /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά

GT GD C H L M O
photographs /ˈfōtəˌgraf/ = NOUN: φωτογραφία; VERB: φωτογραφίζω, φωτογραφώ; USER: φωτογραφίες, φωτογραφιών, εικόνες, τις φωτογραφίες, φωτογραφίες που

GT GD C H L M O
physical /ˈfɪz.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσικός, σωματικός, υλικός; USER: φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικά

GT GD C H L M O
picture /ˈpɪk.tʃər/ = NOUN: εικόνα, ζωγραφιά, εικών; VERB: εικονίζω, ζωγραφίζω; USER: εικόνα, εικόνας, φωτογραφία, picture, picture

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
plan /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο

GT GD C H L M O
plans /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, προγράμματα, σχέδιά, σχέδιά

GT GD C H L M O
plant /plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό; VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς; USER: φυτό, εργοστάσιο, φυτών, μονάδα, των φυτών

GT GD C H L M O
play /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο; VERB: παίζω; USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
policies /ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας; USER: πολιτικές, πολιτικών, των πολιτικών, οι πολιτικές, τις πολιτικές

GT GD C H L M O
policy /ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας; USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών

GT GD C H L M O
political /pəˈlɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πολιτικός, πολιτειακός; USER: πολιτικός, πολιτική, πολιτικών, πολιτικό, πολιτικές

GT GD C H L M O
poses /pəʊz/ = NOUN: πόζα, στάση; USER: ενέχει, θέτει, δημιουργεί, εγκυμονεί, αποτελεί

GT GD C H L M O
position /pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία; USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της

GT GD C H L M O
positively /ˈpɒz.ə.tɪv.li/ = ADVERB: θετικώς, ορισμένως; USER: θετικώς, θετικά, θετική, θετικό, θετικά την

GT GD C H L M O
possess /pəˈzes/ = VERB: κατέχω, κτώμαι; USER: κατέχουν, έχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει

GT GD C H L M O
possession /pəˈzeʃ.ən/ = NOUN: κατοχή, κτήση, αγαθό; USER: κατοχή, κατοχής, διαθέτει, διάθεσή, διαθέτουν

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
postal /ˈpəʊ.stəl/ = ADJECTIVE: ταχυδρομικός; USER: ταχυδρομικός, Ταχυδρομική, ταχυδρομικών, ταχυδρομικές, ταχυδρομικό

GT GD C H L M O
posted /ˈpəʊs.tɪd/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ; USER: δημοσιεύτηκε, αναρτήθηκε, posted, αναρτηθεί, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
posting /ˈpəʊ.stɪŋ/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ; USER: απόσπαση, απόσπασης, ανάρτηση, την απόσπαση, σημειώνοντας

GT GD C H L M O
potential /pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος; USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα

GT GD C H L M O
practicable /ˈpraktikəbəl/ = ADJECTIVE: εφαρμόσιμος, δυνατός, εκτελεστός, κατορθωτός, διαβατός; USER: εφικτό, είναι εφικτό, πρακτικά, πρακτικώς, δυνατό

GT GD C H L M O
practical /ˈpræk.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πρακτικός, χρήσιμος; USER: πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά, πρακτικά

GT GD C H L M O
practices /ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση; VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω; USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που

GT GD C H L M O
precludes /prɪˈkluːd/ = VERB: αποκλείω, κωλύω; USER: απαγορεύει, αποκλείει, αντιτίθεται, εμποδίζει, δεν επιτρέπει

GT GD C H L M O
premier /ˈprem.i.ər/ = NOUN: πρωθυπουργός, πρεσβύτερος; ADJECTIVE: αρχαιότερος, πρωτεύων; USER: πρωθυπουργός, αρχαιότερος, Premier, πρεμιέρα, κορυφαίο

GT GD C H L M O
premises /ˈprem.ɪ.sɪz/ = NOUN: κτίριο, κατάστημα, κτήμα, οικοδομή; USER: κτίριο, εγκαταστάσεις, χώρους, χώρων, εγκαταστάσεων, εγκαταστάσεων

GT GD C H L M O
preparation /ˌprep.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, προπαρασκευή, ετοιμασία, συσκευασία; USER: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, ετοιμασία, προπαρασκευή

GT GD C H L M O
prepared /prɪˈpeəd/ = ADJECTIVE: έτοιμος; USER: έτοιμος, παρασκευάζονται, παρασκευάζεται, παρασκευάστηκε, παρασκευασθούν

GT GD C H L M O
prepares /prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω; USER: προετοιμάζει, ετοιμάζει, προετοιμάζει τους, ετοιμάζεται, προετοιμάζεται

GT GD C H L M O
preparing /prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω; USER: προετοιμασία, την προετοιμασία, παρασκευή, προετοιμασία των, προετοιμάζει

GT GD C H L M O
present /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι; ADJECTIVE: τωρινός; VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν

GT GD C H L M O
preservation /ˌprez.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, διαφύλαξη; USER: συντήρηση, διαφύλαξη, διατήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση

GT GD C H L M O
preserve /prɪˈzɜːv/ = VERB: διατηρώ, διαφυλάττω, προστατεύω; USER: διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρηθεί, τη διατήρηση, διατηρήσει

GT GD C H L M O
president /ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης; USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό

GT GD C H L M O
presses /pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας; USER: πρέσες, πιεστήρια, πιέζει, πατήσει, πρέσσες

GT GD C H L M O
prevent /prɪˈvent/ = VERB: εμποδίζω, προλαμβάνω, προλαβαίνω; USER: πρόληψη, την πρόληψη, εμποδίζουν, αποτροπή, αποτρέψει

GT GD C H L M O
previously /ˈpriː.vi.əs.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα, προτού; USER: προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη, παλαιότερα

GT GD C H L M O
price /praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο; VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών

GT GD C H L M O
prices /praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο; VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμές, οι τιμές, τιμών, τις τιμές, των τιμών

GT GD C H L M O
pricing /prīs/ = VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμολόγηση, τιμολόγησης, τιμές, τιμολογιακή, τιμών

GT GD C H L M O
primary /ˈpraɪ.mə.ri/ = ADJECTIVE: πρωταρχικός, βασικός, πρώτος, αρχικός, στοιχειώδης; USER: πρωταρχικός, βασικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωτοβάθμιας

GT GD C H L M O
principles /ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο; USER: αρχές, αρχών, τις αρχές, αρχές της, αρχές που

GT GD C H L M O
printing /ˈprɪn.tɪŋ/ = NOUN: εκτύπωση, τύπωση, τυπογραφία; ADJECTIVE: τυπογραφικός; USER: εκτύπωση, εκτύπωσης, την εκτύπωση, εκτυπώσεις, εκτυπώσεως

GT GD C H L M O
prior /praɪər/ = ADVERB: πριν; ADJECTIVE: προγενέστερος, πρότερος; NOUN: ηγούμενος; USER: πριν, πριν από, προηγούμενη, προηγούμενης, προ, προ

GT GD C H L M O
prison /ˈprɪz.ən/ = NOUN: φυλακή, ειρκτή; USER: φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής

GT GD C H L M O
privacy /ˈprɪv.ə.si/ = NOUN: μυστικότητα, ησυχία, μοναξιά, ερημιά, μυστικότης; USER: μυστικότητα, ησυχία, προστασία προσωπικών δεδομένων, ιδιωτικής ζωής, προσωπικών δεδομένων

GT GD C H L M O
private /ˈpraɪ.vət/ = ADJECTIVE: ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, μυστικός; NOUN: απλός στρατιώτης; USER: ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών

GT GD C H L M O
privately /ˈpraɪ.vət.li/ = ADVERB: ιδιαιτερώς, κατ' ιδίαν; USER: σε ιδιώτες, ιδιώτες, ιδιωτικά, ιδιωτική, ιδιωτικώς

GT GD C H L M O
privilege /ˈprɪv.əl.ɪdʒ/ = NOUN: προνόμιο, δικαίωμα; VERB: δίδω προνόμιο, παραχωρώ προνόμιο; USER: προνόμιο, προνόμιο να, προνομίου, δικαίωμα, απόρρητο

GT GD C H L M O
probably /ˈprɒb.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανά; USER: πιθανώς, ίσως, πιθανότατα, πιθανόν, μάλλον, μάλλον

GT GD C H L M O
problem /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που

GT GD C H L M O
problems /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που

GT GD C H L M O
procedures /prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα; USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών

GT GD C H L M O
proceed /prəˈsiːd/ = VERB: προχωρώ, ενεργώ, προέρχομαι, προβαίνω; USER: προχωρήσει, να προχωρήσει, προχωρήστε, προχωρήσετε, προχωρήσουν

GT GD C H L M O
proceeds /ˈprəʊ.siːdz/ = NOUN: πρόσοδοι, προϊόν πωλήσεως, προϊόν είσπραξης; USER: πρόσοδοι, έσοδα, προϊόν, εσόδων, προϊόντος

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
processed /ˈprəʊ.sest/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: επεξεργασία, μεταποιημένα, μεταποιημένων, μεταποίηση, επεξεργασμένα

GT GD C H L M O
processes /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους

GT GD C H L M O
processing /ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία

GT GD C H L M O
procurement /prəˈkjʊə.mənt/ = NOUN: προμήθεια, προμήθευση; USER: προμήθεια, συμβάσεις, συμβάσεων, δημόσιες συμβάσεις, προμηθειών

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
production /prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση; USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
professional /prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας; ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός; USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό

GT GD C H L M O
profitability /ˈprɒf.ɪ.tə.bl̩/ = USER: αποδοτικότητα, κερδοφορία, κερδοφορίας, αποδοτικότητας, την κερδοφορία

GT GD C H L M O
program /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων

GT GD C H L M O
progress /ˈprəʊ.ɡres/ = NOUN: πρόοδος, εξέλιξη, προκοπή; VERB: προχωρώ, προοδεύω; USER: πρόοδος, εξέλιξη, πρόοδο, προόδου, την πρόοδο, την πρόοδο

GT GD C H L M O
prohibit /prəˈhɪb.ɪt/ = VERB: απαγορεύω; USER: απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύει, απαγορεύσουν, απαγόρευση

GT GD C H L M O
prohibited /prəˈhɪb.ɪt/ = ADJECTIVE: απαγορευμένος; USER: απαγορεύεται, απαγορεύεται η, απαγορεύονται, απαγορευμένων, απαγορευθεί

GT GD C H L M O
prohibiting /prəˈhɪb.ɪt/ = VERB: απαγορεύω; USER: απαγορεύει, απαγόρευση, την απαγόρευση, απαγορεύουν, που απαγορεύει

GT GD C H L M O
prohibition /ˌprəʊ.ɪˈbɪʃ.ən/ = NOUN: απαγόρευση, ποτοαπαγόρευση; USER: απαγόρευση, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, απαγόρευση αυτή, την απαγόρευση

GT GD C H L M O
prohibits /prəˈhɪb.ɪt/ = VERB: απαγορεύω; USER: απαγορεύει, απαγορεύει την, απαγορεύει τις, απαγορεύει τη, απαγορεύεται

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
promote /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: την προώθηση της, προώθηση της, προώθηση, την προώθηση, προωθήσουν

GT GD C H L M O
promptly /ˈprɒmpt.li/ = ADVERB: ταχέως, αμελλητί, προθυμώς; USER: ταχέως, αμελλητί, αμέσως, άμεσα, έγκαιρα

GT GD C H L M O
proper /ˈprɒp.ər/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, καθώς πρέπει, αρμόζων, κύριος, ίδιος, κόσμιος; USER: κατάλληλος, σωστή, ορθή, κατάλληλη, κατάλληλο, κατάλληλο

GT GD C H L M O
properly /ˈprɒp.əl.i/ = ADVERB: δεόντως, καταλλήλως; USER: δεόντως, καταλλήλως, σωστά, κατάλληλα, ορθή, ορθή

GT GD C H L M O
property /ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, κυριότητα, ιδιότης, κυριότης; USER: ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιότητα, κυριότητα, ιδιοκτησίας

GT GD C H L M O
proposal /prəˈpəʊ.zəl/ = NOUN: πρόταση; USER: πρόταση, πρότασης, πρόταση της, την πρόταση, πρότασή

GT GD C H L M O
proposed /prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω; USER: προτείνει, προτείνεται, πρότεινε, προταθεί, προτείνονται

GT GD C H L M O
proposing /prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω; USER: προτείνοντας, προτείνει, προτείνουν, πρόταση, προτείνεται

GT GD C H L M O
proprietary /p(r)əˈprī-iˌterē/ = ADJECTIVE: ιδιόκτητος, ιδιοκτητικός; NOUN: ιδιοκτήτης, όμιλος κτηματίων, κατάλογος ιδιοκτητών; USER: ιδιόκτητο, ιδιοκτησιακό, ιδιόκτητα, ιδιόκτητων, αποκλειστικές

GT GD C H L M O
prospective /prəˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: υποψήφιος, αναμενόμενος, προορατικός, προσδοκώμενος; USER: υποψήφιος, υποψήφιους, προοπτική, μελλοντικούς, τους υποψήφιους

GT GD C H L M O
protect /prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω; USER: προστασία, την προστασία, προστατεύουν, προστατεύσουν, προστατεύσει

GT GD C H L M O
protected /prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω; USER: προστατεύονται, προστατεύεται, προστατευμένο, προστατευμένη, προστασία

GT GD C H L M O
protecting /prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω; USER: προστασία, προστατεύοντας, προστασίας, την προστασία των, την προστασία

GT GD C H L M O
protection /prəˈtek.ʃən/ = NOUN: προστασία, προάσπιση, περιφρούρηση; USER: προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, προστασία του

GT GD C H L M O
protective /prəˈtek.tɪv/ = ADJECTIVE: προστατευτικός; USER: προστατευτικός, προστασίας, προστατευτικό, προστατευτική, προστατευτικά

GT GD C H L M O
proud /praʊd/ = ADJECTIVE: υπερήφανος, περήφανος, φιλότιμος; USER: υπερήφανος, περήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανη

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provided /prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον

GT GD C H L M O
providence /ˈprɒv.ɪ.dəns/ = NOUN: πρόνοια, οικονομία; USER: πρόνοια, Providence, Πρόβιντενς, την πρόνοια, πρόνοια του

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
providing /prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει

GT GD C H L M O
provision /prəˈvɪʒ.ən/ = NOUN: πρόβλεψη, πρόνοια, όρος, φροντίδα; VERB: εφοδιάζω; USER: πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχή, παροχής

GT GD C H L M O
prudent /ˈpruː.dənt/ = ADJECTIVE: συνετός, φρόνιμος, νουνεχής; USER: συνετός, συνετή, συνετής, συνετό, φρόνιμο

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
purchase /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο; VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά

GT GD C H L M O
purchased /ˈpɜː.tʃəs/ = VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγοραστεί, αγόρασε, αγοράζονται, αγοράστηκε, αγοράστηκαν

GT GD C H L M O
purchasing /ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός; USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική

GT GD C H L M O
purpose /ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός; VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπός, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού

GT GD C H L M O
purposes /ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός; VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπούς, τους σκοπούς, λόγους, σκοπό

GT GD C H L M O
pursuit /pəˈsjuːt/ = NOUN: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, ασχολία; USER: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, άσκηση, την άσκηση

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
qualifications /ˌkwɒl.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: προσόν, επιφύλαξη, όρος, τροποποίηση; USER: προσόντων, προσόντα, επαγγελματικών προσόντων, τα προσόντα, τίτλων

GT GD C H L M O
qualified /ˈkwɒl.ɪ.faɪd/ = ADJECTIVE: αρμόδιος, πτυχιούχος, έχων τα προσόντα, επιφυλακτικός, περιορισμένος, τροποποιημένος; USER: ειδική, ειδικευμένο, προσόντα, ειδικευμένου, εξειδικευμένο

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
quarterly /ˈkwɔː.təl.i/ = ADJECTIVE: τριμηνιαίος, τρίμηνος; USER: τριμηνιαίος, τριμηνιαία, τριμηνιαίων, τριμηνιαίες, ανά τρίμηνο

GT GD C H L M O
question /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω

GT GD C H L M O
questions /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα

GT GD C H L M O
quick /kwɪk/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, γοργός, ζωηρός; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορο, γρήγορη, τον γρήγορο, τον γρήγορο

GT GD C H L M O
quite /kwaɪt/ = ADVERB: αρκετά, εντελώς, μάλλον, όλως, πράγματι; USER: αρκετά, εντελώς, πολύ, είναι αρκετά, απολύτως, απολύτως

GT GD C H L M O
quo /ˌkwɪd.prəʊˈkwəʊ/ = USER: quo, στάτους, υφιστάμενης, υπάρχουσας, ισχύον

GT GD C H L M O
race /reɪs/ = NOUN: φυλή, αγώνας, γένος, ράτσα, αγώνας δρόμου, δρόμος, έθνος, γενεά, αγών δρόμου, σόι; VERB: τρέχω, παρατρέχω; USER: φυλή, αγώνας, γένος, αγώνα, φυλής

GT GD C H L M O
raising /rāz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω; USER: αύξηση, αυξάνοντας, ευαισθητοποίησης, την αύξηση, η αύξηση

GT GD C H L M O
rarely /ˈreə.li/ = ADVERB: σπανίως; USER: σπανίως, σπάνια, σπανιότερα

GT GD C H L M O
rate /reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη; VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω; USER: τιμή, βαθμός, αναλογία, κόστος, ποσοστό

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
read /riːd/ = NOUN: ανάγνωση; VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω; USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει

GT GD C H L M O
readily /ˈred.ɪ.li/ = ADVERB: πρόθυμα, ετοίμως, προθυμώς; USER: πρόθυμα, εύκολα, άμεσα, εύκολα να, αμέσως

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
reason /ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα; VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω; USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για

GT GD C H L M O
reasonable /ˈrēz(ə)nəbəl/ = ADJECTIVE: λογικός; USER: λογικός, εύλογη, εύλογο, λογική, λογικό

GT GD C H L M O
reasons /ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό; USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που

GT GD C H L M O
rebates /ˈriː.beɪt/ = NOUN: έκπτωση, επιστροφή χρημάτων; USER: εκπτώσεις, εκπτώσεων, επιστροφές, οι εκπτώσεις, μειώσεις

GT GD C H L M O
receipt /rɪˈsiːt/ = NOUN: παραλαβή, λήψη, απόδειξη, απόδειξη παραλαβής, εξοφλητική απόδειξη, εξοφλητήριο; VERB: εξοφλώ, δίδω απόδειξη λήψεως; USER: παραλαβή, απόδειξη, λήψη, παραλαβής, την παραλαβή

GT GD C H L M O
receive /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν

GT GD C H L M O
received /rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη

GT GD C H L M O
receives /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: λαμβάνει, δέχεται, παραλαμβάνει, εισπράττει, λάβει

GT GD C H L M O
receiving /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: παραλαβή, λήψη, λαμβάνουν, λαμβάνει, υποδοχής

GT GD C H L M O
recently /ˈriː.sənt.li/ = ADVERB: πρόσφατα, προσφάτως; USER: πρόσφατα, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη

GT GD C H L M O
reception /rɪˈsep.ʃən/ = NOUN: ρεσεψιόν, υποδοχή, λήψη, δεξίωση, αποδοχή; USER: υποδοχή, δεξίωση, ρεσεψιόν, λήψη, υποδοχής

GT GD C H L M O
recipient /rɪˈsɪp.i.ənt/ = NOUN: παραλήπτης, δέκτης; ADJECTIVE: δεκτικός; USER: παραλήπτης, δέκτης, παραλήπτη, αποδέκτη, δικαιούχος

GT GD C H L M O
recognize /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν

GT GD C H L M O
recognizing /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζοντας, αναγνώριση, την αναγνώριση, αναγνωρίζει, αναγνωρίζουν

GT GD C H L M O
recommend /ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω; USER: συνιστώ, συστήνω, προτείνω, προτείνουμε, συνιστούν

GT GD C H L M O
recommended /ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω; USER: συνιστάται, συνιστώμενη, συνιστώνται, συνέστησε, Συνιστώμενες

GT GD C H L M O
recommends /ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω; USER: συνιστά, συστήνει, συνιστά να, προτείνει, συνιστά την

GT GD C H L M O
record /rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου; VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω; USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά

GT GD C H L M O
recorded /riˈkôrd/ = ADJECTIVE: εγγεγραμμένος; USER: καταγράφονται, καταγράφεται, καταγράφηκαν, πραγματική, καταγραφεί

GT GD C H L M O
records /rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου; VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω; USER: αρχεία, εγγραφές, αρχείων, εγγραφών, μητρώα

GT GD C H L M O
reduced /riˈd(y)o͞os/ = ADJECTIVE: μειωμένος; USER: μειωμένος, μειωθεί, μειώνεται, μειώθηκε, μειωμένη

GT GD C H L M O
reducing /rɪˈdjuːs/ = ADJECTIVE: αναγωγικός; USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση των, τη μείωση, μείωση του

GT GD C H L M O
referenced /ˈrefərəns/ = USER: αναφερόμενο, αναφέρεται, αναφέρονται, αναφορά, που αναφέρεται

GT GD C H L M O
referred /rɪˈfɜːr/ = ADJECTIVE: ανεξεταστέος; USER: αναφέρεται, που, αναφέρονται, που αναφέρονται, που αναφέρεται

GT GD C H L M O
reflect /rɪˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω; USER: αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, απεικονίζουν, εκφράζουν

GT GD C H L M O
refuse /rɪˈfjuːz/ = NOUN: απορρίμματα, σκουπίδια, σκύβαλα; VERB: αρνούμαι, απορρίπτω; USER: απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί

GT GD C H L M O
regarding /rɪˈɡɑː.dɪŋ/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη; VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ; USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά την, όσον αφορά, για

GT GD C H L M O
regardless /rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής; USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα

GT GD C H L M O
region /ˈriː.dʒən/ = NOUN: περιοχή, χώρα, πολίτευμα; USER: περιοχή, περιοχής, περιφέρεια, περιφέρειας, περιοχή του

GT GD C H L M O
regional /ˈriː.dʒən.əl/ = ADJECTIVE: περιφερειακός, τοπικός, χωρικός; USER: περιφερειακός, περιφερειακών, περιφερειακές, περιφερειακή, περιφερειακό

GT GD C H L M O
regular /ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: τακτικός, κανονικός, μόνιμος, ομαλός, ανελλιπής, συμμετρικός; USER: τακτικός, κανονικός, τακτική, τακτικές, τακτικά

GT GD C H L M O
regularly /ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADVERB: τακτικά, μόνιμα; USER: τακτικά, τακτική, συχνά, τακτά, κανονικά

GT GD C H L M O
regulated /ˈreɡ.jʊ.leɪt/ = VERB: ρυθμίζω, κανονίζω, ρεγουλάρω; USER: ρυθμίζεται, ρυθμίζονται, ρυθμιστεί, ρυθμιζόμενες, διέπονται

GT GD C H L M O
regulation /ˌreɡ.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: κανονισμός, ρύθμιση; USER: ρύθμιση, κανονισμός, κανονισμού, κανονισμό, του κανονισμού

GT GD C H L M O
regulations /ˌreɡ.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: κανονισμοί; USER: κανονισμοί, κανονισμούς, κανονισμών, κανονιστικές, κανονιστικών

GT GD C H L M O
reinforce /ˌriː.ɪnˈfɔːs/ = VERB: ενισχύω; USER: ενισχύσουν, ενίσχυση, ενισχύουν, ενισχύσει, να ενισχύσει

GT GD C H L M O
related /rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων; USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται

GT GD C H L M O
relating /rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ; USER: σχετικά, σχετικά με, αφορούν, που αφορούν, σχετίζονται

GT GD C H L M O
relation /rɪˈleɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, αναφορά, συγγένεια, αφήγηση, διήγηση; USER: σχέση, αφορά, σχέση με, σχετικά, όσον αφορά

GT GD C H L M O
relationship /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση

GT GD C H L M O
relationships /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων

GT GD C H L M O
relative /ˈrel.ə.tɪv/ = NOUN: συγγενής; ADJECTIVE: σχετικός, αναφορικός, συγκριτικός; USER: συγγενής, σχετικός, σχετική, σχέση, σε σχέση

GT GD C H L M O
relatives /ˈrel.ə.tɪv/ = NOUN: συγγενής; USER: συγγενείς, συγγενών, οι συγγενείς, τους συγγενείς

GT GD C H L M O
release /rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση; VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι; USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει

GT GD C H L M O
releases /rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση; USER: κυκλοφορίες, δελτία, απελευθερώσεις, απελευθερώνει, Releases

GT GD C H L M O
releasing /rɪˈliːs/ = VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι; USER: απελευθερώνοντας, απελευθέρωση, την απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευση

GT GD C H L M O
relentlessly /rɪˈlent.ləs/ = USER: αδυσώπητα, αμείλικτα, ασταμάτητα, ακατάπαυστα, ανελέητα

GT GD C H L M O
reliability /rɪˈlaɪə.bl̩/ = NOUN: αξιοπιστία,, την αξιοπιστία, αξιοπιστία του

GT GD C H L M O
religion /rɪˈlɪdʒ.ən/ = NOUN: θρησκεία; USER: θρησκεία, θρησκείας, τη θρησκεία, της θρησκείας, θρησκεύματος

GT GD C H L M O
rely /rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση; USER: βασίζονται, επικαλούνται, επικαλεστεί, στηρίζονται, στηριχθεί

GT GD C H L M O
remain /rɪˈmeɪn/ = VERB: μένω, διατελώ, απομένω, υπολείπομαι; USER: παραμένουν, εξακολουθούν να, παραμείνει, παραμένει, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
remains /rɪˈmeɪnz/ = NOUN: λείψανα, απομεινάρια, ερείπιο, εναπολείμματα; USER: λείψανα, παραμένει, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, παραμένουν

GT GD C H L M O
remarks /rɪˈmɑːk/ = NOUN: παρατήρηση; VERB: παρατηρώ, αναβαθμολογώ, επιβιβάζομαι πάλι; USER: Παρατηρήσεις, Οι παρατηρήσεις, τις παρατηρήσεις, σχόλια, παρατηρήσεων

GT GD C H L M O
remember /rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι; USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε

GT GD C H L M O
rendered /ˈren.dər/ = VERB: προσφέρω, ανταποδίδω, καθιστώ; USER: καθίστανται, καθίσταται, παρεχόμενων, παρέχονται, καταστεί

GT GD C H L M O
repeatedly /rɪˈpiː.tɪd.li/ = ADVERB: επανειλημμένα, επανειλημμένως; USER: επανειλημμένα, επανειλημμένως, επανάληψη

GT GD C H L M O
report /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά

GT GD C H L M O
reported /rɪˈpɔː.tɪd/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: ανέφερε, αναφερθεί, αναφερόμενη, αναφέρθηκαν, ανέφεραν

GT GD C H L M O
reporting /rɪˈpɔːt/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: εκθέσεων, την υποβολή εκθέσεων, υποβολή εκθέσεων, αναφορά, αναφοράς

GT GD C H L M O
reports /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών

GT GD C H L M O
representative /ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας; ADJECTIVE: αντιπροσωπευτικός; USER: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εντολοδόχος, αντιπροσωπευτική

GT GD C H L M O
representatives /ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας; USER: εκπροσώπους, εκπρόσωποι, αντιπρόσωποι, εκπροσώπων, οι εκπρόσωποι

GT GD C H L M O
representing /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: εκπροσωπούν, που αντιπροσωπεύουν, που εκπροσωπούν, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει

GT GD C H L M O
reprisals /riˈprīzəl/ = USER: αντίποινα, αντιποίνων, τα αντίποινα, για αντίποινα, σε αντίποινα,

GT GD C H L M O
reputable /ˈrep.jʊ.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: ευυπόληπτος; USER: ευυπόληπτος, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστο, αξιόπιστους

GT GD C H L M O
reputation /ˌrep.jʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: φήμη, υπόληψη; USER: φήμη, υπόληψη, τη φήμη, φήμης, η φήμη, η φήμη

GT GD C H L M O
request /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: ζητήσει, να ζητήσει, ζητήσουν, ζητούν, ζητά

GT GD C H L M O
requests /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί

GT GD C H L M O
require /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
required /rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται

GT GD C H L M O
requirement /rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία; USER: απαίτηση, υποχρέωση, προϋπόθεση, απαίτησης, απαιτήσεις

GT GD C H L M O
requirements /rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία; USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές

GT GD C H L M O
requires /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει

GT GD C H L M O
resale /ˌriːˈseɪl/ = NOUN: μεταπώληση; USER: μεταπώληση, μεταπώλησης, επαναπώληση, παρακολούθησης, μεταπωλήσεως

GT GD C H L M O
reserves /rɪˈzɜːv/ = NOUN: απόθεμα, επιφύλαξη, εφεδρεία, έφεδρος; USER: αποθεματικά, αποθεματικών, αποθέματα, αποθεμάτων, διατηρεί

GT GD C H L M O
resolved /rɪˈzɒlvd/ = ADJECTIVE: αποφασισμένος; USER: επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, επιλύεται, λυθεί

GT GD C H L M O
resolving /rɪˈzɒlv/ = VERB: αποφασίζω, αναλύω, διαλύομαι, ξεμπερδεύω; USER: επίλυση, την επίλυση, επίλυσης, επίλυση των, την επίλυση των

GT GD C H L M O
resource /rɪˈzɔːs/ = NOUN: πόρος, μέσο, εφευρετικότητα, προσόν; USER: πόρος, πόρων, των πόρων, πόρο, πόρου

GT GD C H L M O
resources /ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι; USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους

GT GD C H L M O
respect /rɪˈspekt/ = NOUN: σεβασμός, εκτίμηση, σέβας; VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ; USER: σεβασμός, αφορά, για, σεβασμό, όσον αφορά

GT GD C H L M O
respects /rɪˈspekt/ = NOUN: σέβη; USER: απόψεις, σέβεται, σημεία, άποψη, τις απόψεις

GT GD C H L M O
respond /rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: ανταποκρίνονται, ανταποκριθεί, ανταποκριθούν, απαντήσει, ανταποκρίνεται

GT GD C H L M O
response /rɪˈspɒns/ = NOUN: απάντηση, απόκριση, αντίλογος, αντίφωνο; USER: απάντηση, απόκριση, ανταπόκριση, απόκρισης, αντίδραση

GT GD C H L M O
responsibilities /rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία; USER: ευθυνών, ευθύνες, αρμοδιότητες, αρμοδιοτήτων, τις ευθύνες

GT GD C H L M O
responsibility /rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη

GT GD C H L M O
responsible /rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος; USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι

GT GD C H L M O
restrict /rɪˈstrɪkt/ = VERB: περιορίζω, περιστέλλω; USER: περιορίσει, περιορίζουν, περιορίζει, περιορισμό, περιορίσεις

GT GD C H L M O
restrictions /rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός; USER: περιορισμούς, περιορισμοί, περιορισμών, τους περιορισμούς, οι περιορισμοί

GT GD C H L M O
restrictive /rɪˈstrɪk.tɪv/ = ADJECTIVE: περιοριστικός, περισταλτικός, κατασταλτικός; USER: περιοριστικός, περιοριστικά, περιοριστικών, περιοριστική, περιοριστικές

GT GD C H L M O
result /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
retain /rɪˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, κρατώ, παρακρατώ, μισθώ; USER: διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρήσει, να διατηρήσει, διατηρεί

GT GD C H L M O
retained /rɪˈteɪn/ = ADJECTIVE: έκτακτος; USER: διατηρούνται, διατηρηθεί, διατηρείται, διατηρηθούν, διατήρησε

GT GD C H L M O
retaliation /rɪˈtæl.i.eɪt/ = NOUN: αντίποινα, αντεκδίκηση; USER: αντίποινα, αντεκδίκηση, αντιποίνων, επιβολής αντιποίνων, ανταπόδοση

GT GD C H L M O
retired /rɪˈtaɪəd/ = ADJECTIVE: συνταξιούχος, απόμερος; NOUN: αποσυρθείς; USER: συνταξιούχος, αποσύρθηκε, συνταξιούχων, συνταξιοδοτηθεί, συνταξιοδοτήθηκαν

GT GD C H L M O
return /rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα; VERB: επιστρέφω; USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή

GT GD C H L M O
returned /riˈtərn/ = ADJECTIVE: γύριστος; USER: επέστρεψε, επιστρέφονται, επιστρέφεται, επέστρεψαν, επιστραφεί, επιστραφεί

GT GD C H L M O
reveals /rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω; USER: αποκαλύπτει, φανερώνει, προκύπτει, δείχνει, αποκαλύψει

GT GD C H L M O
revenues /ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος; USER: έσοδα, τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από

GT GD C H L M O
review /rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση; VERB: αναθεωρώ; USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, επανεξετάζει, επανεξετάσει, αναθεωρήσει

GT GD C H L M O
reviewed /ˌpɪə.rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ; USER: αξιολόγηση, κριτικές

GT GD C H L M O
reviewing /rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ; USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, την αναθεώρηση, την επανεξέταση, επανεξετάζει

GT GD C H L M O
rigging /ˈrɪɡ.ɪŋ/ = NOUN: νοθεία, εξάρτιση, συρματολογία; USER: νοθεία, εξάρτιση, ξάρτια, νοθείας, ξαρτιών

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
rights /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δικαιώματα, τα δικαιώματα, δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων, δικαιώματα των

GT GD C H L M O
risk /rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση; VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω; USER: κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
role /rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο; USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που

GT GD C H L M O
routing /raʊt/ = NOUN: δρομολόγηση; USER: δρομολόγηση, δρομολόγησης, τη δρομολόγηση, routing, διαδρομής

GT GD C H L M O
rule /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: αποφανθεί, αποκλείει, κανόνα, αποκλειστεί, αποκλείσει, αποκλείσει

GT GD C H L M O
rules /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που

GT GD C H L M O
rumor /ˈruː.mər/ = NOUN: φήμη, φήμη, θρύλος, θρύλος, διάδοση, διάδοση; VERB: διαδίδω, διαδίδω, φημολογώ, φημολογώ; USER: φήμη, φήμες, φήμης, η φήμη, φήμη που

GT GD C H L M O
rush /rʌʃ/ = NOUN: βιασύνη, ορμή, βία, σπάρτο, βούρλο; VERB: ορμώ, σπεύδω; USER: βιασύνη, βιαστούμε, σπεύσει, βιαστείτε, βιασύνη για

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sacrificing /ˈsakrəˌfīs/ = VERB: θυσιάζω; USER: θυσιάζοντας, θυσιάζει, θυσιάζουν, θυσιάζεται, θυσιάζεται η

GT GD C H L M O
safe /seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός; NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο; USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς

GT GD C H L M O
safeguard /ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση; VERB: προστατεύω; USER: προστασία, εξασφάλιση, διασφάλισης, διασφάλιση, διαφύλαξη

GT GD C H L M O
safeguards /ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση; USER: διασφαλίσεις, εγγυήσεις, διασφαλίσεων, εγγυήσεων, διασφάλισης

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
sale /seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία; USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
sanctions /ˈsæŋk.ʃənzˌbʌs.tɪŋ/ = NOUN: κύρωση, έγκριση, επικύρωση, επιδοκιμασία; USER: κυρώσεων, κυρώσεις, τις κυρώσεις, οι κυρώσεις, των κυρώσεων

GT GD C H L M O
satisfied /ˈsæt.ɪs.faɪd/ = VERB: ικανοποιώ, ευχαριστώ, χορταίνω, αποτίνω; USER: Ικανοποιημένοι, ικανοποιημένος, ικανοποιημένων, ικανοποιημένους, Satisfied

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
says /seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η

GT GD C H L M O
scheme /skiːm/ = NOUN: σχέδιο, σχεδιάγραμμα, συνδυασμός, σκευωρία; VERB: σχεδιάζω, σκευωρώ; USER: σχέδιο, καθεστώς, καθεστώτος, σύστημα, συστήματος

GT GD C H L M O
scrutiny /ˈskruː.tɪ.ni/ = NOUN: λεπτομερής έλεγχος, προσεκτική εξέταση, λεπτομερής εξέταση, εξονύχιση; USER: έλεγχο, έλεγχος, ελέγχου, εξέταση, έλεγχο που

GT GD C H L M O
search /sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο; VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ; USER: αναζήτηση, Αναζητήστε, αναζητήσετε, αναζήτησης, ψάξετε

GT GD C H L M O
secretarial /ˌsek.rəˈteə.ri.əl/ = ADJECTIVE: γραμματέως, καθήκοντα γραμματέα; USER: γραμματέως, γραμματειακής, γραμματείας, γραμματειακή, γραμματειακής υποστήριξης

GT GD C H L M O
secrets /ˈsiː.krət/ = NOUN: μυστικό; USER: μυστικά, τα μυστικά, απορρήτων, απόρρητα, μυστικών

GT GD C H L M O
section /ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή; VERB: χωρίζω εις τμήματα; USER: τμήμα, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος

GT GD C H L M O
sections /ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή; VERB: χωρίζω εις τμήματα; USER: τμήματα, ενότητες, τμημάτων, τα τμήματα, παραγράφους

GT GD C H L M O
sector /ˈsek.tər/ = NOUN: τομέας, τομεύς; USER: τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, κλάδο

GT GD C H L M O
securing /sɪˈkjʊər/ = VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω; USER: εξασφάλιση, την εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφάλισης, εξασφαλίζοντας

GT GD C H L M O
securities /sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: χρεόγραφα, αξιόγραφα; USER: χρεόγραφα, αξιόγραφα, τίτλων, κινητών αξιών, τίτλους

GT GD C H L M O
security /sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής; USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
seeking /siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: αναζήτηση, αναζητούν, που αναζητούν, επιδιώκουν, επιδιώκει

GT GD C H L M O
sees /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπει, θεωρεί, θεωρεί ότι, βγάζει, κρίνει

GT GD C H L M O
selection /sɪˈlek.ʃən/ = NOUN: επιλογή, εκλογή; USER: επιλογή, επιλογής, ποικιλία, την επιλογή, συλλογή

GT GD C H L M O
sell /sel/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλήσει, πωλούν, πωλεί, πουλήσει, πουλήσουν, πουλήσουν

GT GD C H L M O
selling /ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών; USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις

GT GD C H L M O
send /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει

GT GD C H L M O
sending /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστολή, την αποστολή, στέλνοντας, αποστολής, αποστέλλοντας

GT GD C H L M O
sends /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστέλλει, στέλνει, στέλνει με, έβγαλε, πήρε

GT GD C H L M O
senior /ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος; NOUN: πρεσβύτερος; USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο

GT GD C H L M O
sensitive /ˈsen.sɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητικός; USER: ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητο, ευαίσθητες, ευαίσθητων

GT GD C H L M O
sensitivity /ˌsensiˈtivitē/ = USER: ευαισθησία, ευαισθησίας, την ευαισθησία

GT GD C H L M O
sent /sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει

GT GD C H L M O
sentences /ˈsen.təns/ = NOUN: πρόταση, καταδίκη, απόφαση; VERB: καταδικάζω; USER: ποινές, φράσεις, ποινών, προτάσεις, καταδίκες, καταδίκες

GT GD C H L M O
serious /ˈsɪə.ri.əs/ = ADJECTIVE: σοβαρός, σπουδαίος, αισθητός; USER: σοβαρός, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό, σοβαρά

GT GD C H L M O
seriously /ˈsɪə.ri.əs.li/ = ADVERB: σοβαρά, σοβαρώς; USER: σοβαρά, σοβαρή, στα σοβαρά, σοβαρά την, σοβαρότητα

GT GD C H L M O
served /sɜːv/ = VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετείται, σερβίρεται, εξυπηρετούνται, υπηρέτησε, σερβίρονται

GT GD C H L M O
serves /sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα; VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετεί, χρησιμεύει, σερβίρει, υπηρετεί, χρησιμεύει για

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
serving /ˈsɜː.vɪŋ/ = NOUN: σερβίρισμα, έκτιση; USER: σερβίρισμα, εξυπηρετούν, σερβίρει, που εξυπηρετούν, που σερβίρει, που σερβίρει

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
setting /ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος; USER: ρύθμιση, τον καθορισμό, τη, καθορισμό, τη ρύθμιση

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
sex /seks/ = NOUN: φύλο, γένος; USER: φύλο, φύλου, σεξ, το φύλο, σεξουαλική

GT GD C H L M O
sexual /ˈsek.sjʊəl/ = ADJECTIVE: σεξουαλικός, φύλων, γεννητικός; USER: σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, σεξουαλικές

GT GD C H L M O
shared /ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή

GT GD C H L M O
shareholders /ˈʃeəˌhəʊl.dər/ = NOUN: μέτοχος, μεριδιούχος; USER: μετόχους, μετόχων, μέτοχοι, των μετόχων, τους μετόχους

GT GD C H L M O
shares /ʃeər/ = NOUN: μερίδια, μέτοχος; USER: μερίδια, μετοχών, μετοχές, μεριδίων, συμμερίζεται

GT GD C H L M O
sharing /ˈdʒɒb.ʃeər/ = NOUN: μοιρασιά; USER: ανταλλαγή, μοιράζονται, κοινή χρήση, την ανταλλαγή, μοιράζεται

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
sheet /ʃiːt/ = NOUN: σεντόνι, οθόνη, σινδών, φύλλο χαρτού, φύλλο μέταλλου; USER: σεντόνι, φύλλο, φύλλου, φύλλων, δελτίο

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
shown /ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει

GT GD C H L M O
sign /saɪn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα; VERB: υπογράφω, νεύω; USER: σήμα, σημείο, υπογράψει, υπογράψουν, εγγραφείτε

GT GD C H L M O
signature /ˈsɪɡ.nɪ.tʃər/ = NOUN: υπογραφή, τζίφρα; USER: υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή

GT GD C H L M O
significant /sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά

GT GD C H L M O
similar /ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος; USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων

GT GD C H L M O
similarly /ˈsɪm.ɪ.lə.li/ = ADVERB: ομοίως, παρομοίως; USER: ομοίως, παρομοίως, παρόμοια, παρόμοιο

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
sincerely /sɪnˈsɪə.li/ = ADVERB: ειλικρινά, ειλικρινώς; USER: ειλικρινά, εκτίμηση, θερμά, ειλικρίνεια, με ειλικρίνεια

GT GD C H L M O
sister /ˈsɪs.tər/ = NOUN: αδελφή, αδερφή, νοσοκόμα, καλόγρια; USER: αδελφή, αδερφή, η αδελφή, αδελφής, την αδελφή

GT GD C H L M O
situation /ˌsɪt.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία; USER: κατάσταση, κατάστασης, περίπτωση, κατάσταση της, την κατάσταση

GT GD C H L M O
situations /sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία; USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που

GT GD C H L M O
small /smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος; ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος; USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών

GT GD C H L M O
smaller /smɔːl/ = ADJECTIVE: μικρότερος; USER: μικρότερος, μικρότερο, μικρότερα, μικρότερες, μικρότερη

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
software /ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό; USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού

GT GD C H L M O
sold /səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί

GT GD C H L M O
solve /sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω; USER: επίλυση, την επίλυση, επιλύσει, λύσει, να λύσει

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
someone /ˈsʌm.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια; USER: κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον

GT GD C H L M O
something /ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι; USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για

GT GD C H L M O
sometimes /ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου; USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά

GT GD C H L M O
soon /suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς; USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο

GT GD C H L M O
sound /saʊnd/ = NOUN: ήχος, πορθμός, στενό; ADJECTIVE: υγιής, βαθύς, γερός, σώος, φρόνιμος; VERB: ηχώ, διαδίδω, βαθυμετρώ, βολιδοσκοπώ; USER: ήχος, υγιής, ακούγεται, ήχο, να ακούγεται

GT GD C H L M O
source /sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση; USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές

GT GD C H L M O
sources /sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση; USER: πηγές, πηγών, τις πηγές, εξακριβωμένες

GT GD C H L M O
south /saʊθ/ = NOUN: νότος; ADJECTIVE: νότιος; USER: νότια, νότια Προάστια, νότο, South, Νότιας

GT GD C H L M O
space /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε

GT GD C H L M O
speaking /-spiː.kɪŋ/ = NOUN: ομιλία, ομιλών; USER: ομιλία, μιλώντας, γραμμές, μιλάει, ομιλίας, ομιλίας

GT GD C H L M O
special /ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός; USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό

GT GD C H L M O
specific /spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος; USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες

GT GD C H L M O
specifically /spəˈsɪf.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: ειδικά, ειδικώς, ορισμένως; USER: ειδικά, ειδικώς, συγκεκριμένα, ειδικότερα, ιδίως, ιδίως

GT GD C H L M O
spills /spil/ = VERB: χύνω, χύνομαι; NOUN: ξυλάκι, ξυλαράκι, χύση; USER: διαρροές, τις διαρροές, πετρελαιοκηλίδες, οι διαρροές, διαρροών

GT GD C H L M O
spouse /spaʊs/ = NOUN: σύζυγος, σύζηγος; USER: σύζυγος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός

GT GD C H L M O
staffed /staf/ = VERB: επανδρώνω; USER: στελεχωμένο, στελεχώνεται, στελεχώνονται, στελεχωμένη, στελεχωθεί

GT GD C H L M O
stamp /stæmp/ = NOUN: σφραγίδα, γραμματόσημο, χαρτόσημο, στάμπα, ένσημο, τύπος, σφαγίς; VERB: σφραγίζω, χτυπώ με το πόδι, επισφραγίζω, κτυπώ με το πόδι, εντυπώ, θέτω γραμματόσημο; USER: σφραγίδα, γραμματόσημο, χαρτόσημο, εξάλειψη, σφραγίζουν

GT GD C H L M O
standard /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο; ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος; USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα

GT GD C H L M O
standards /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα; USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες

GT GD C H L M O
standing /ˈstæn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: διαρκής, μόνιμος, ακάθιστος, ιστάμενος; NOUN: στάση, θέση, ορθοστασία, διάρκεια; USER: διαρκής, θέση, στάση, ακάθιστος, στέκεται

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
state /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών

GT GD C H L M O
stated /steɪt/ = ADJECTIVE: δηλωθείς, καθορισμένος, ορισμένος; USER: δήλωσε, δηλώνεται, αναφέρεται, ανέφερε, δήλωσαν

GT GD C H L M O
statements /ˈsteɪt.mənt/ = NOUN: δήλωση, κατάσταση, ανακοίνωση, έκθεση, λογαριασμίς, γενικός λογαριασμός; USER: δηλώσεις, καταστάσεων, καταστάσεις, δηλώσεων, τις δηλώσεις

GT GD C H L M O
states /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: Τα κράτη, κράτη, αναφέρει, δηλώνει, Πολιτείες

GT GD C H L M O
stating /steɪt/ = VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: δηλώνοντας, αναφέροντας, δηλώνει, αναφέρει, διευκρινίζοντας

GT GD C H L M O
stationery /ˈsteɪ.ʃən.ər.i/ = NOUN: χαρτικά, χαρτοπωλείο, είδη γραφικής; USER: χαρτικά, Γραφική ύλη, γραφικής ύλης, χαρτικών, χαρτικής

GT GD C H L M O
status /ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση; USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος

GT GD C H L M O
stays /steɪ/ = NOUN: κορσές, στηθόδεσμος, στήριγμα; USER: μένει, παραμένει, διαμένει, διαμένουν, διαμονή

GT GD C H L M O
steering /ˈstɪə.rɪŋ ˌkɒl.əm/ = NOUN: πηδαλιούχηση; USER: πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, τιμόνι, υδραυλικό

GT GD C H L M O
steps /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
stock /stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο; VERB: εφοδιάζω; ADJECTIVE: έτοιμος; USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της

GT GD C H L M O
strategies /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγικές, στρατηγικών, τις στρατηγικές, των στρατηγικών, στρατηγικές για

GT GD C H L M O
street /striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό

GT GD C H L M O
strengthen /ˈstreŋ.θən/ = VERB: ενισχύω, δυναμώνω, εδραιώνω, ανδυναμώνω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση, ενισχύσει

GT GD C H L M O
strictly /ˈstrɪkt.li/ = ADVERB: αυστηρά, αυστηρώς; USER: αυστηρά, αυστηρώς, απολύτως, αυστηρή, στενά

GT GD C H L M O
strive /straɪv/ = VERB: προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω; USER: προσπαθούν, επιδιώξουν, προσπαθήσει, να προσπαθούν, να προσπαθήσει

GT GD C H L M O
strong /strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη

GT GD C H L M O
stronger /strɒŋ/ = USER: ισχυρότερη, ισχυρότερες, ισχυρότερο, ισχυρότερα, ισχυρή, ισχυρή

GT GD C H L M O
stubs /stʌb/ = NOUN: στέλεχος, κορμός, απομεινάρι, κοτσάνι, στέλεχος διπλοτύπου; USER: στέλεχος, στελέχη, στελεχών, αποκόμματα

GT GD C H L M O
subject /ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος; ADJECTIVE: υποκείμενος; VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω; USER: θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται

GT GD C H L M O
subjecting /səbˈdʒɛkt/ = USER: της υποβολής του, την υποβολή του, υποβολή του, υποβολής του, υποβάλλεται το,

GT GD C H L M O
subjects /ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος; VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω; USER: θέματα, υποκείμενα, άτομα, μαθήματα, τα θέματα

GT GD C H L M O
submitted /səbˈmɪt/ = VERB: υποτάσσομαι, υπείκω; USER: υποβάλλεται, υποβάλλονται, υποβάλλουν, υπέβαλε, υποβληθεί

GT GD C H L M O
substance /ˈsʌb.stəns/ = NOUN: ουσία, περιεχόμενο, υπόσταση, πραγματικότητα, περιουσία, πραγματικότης; USER: ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσίες, ουσία που

GT GD C H L M O
substances /ˈsʌb.stəns/ = NOUN: ουσία, περιεχόμενο, υπόσταση, πραγματικότητα, περιουσία, πραγματικότης; USER: ουσίες, ουσιών, ουσίες που, τις ουσίες

GT GD C H L M O
substantial /səbˈstæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης, ουσιαστικός, χορταστικός; USER: ουσιώδης, ουσιαστικός, σημαντική, ουσιαστική, σημαντικό

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
successful /səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος; USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
suggest /səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι; USER: προτείνω, δείχνουν, προτείνει, προτείνουν, προτείνουμε

GT GD C H L M O
suggests /səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι; USER: προτείνει, υποδηλώνει, υποδεικνύει, συνιστά, δείχνει

GT GD C H L M O
sultanate /ˈsʌl.tə.nət/ = NOUN: σουλτανάτο; USER: σουλτανάτο, σουλτανάτο του, σουλτανάτων, σουλτανάτου,

GT GD C H L M O
superior /suːˈpɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: ανώτερος, υπέρτερος, ηγούμενος; USER: ανώτερος, ανώτερη, superior, ανώτερο, ανώτερης

GT GD C H L M O
supervise /ˈsuː.pə.vaɪz/ = VERB: εποπτεύω, επιβλέπω; USER: εποπτεύει, επιβλέπει, εποπτεύουν, επιβλέπουν, εποπτεία

GT GD C H L M O
supervising /ˈsuː.pə.vaɪz/ = VERB: εποπτεύω, επιβλέπω; USER: εποπτεία, την εποπτεία, επίβλεψη, εποπτεύει, εποπτείας

GT GD C H L M O
supervisor /ˈso͞opərˌvīzər/ = NOUN: επόπτης, επιτηρητής, επιστάτης; USER: επόπτης, επιτηρητής, επόπτη, επιβλέπων, επιβλέποντα

GT GD C H L M O
supplement /ˈsʌp.lɪ.mənt/ = NOUN: συμπλήρωμα, παράρτημα; VERB: συμπληρώνω; USER: συμπλήρωμα, συμπλήρωση, συμπληρώσει, συμπληρώνουν, συμπληρώνει

GT GD C H L M O
supplier /səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτής; USER: προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές

GT GD C H L M O
suppliers /səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτές; USER: προμηθευτές, προμηθευτών, τους προμηθευτές, οι προμηθευτές, των προμηθευτών

GT GD C H L M O
supplies /səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθειες, εφόδια; USER: προμήθειες, εφόδια, προμηθειών, παραδόσεις, εφοδιασμού, εφοδιασμού

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
supporting /səˈpɔː.tɪŋ/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, στήριξη, την υποστήριξη, υποστηρίζοντας, υποστηρίζει

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
survey /ˈsɜː.veɪ/ = NOUN: επισκόπηση, εξέταση, τοπογράφηση, καταμέτρηση; VERB: αγναντεύω, καταμετρώ, τοπογραφώ, επισκοπώ; USER: επισκόπηση, έρευνα, έρευνας, έρευνα του, μελέτη

GT GD C H L M O
suspect /səˈspekt/ = ADJECTIVE: ύποπτος; VERB: υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, υποπτεύω; USER: ύποπτος, υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, υποψιάζεστε, υποψιάζεστε ότι

GT GD C H L M O
suspected /səˈspekt/ = VERB: υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, υποπτεύω; USER: υποψία, ύποπτα, υποψίες, υπόνοιες, υπόνοια

GT GD C H L M O
suspicious /səˈspɪʃ.əs/ = ADJECTIVE: ύποπτος, καχύποπτος, δύσπιστος, φιλύποπτος; USER: καχύποπτος, ύποπτος, ύποπτες, ύποπτων, ύποπτη

GT GD C H L M O
suspiciously /səˈspɪʃ.əs.li/ = USER: καχύποπτα, ύποπτα, καχυποψία, ύποπτη, υπόπτως

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
table /ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ; ADJECTIVE: επιτραπέζιος; VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση; USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
takes /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει

GT GD C H L M O
taking /tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη; ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων; USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν

GT GD C H L M O
talent /ˈtæl.ənt/ = NOUN: ταλέντο, ιδιοφυία, ταλάντο; USER: ταλέντο, ταλέντων, το ταλέντο, ταλέντου, ταλέντα

GT GD C H L M O
talk /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε

GT GD C H L M O
talking /ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια; ADJECTIVE: ομιλών; USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας

GT GD C H L M O
tangible /ˈtæn.dʒə.bl̩/ = ADJECTIVE: απτός, αισθητός; USER: απτά, απτή, ενσώματων, ενσώματα, απτό

GT GD C H L M O
target /ˈtɑː.ɡɪt/ = NOUN: στόχος; USER: στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων

GT GD C H L M O
tasks /tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία; USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά

GT GD C H L M O
taste /teɪst/ = NOUN: γεύση, γούστο; VERB: δοκιμάζω; USER: γεύση, γούστο, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
technical /ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός; USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
telephones /ˈtel.ɪ.fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; USER: Τηλέφωνα, τηλεφώνων, τηλέφωνο, τα τηλέφωνα, Ασύρματα Τηλέφωνα

GT GD C H L M O
tell /tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε

GT GD C H L M O
tells /tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: λέει, αφηγείται, ενημερώνει, πει, αναφέρει

GT GD C H L M O
temporary /ˈtem.pər.ər.i/ = ADJECTIVE: προσωρινός; USER: προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές

GT GD C H L M O
term /tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία; VERB: ονομάζω; USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας

GT GD C H L M O
termination /ˌtɜː.mɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: λήξη, τερματισμός, τέλος, κατάληξη; USER: λήξη, τερματισμός, τέλος, τερματισμού, τερματισμό

GT GD C H L M O
terms /tɜːm/ = NOUN: όροι; USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων

GT GD C H L M O
terrorists /ˈter.ə.rɪst/ = NOUN: τρομοκράτης; USER: τρομοκράτες, τρομοκρατών, οι τρομοκράτες, τους τρομοκράτες, των τρομοκρατών

GT GD C H L M O
textron

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thank /θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ; USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thing /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
thinking /ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη; ADJECTIVE: σκεπτόμενος; USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
though /ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι; USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
timecards = NOUN: φύλλο παρουσίας; USER: timecards,

GT GD C H L M O
timely /ˈtaɪm.li/ = ADJECTIVE: έγκαιρος, επίκαιρος; USER: έγκαιρος, έγκαιρη, την έγκαιρη, η έγκαιρη, έγκαιρα

GT GD C H L M O
times /taɪmz/ = NOUN: φορές; USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
told /təʊld/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: είπε, δήλωσε, πει, είπαν, στους

GT GD C H L M O
toll /təʊl/ = NOUN: διόδια, κωδωνισμός, χτύπημα καμπάνας; VERB: φορολογώ, κωδωνίζω πενθιμώς; USER: διόδια, διοδίων, τηλεδιοδίων, των διοδίων, φόρο

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
tool /tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή; VERB: κατεργάζομαι; USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο

GT GD C H L M O
topics /ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα; USER: θέματα, τα θέματα, θεμάτων, θέματα που, ζητήματα

GT GD C H L M O
tourism /ˈtʊə.rɪ.zəm/ = NOUN: τουρισμός; USER: τουρισμός, τουρισμού, τουρισμό, τον τουρισμό, του τουρισμού

GT GD C H L M O
trade /treɪd/ = NOUN: εμπόριο, τέχνη; VERB: ανταλλάσσω, εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι; USER: εμπόριο, συναλλαγές, το εμπόριο, εμπορίου, εμπορικές, εμπορικές

GT GD C H L M O
trademarks /ˈtreɪd.mɑːk/ = NOUN: εμπορικό σήμα, σήμα, σήμα κατατεθέν, σήμα εργοστάσιου, φίρμα επωνυμία; USER: εμπορικά σήματα, σήματα, τα εμπορικά σήματα, κατατεθέντα, σημάτων

GT GD C H L M O
trades /treɪd/ = NOUN: εμπόριο, τέχνη; VERB: ανταλλάσσω, εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι; USER: συναλλαγές, επαγγέλματα, συναλλαγών, τις συναλλαγές, εμπορεύεται

GT GD C H L M O
trading /ˈtreɪ.dɪŋ/ = NOUN: εμπορία, διακίνηση; USER: εμπορία, συναλλαγών, διαπραγμάτευση, εμπορίας, διαπραγμάτευσης

GT GD C H L M O
traffickers /ˈtræf.ɪ.kər/ = NOUN: εμπορευόμενος, μαυραγορίτης; USER: διακινητές, διακινητών, εμπόρων, σωματεμπόρων, λαθρεμπόρων

GT GD C H L M O
trafficking /ˈtræf.ɪk/ = VERB: εμπορεύομαι; USER: εμπορίας, εμπορίας ανθρώπων, εμπορία, διακίνησης, διακίνηση

GT GD C H L M O
train /treɪn/ = NOUN: αμαξοστοιχία, τρένο, τραίνο, σειρά, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος; VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι; USER: τρένο, αμαξοστοιχία, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας

GT GD C H L M O
transaction /trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή; USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης

GT GD C H L M O
transactions /trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή; USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές

GT GD C H L M O
transfer /trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου; VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ; USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει

GT GD C H L M O
transferring /trænsˈfɜːr/ = VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ; USER: μεταφορά, τη μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφοράς, μεταφέροντας

GT GD C H L M O
transmitted /trænzˈmɪt/ = VERB: διαβιβάζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω; USER: διαβιβάζονται, μεταδίδονται, διαβιβάζεται, μεταδιδόμενα, μεταδίδεται, μεταδίδεται

GT GD C H L M O
transportation /ˌtræn.spɔːˈteɪ.ʃən/ = NOUN: μεταφορά, μεταγωγή, διαμετακόμιση, μετακόμιση; USER: μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά

GT GD C H L M O
transported /trænˈspɔːt/ = VERB: μεταφέρω, μετακομίζω, διαβιβάζω, παραφέρω; USER: μεταφέρονται, μεταφέρεται, μεταφερθούν, μεταφορά, μεταφερθεί

GT GD C H L M O
treat /triːt/ = NOUN: κέρασμα, τρατάρισμα; VERB: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, περιποιούμαι, διαπραγματεύομαι, κερνώ, τρατάρω, φιλεύω; USER: θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπεία της, θεραπεία του, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
treated /triːt/ = ADJECTIVE: κέραστος; USER: αγωγή, αντιμετωπίζεται, θεραπεία, αντιμετωπίζονται, επεξεργασία

GT GD C H L M O
treatment /ˈtriːt.mənt/ = NOUN: θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, κατεργασία; USER: θεραπεία, αγωγή, μεταχείριση, κατεργασία, θεραπείας

GT GD C H L M O
tremendous /trɪˈmen.dəs/ = ADJECTIVE: τρομακτικός, καταπληκτικός, τρομαχτικός; USER: τεράστια, τεράστιες, τεράστιο, τρομερή, τρομακτική

GT GD C H L M O
trip /trɪp/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, περιοδεία, παραπάτημα; VERB: σκοντάπτω, βαδίζω ελαφρώς, κάνω κάποιον να σκοντάψει; USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, Εκδρομή

GT GD C H L M O
trust /trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός; VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση; USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες

GT GD C H L M O
try /traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω; NOUN: δοκιμή, προσπάθεια; USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε

GT GD C H L M O
turn /tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος; VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει

GT GD C H L M O
turned /tərn/ = VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: γύρισε, στράφηκε, μετατράπηκε, στράφηκαν, μετατραπεί, μετατραπεί

GT GD C H L M O
turns /tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος; VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: αποδεικνύεται, γυρίζει, μετατρέπει, στροφές, τελικά

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
types /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους

GT GD C H L M O
typically /ˈtɪp.ɪ.kəl.i/ = USER: τυπικά, συνήθως, κατά κανόνα, κανόνα, τυπικώς

GT GD C H L M O
u /ju/ = USER: u, u Κάντε, κα, το u, Κάντε u,

GT GD C H L M O
unannounced /ˌʌn.əˈnaʊnst/ = ADJECTIVE: απροειδοποίητος; USER: αιφνιδιαστικές, αιφνιδιαστικά, αιφνίδιες, αιφνιδιαστικών, αιφνίδιο

GT GD C H L M O
unauthorized /ˌənˈôTHəˌrīzd/ = ADJECTIVE: ανεξουσιοδότητος; USER: μη εξουσιοδοτημένη, χωρίς άδεια, παράνομη, μη εξουσιοδοτημένης, παράνομης

GT GD C H L M O
under /ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω; ADVERB: από κάτω; USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο

GT GD C H L M O
understand /ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení; USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε

GT GD C H L M O
understandable /ˌəndərˈstandəbəl/ = ADJECTIVE: κατανοητός, νοητός, καταληπτός; USER: κατανοητός, κατανοητό, κατανοητή, κατανοητές, κατανοητά

GT GD C H L M O
understanding /ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση; USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης

GT GD C H L M O
unethical /ˌʌnˈeθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: αήθης, ανέντιμος, μη συνεπής προς την επιστημονικήν συνήθειαν; USER: αήθης, ανήθικη, ανήθικο, ανήθικες, αντιδεοντολογική

GT GD C H L M O
unfit /ʌnˈfɪt/ = ADJECTIVE: ανίκανος, ακατάλληλος; USER: ανίκανος, ακατάλληλος, ακατάλληλα, ακατάλληλο, είναι ακατάλληλα

GT GD C H L M O
union /ˈjuː.ni.ən/ = NOUN: ένωση, συνένωση, συντεχνία; USER: ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, Union, συνδικαλιστικών

GT GD C H L M O
unit /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες

GT GD C H L M O
united /jʊˈnaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ενωμένος, ενιαίος, ηνωμένος; USER: ενωμένος, ενιαίος, Ηνωμένες, Ηνωμένο, ενωμένη

GT GD C H L M O
units /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που

GT GD C H L M O
unless /ənˈles/ = CONJUNCTION: εκτός, εάν, εί μη; USER: εκτός, εάν, εκτός εάν, εκτός αν, αν

GT GD C H L M O
unlikely /ʌnˈlaɪ.kli/ = ADVERB: απίθανος, ανομοίως; USER: απίθανος, απίθανο, πιθανό, απίθανη, μάλλον απίθανο

GT GD C H L M O
until /ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε; CONJUNCTION: ώσπου, ότου; USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να

GT GD C H L M O
untrue /ʌnˈtruː/ = ADJECTIVE: αναληθής; USER: αναληθής, αναληθές, αναληθείς, αναληθή, ψευδή

GT GD C H L M O
unwelcome /ʌnˈwel.kəm/ = ADJECTIVE: ανεπιθύμητος; USER: ανεπιθύμητος, ανεπιθύμητη, είναι ανεπιθύμητη, ανεπιθύμητες, δυσάρεστη

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
upon /əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις; USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά

GT GD C H L M O
urgent /ˈɜː.dʒənt/ = ADJECTIVE: επείγων, κατεπείγων; USER: επείγων, επείγουσα, επείγουσες, επείγοντα, επείγον

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
useful /ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος; USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
v /viː/ = USER: v, κατά, ν

GT GD C H L M O
valuable /ˈvæl.jʊ.bl̩/ = ADJECTIVE: πολύτιμος; USER: πολύτιμος, πολύτιμη, πολύτιμο, πολύτιμες, πολύτιμα

GT GD C H L M O
valuation /ˌvæl.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξία; USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξία, αποτίμησης, αποτίμηση

GT GD C H L M O
value /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία

GT GD C H L M O
values /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές

GT GD C H L M O
variety /vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος; USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
vary /ˈveə.ri/ = VERB: ποικίλλω, διαφέρω, αλλάσσω; USER: ποικίλλουν, ποικίλλει, ποικίλουν, ποικίλει, διαφέρουν

GT GD C H L M O
venture /ˈven.tʃər/ = NOUN: τόλμημα, διακύβευση; VERB: τολμώ, αποτολμώ, ριψοκινδυνεύω; USER: επιχείρηση, επιχείρησης, επιχειρηματικών, εγχείρημα, επιχειρηματικά

GT GD C H L M O
verify /ˈver.ɪ.faɪ/ = VERB: επαληθεύω, επιβεβαιώ, επικυρώ; USER: επαληθεύει, επαλήθευση, επαληθεύουν, επαληθεύσει, ελέγχει

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
vessel /ˈves.əl/ = NOUN: σκάφος, πλοίο, αγγείο, σωλήν; USER: σκάφος, πλοίο, αγγείο, σκάφους, δοχείο

GT GD C H L M O
veteran /ˈvet.ər.ən/ = NOUN: βετεράνος, παλαίμαχος, απόστρατος, απόμαχος; USER: βετεράνος, παλαίμαχος, παλαίμαχο, βετεράνο, βετεράνου

GT GD C H L M O
via /ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου; USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των

GT GD C H L M O
vice /vaɪs/ = NOUN: μέγγενη, κακία, ελάττωμα, φαυλότητα, βίτσιο, σφιγκτήρ, φαυλότης, αντικαταστάτης; USER: κακία, μέγγενη, αντιπρόεδρος, αντιπροέδρου, αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
view /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; VERB: βλέπω, θεωρώ; USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ

GT GD C H L M O
vigorously /ˈvɪɡ.ər.əs/ = USER: σθεναρά, ζωηρά, δυναμικά, σθεναρά την, έντονα

GT GD C H L M O
violate /ˈvaɪə.leɪt/ = VERB: παραβιάζω, παραβαίνω, βιάζω; USER: παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβιάσει, παραβίαζε, παραβιάζουν τα

GT GD C H L M O
violation /ˌvaɪəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: παράβαση, βεβήλωση; USER: παράβαση, παραβίαση, παραβίασης, παράβασης, παραβιάσεις

GT GD C H L M O
violations /ˌvaɪəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: παράβαση, βεβήλωση; USER: παραβιάσεις, παραβιάσεων, παραβάσεις, τις παραβιάσεις, παραβιάσεις των

GT GD C H L M O
virtually /ˈvɜː.tju.ə.li/ = ADVERB: πρακτικώς, κατ' ουσίαν; USER: πρακτικώς, σχεδόν, ουσιαστικά, πρακτικά, σχεδόν σε

GT GD C H L M O
visa /ˈviː.zə/ = NOUN: θεώρηση, βίζα, επικύρωση, θεώρησις διαβατήριου; VERB: επιθεωρώ και επικυρώ; USER: θεώρηση, βίζα, θεώρησης, θεωρήσεων, θεωρήσεις

GT GD C H L M O
visit /ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη; VERB: επισκέπτομαι; USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν

GT GD C H L M O
visiting /ˈvizit/ = VERB: επισκέπτομαι; USER: επίσκεψη, επισκεφτείτε, επισκέπτονται, επισκεφθείτε, που επισκέπτονται

GT GD C H L M O
visitors /ˈvizitər/ = NOUN: επισκέπτης, μουσαφίρης; USER: επισκέπτες, οι επισκέπτες, επισκεπτών, τους επισκέπτες, στους επισκέπτες

GT GD C H L M O
visual /ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός; USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά

GT GD C H L M O
voice /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή

GT GD C H L M O
voicemail /ˈvɔɪ.s.meɪl/ = USER: τηλεφωνητή, αυτόματου τηλεφωνητή, φωνητικού ταχυδρομείου, φωνητικό ταχυδρομείο, ηχητικό μήνυμα

GT GD C H L M O
volume /ˈvɒl.juːm/ = NOUN: τόμος, όγκος; USER: όγκος, τόμος, όγκο, όγκου, ένταση

GT GD C H L M O
voucher /ˈvaʊ.tʃər/ = NOUN: εγγυητής, απόδειξη πληρωμής, μάρτυς, διατακτική ταξιδιού, παραστατικό στοιχείο; USER: κουπόνι, voucher, δελτίο, κουπονιών, δωροεπιταγή

GT GD C H L M O
wait /weɪt/ = NOUN: αναμονή; VERB: περιμένω, αναμένω; USER: περιμένετε, περιμένω, περιμένουμε, περιμένει, wait, wait

GT GD C H L M O
waiver /ˈweɪ.vər/ = NOUN: παραίτηση; USER: παραίτηση, άρσης, άρση, απαλλαγή, απαλλαγή από την υποχρέωση

GT GD C H L M O
wants /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλει, επιθυμεί, θέλουν, θέλουν

GT GD C H L M O
warranty /ˈwɒr.ən.ti/ = NOUN: εγγύηση, εξουσιοδότηση; USER: εγγύηση, εξουσιοδότηση, εγγύησης, εγγύηση καλής λειτουργίας, εγγύηση καλής

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
wedding /ˈwed.ɪŋ/ = NOUN: γάμος, παντρεία; ADJECTIVE: γαμήλιος; USER: γάμος, γάμο, γάμου, γαμήλια, του γάμου

GT GD C H L M O
week /wiːk/ = NOUN: εβδομάδα; USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα

GT GD C H L M O
welcome /ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις; VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι; ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος; USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
westminster /ˌwestˈmɪn.stər/ = USER: Westminster, Γουέστμινστερ, Γούεστμινστερ

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
wherever /weəˈrev.ər/ = ADVERB: οπουδήποτε; USER: οπουδήποτε, όπου, όπου κι, όπου και, όπου και

GT GD C H L M O
whether /ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε; USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whole /həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο; ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος; USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο

GT GD C H L M O
whom /huːm/ = PRONOUN: ποιόν; USER: ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποία

GT GD C H L M O
whose /huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH; USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
wide /waɪd/ = ADJECTIVE: ευρύς, φαρδύς, πλατύς; USER: ευρύς, ευρύ, μεγάλη, ευρεία, ευρείας, ευρείας

GT GD C H L M O
widely /ˈwaɪd.li/ = USER: ευρέως, σε μεγάλο βαθμό, ευρύτατα, ευρύτερα, ευρεία

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
willing /ˈwɪl.ɪŋ/ = ADJECTIVE: πρόθυμος, εκούσιος, επιθυμών; USER: πρόθυμος, πρόθυμοι, πρόθυμη, διατεθειμένοι, επιθυμούν

GT GD C H L M O
wine /waɪn/ = NOUN: κρασί, οίνος; VERB: ευωχώ με οίνον, κερνώ κρασί; USER: κρασί, οίνος, οίνου, κρασιού, οίνο

GT GD C H L M O
wishes /ˌbest ˈwɪʃɪz/ = NOUN: επιθυμία, ευχή, ευχές; VERB: επιθυμώ, εύχομαι; USER: επιθυμίες, ευχές, επιθυμεί, τις επιθυμίες, επιθυμία

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
word /wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση; VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων; USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου

GT GD C H L M O
wording /ˈwɜː.dɪŋ/ = NOUN: διατύπωση; USER: διατύπωση, κείμενο, γράμμα, φράση, διατύπωσης

GT GD C H L M O
words /wɜːd/ = NOUN: λόγια; USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
workers /ˈwɜː.kər/ = NOUN: εργάτης; USER: εργαζομένων, των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι, εργαζόμενοι, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
workplace /ˈwɜːk.pleɪs/ = USER: στο χώρο εργασίας, χώρο εργασίας, εργασίας, εργασιακό χώρο, χώρο

GT GD C H L M O
workplaces /ˈwɜːk.pleɪs/ = USER: χώρους εργασίας, εργασίας, εργασιακούς χώρους, θέσεις εργασίας, τους χώρους εργασίας

GT GD C H L M O
works /wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο; USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worldwide /ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος; USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
write /raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω; USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει

GT GD C H L M O
writings /ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα; USER: συγγράμματα, γραφές, γραπτά, τα γραπτά, κείμενα

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yes /jes/ = INTERJECTION: Ναί!; USER: ναί, ναι, yes, Αναφορά, Αναφορά

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

GT GD C H L M O
yours /jɔːz/ = PRONOUN: δικό σου, δικός σας, δικός σου, υμέτερος; USER: δικό σου, δικός σας, δικός σου, δική σας, δικά σας

GT GD C H L M O
yourself /jɔːˈself/ = PRONOUN: σύ ο ίδιος, το εαυτόν σου; USER: τον εαυτό σας, εαυτό σας, τον εαυτό, σας, εαυτό, εαυτό

1676 words